Χθες ήταν νωρίς. Αύριο θα είναι αργά. Τώρα!
Αυτό υπήρξε το σύνθημα εφόδου προς την εξουσία του Λένιν. Είτε συμφωνείτε είτε διαφωνείτε ιδεολογικά με τον μπολσεβίκο ηγέτη, πολιτικά διέθετε αίσθηση του χρονισμού. Αυτό που μεταπολεμικά στερείται η ηγεσία σε Ελλάδα και Κύπρο. Συλλήβδην; Όχι. Ο Μακάριος, ο ιδιοφυέστερος όλων, ήταν ο μοναδικός που διέθετε εξαίρετη αίσθηση του timing. Όμως, αυτός ο αρχομανής «διάβολος», κατά την αμερικανική διπλωματία, η «σατανική ενσάρκωση της διπλοπροσωπίας», κατά το περιοδικό Time, την χρησιμοποίησε για να αποτρέψει την Ένωση, υπηρετώντας τη φιλοδοξία του να γίνει άναξ, που διαμορφώθηκε όταν νεαρός είχε θαμπωθεί από την αναγόρευση του Δαμασκηνού μετά την κατοχή σε αντιβασιλέα. Οι άλλοι; Λίγο ή πολύ υπηρέτησαν εθνικά συμφέροντα, ανάμεικτα με προσωπικές εμμονές και φιλοδοξίες, ενεργώντας σε λάθος στιγμές, φτάνοντας σχεδόν πάντα στο αντίθετο από το εθνικά επιθυμητό αποτέλεσμα.
Είτε οι πολιτικές τους αφορούσαν θέματα εθνικά είτε θέματα εσωτερικά που επηρέαζαν καθοριστικά τα εθνικά. Ο Παπάγος, με την παρότρυνση του Αλέξη Κύρου , ανέδειξε με ενθουσιασμό το Κυπριακό. Πλαστήρας το ’51 και Σοφοκλής Βενιζέλος το ’52 είχαν πει στον Μακάριο « Παπά μου κάτσε ήσυχα. Η Ελλάδα μόλις βγαίνει από τον Εμφύλιο, μόλις μπήκε στο ΝΑΤΟ. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη ώρα. Περίμενε».
Αποτέλεσμα; Δυο νέες «μαχαιριές» των Άγγλων. Στο «Μακεδονικό», μέσω του συνεργάτη τους Τίτο. Στο Κυπριακό, με την καταλυτική εφεξής ανάμειξη της Τουρκίας σε ένα ζήτημα Διεθνούς Δικαίου, το οποίο λόγω δημογραφίας και ιστορίας αφορούσε τα δυο τμήματα του Ελληνισμού. Ο Ιωαννίδης, συνομιλώντας με τον Παττακό, στις 13 Δεκεμβρίου 1973: Παττακός : «…δεν υφίστανται περιθώρια πειραματισμών. Δικτατορία δεν μπορείς να κάμεις. Δεν την θέλει κανένας άνθρωπος εις κανένα χώρον της υδρογείου σήμερον και κατά μείζονα λόγον ο Έλλην. Καθεστώς παρενθέσεως Παπαδοπούλου δεν αντέχει πλέον εις τα σημερινά δεδομένα. Δεν υπολείπεται, επομένως, παρά μόνον η τρίτη λύσις, η μοναδική, η εφαρμογή του σχεδίου Παπαδοπούλου, την εξέλιξιν του οποίου ανέκοψες δια της ενεργείας σου την 25ην Νοεμβρίου». Ιωαννίδης (θυμωμένος) : «…θα επιτύχωμεν τους σκοπούς της 21ης Απριλίου, τους οποίους δεν ηδυνήθη ή δεν θέλησε να επιτύχη ο Παπαδόπουλος… Εξεκίνησεν δι΄εκλογάς, χωρίς να προπαρασκευάση νέαν πολιτικήν ηγεσίαν, παραδώσας την επανάστασιν εις αυτούς από τους οποίους την παρέλαβε, αφού τους ελεεινολόγησε και τους κατεξηυτέλισεν επί επτά έτη … Θα προχωρήσωμεν κατά το έτος 1974 εις αναδιοργάνωσιν της κυβερνήσεως και σύνταξιν νέου συντάγματος… Το 1976 θα επιτρέψωμεν την ίδρυσιν και έναρξιν λειτουργίας κομμάτων, όχι περισσοτέρων των τριών. Το 1977 ή 1978 θα πάμε εις εκλογάς».
Ο Καραμανλής, δεν απάντησε στα Σεπτεμβριανά με αποπομπή των τουρκογενών μουσουλμάνων της Θράκης. Κατόπιν προσυπέγραψε την εκτρωματική «Ζυρίχη», για να εκραγεί αργότερα «Παπά, το ίδιο χαρτί δεν υπογράψαμε; Πώς έγινε και βγήκες εσύ ήρωας κι εγώ προδότης;», διαμορφώνοντας πνεύμα αντιπάθειας προς τους Κυπρίους, που ανομολόγητα επηρέασε την μετέπειτα πολιτεία του. Και υλοποίησε το 1980 αυτό που ήταν καίριο το 1960. Τότε, η χώρα θα αποκτούσε πλεονέκτημα, συμμετέχοντας σχεδόν εξαρχής στο στενό πυρήνα της ΕΟΚ. Τελικά, ενέταξε βιαστικά μια απροετοίμαστη Ελλάδα σε μια απρόθυμη να την δεχθεί ΕΟΚ, για να μην υποχρεωθεί να πει στους παραληρούντες από μεταπολιτευτική «αριστεροφροσύνη» Έλληνες ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την διαφύλαξη της εθνικής τους ακεραιότητας. Γιατί τότε ο στρατός θα είχε πάλι καθοριστικό ρόλο στα εθνικά τεκταινόμενα, που θα τον καθιστούσε ισχυρό και ίσως «ξαναέδενε» τους πολιτικούς. «Η Τουρκία δεν θα επιτεθεί σε χώρα-μέλος της ΕΟΚ» ήταν το κίνητρο, μαζί με τον αποκλεισμό νέας δικτατορίας. Πρόνοια για την οικονομική άλωση που επήλθε με το άνοιγμα της αγοράς, ελάχιστη.
Ο Ανδρέας, αφού προδικτατορικά, σε συνεργασία με τον Μακάριο, απέτρεψε την Ένωση και κατόπιν οδήγησε στην δικτατορία, μεταδικτατορικά, και να δεχθούμε ως αγαθή πρόθεση την εγγενή φαυλότητα, επεδίωξε να υλοποιήσει με δανεικά το κοινωνικό κράτος που θεμελίωσε μεταπολεμικά στη Βρετανία ο Attlee και να χτίσει με φράγκικα κοινοτικά κονδύλια ισλαμικό παράδεισο όπου θα έρρεαν ποταμοί μελιού και γάλακτος. Για τα εθνικά θέματα και το Κυπριακό περιορίστηκε στην προσφιλή του δημαγωγική τιποτολογία. Φτάσαμε έτσι, μετά από σειρά χαμένων για τον Ελληνισμό ευκαιριών , οικονομικά ράκη από πράξεις και παραλείψεις, Ελλάδα και Κύπρος, στις προχθεσινές δηλώσεις Νταβούτογλου. Ποιον αλήθεια εξέπληξαν; Γιατί διαβάσαμε για «προκλήσεις Νταβούτογλου» και υποτίθεται αυστηρές ελληνικές προειδοποιήσεις «μην διανοηθεί η Τουρκία διχοτόμηση». «Η διχοτόμηση δεν έγινε το ’74. Έγινε τέλη ’63, οπότε διώξανε όλους τους Τουρκοκυπρίους – με εξαίρεση κάποια μικρά χωριά στον νότο – και τους κλείσανε σε δύο θύλακες στα βόρεια. Και εκεί έζησαν μέχρι το ’74» είχε θυμίσει ο πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος. Και στην Διάσκεψη της Γενεύης, 25-30 Ιουλίου 1974, η Τουρκία προσπάθησε με το Σχέδιο Γκιουνές («καντονοποίηση»)να επιτύχει τον μόνο στόχο που δεν πέτυχε με την εισβολή : την κατάλυση της νομικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Τουρκία έχει την διχοτόμηση ως σταθερή πολιτική από το 1955. Το 1974 ανέτρεψε στον κυπριακό χώρο αυτό που ήταν δυσμενής γι’ αυτήν συνθήκη: μια αναμφισβήτητα μειοψηφική τουρκοκυπριακή κοινότητα, χωρίς αξιόλογη ένοπλη υπεράσπιση. Πλέον υπάρχουν 500.000 Τούρκοι έποικοι στα Κατεχόμενα, με «ντιρεκτίβα» Ερντογάν να γίνουν ένα εκατομμύριο, και 50.000 στρατός. Αλλά κυρίως κατάφερε να μην συζητείται πλέον το Κυπριακό ως ζήτημα κραυγαλέας παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου αλλά σαν δίκαιο του ισχυρού που παρήγαγε Διεθνές Δίκαιο! Σαράντα χρόνια, όταν οι ίδιοι πάψαμε να κραυγάζουμε πως η Τουρκία έκλεψε από το κυπριακό κράτος, σφάζοντας και βιάζοντας, το 65% των ξενοδοχείων, το 87% των υπό ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων, το 40% των σχολικών κτιρίων, το 41% των κτηνοτροφικών μονάδων, το 48% των εξαγωγικών αγροτικών προϊόντων και το 56% των παραλιών, οι ξένοι «κουράστηκαν» να ακούνε. Επειδή ο ελλαδικός ψοφοδεϊσμός ούτε κατά διάνοια τολμάει να θεωρήσει τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη ως κατεχόμενα εδάφη της Ελλάδας, του ευρύτερου Ελληνισμού. [2] Οι δηλώσεις Νταβούτογλου λοιπόν μάλλον ευκαιρία αποτελούν παρά πρόκληση.
Να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, μήπως δούμε την αλήθεια. Οι Έλληνες της Κύπρου να αποφασίσουν : Μπορούν να ζήσουν πλέον μαζί με τους Τουρκοκύπριους, σε μια οψέποτε ενωμένη Κύπρο; Και όλος ο Ελληνισμός να αποφασίσει: θα κάνει πόλεμο για να ανακαταλάβει τα Κατεχόμενα; Άλλος τρόπος δεν υπάρχει, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μόνο λεπτομέρειες συζητούνται. Να αποφασίσει αν θα θέσει το Κυπριακό στον διεθνή παράγοντα σαν αυτό που είναι, κάτι ευρύτερο από διαμάχη εθνικισμών, αυτό που οι έντιμοι διεθνείς αναλυτές γράφουν «στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας βρίσκεται το σύνορο Ανατολής-Δύσης».
Εάν οι απαντήσεις σε όλα είναι «όχι», τότε η μόνη συνθήκη για να επιβιώσει ο Ελληνισμός και να συνεχίσει να υπάρχει στο ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικά χώρο της ΝΑ Μεσογείου, είναι η Ένωση Ελλάδας-Κύπρου. Μήπως η πρόταση είναι άκαιρη, αφού χάθηκε η ευκαιρία του 1964, άλλη μια συναισθηματική παρόρμηση; Είναι, δυστυχώς, επιβεβλημένη από πραγματισμό. Όταν ξεφορτώνεσαι σιωπηλά τα προβλήματα από το παράθυρο, η Ιστορία τα επαναφέρει με τυμπανοκρουσίες από την πόρτα. Όταν κατέρρευσε ο μύθος της στρατιωτικής προστασίας από μια ΕΕ που καμμία τέτοια πρόθεση δεν είχε, εφευρέθηκε από τους άθλιους Ανδρεϊκούς επιγόνους η «ελληνοτουρκική φιλία». Όταν με τον νεο-Οθωμανισμό κατέρρευσε και αυτός ο μύθος, βρέθηκε το «δεκανίκι Ισραήλ».
Υπάρχει μόνο ένα δόγμα για τον Ελληνισμό : Είμαστε έθνος ανάδελφον. Και μια εξ αυτού προέκταση : Η ισχύς εν τη ενώσει. Η Αθήνα έχει υιοθετήσει στην εξωτερική πολιτική έναν αμφισβητούμενο «ρεαλισμό», βασική αρχή του οποίου είναι ότι δεν υποχωρείς όταν είσαι σε θέση αδυναμίας, τηρείς στάση αναβλητικότητας για τη στιγμή που θα μπορείς να διαπραγματευτείς από θέση πλέον ισχύος ή τουλάχιστον καλύτερης από την σημερινή. Αυτή η στιγμή 39 χρόνια όχι μόνο δεν έρχεται αλλά η κατάσταση επιδεινώνεται. Μόνο μια επιθετική, όχι τυχοδιωκτική, κίνηση θα βγάλει τον Ελληνισμό από την καθοδική περιδίνηση, θα αποτρέψει «Φινλανδοποίηση» στην Ελλάδα και «Τουρκοποίηση» στην Κύπρο. Θα στείλει μήνυμα στον περίγυρο ότι είμαστε ζωντανοί, όχι σίγουρα σφαχτάρια. Κι αν ανησυχείτε για τις περιπλοκές των διακρατικών νομικών καθεστώτων, θα ρωτήσουμε τη Γερμανία που επανενώθηκε de facto.
Πόλεμος είναι πιθανότερο να προέλθει όχι από την Ένωση, αλλά από ένα μελλοντικό δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα -υποτίθεται- «ενωμένης» Κύπρου που θα δημιουργεί έριδες και εντάσεις αντί να τις αμβλύνει. Ο (ακήρυχτος) πόλεμος του 1974 ήρθε μετά τη δημιουργία ακριβώς ενός τέτοιου μη λειτουργικού κράτους που κατά παγκόσμια πρωτοτυπία αναβάθμιζε την -πολύ μικρότερη τότε- τουρκική μειονότητα σε συνιστώσα εθνότητα. Το εγχείρημα της Ένωσης είναι γνωστό πού κυρίως προσκρούει. Στην πολιτικοοικονομική ελίτ τόσο σε Αθήνα, που κλείδωσε στα υπόγεια της Βουλής το Φάκελλο της Κύπρου, όσο και σε Λευκωσία - με Ένωση ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήταν νομάρχης ελληνικής περιφέρειας και οι υπουργοί μεσαίοι κρατικοί υπάλληλοι. Από το φλογερό σύνθημα «Την Ελλάδα θέλωμεν κι ας τρώγομεν πέτρες» του απλού κυπριακού λαού που αποθανάτισε ο φωτογραφικός φακός του Σεφέρη σε τοίχο στα Άλωνα, περιπέσαμε στην αμοιβαία δυσπιστία, που από το 1974 επιδεινώνεται σταδιακά και χειροτέρευσε από τα πρόσφατα γεγονότα της Κυπριακής κρίσης.
Και όταν χαράζουμε διαφορετική πορεία εξόδου από την κρίση ο καθένας, όταν οι Κύπριοι κραυγάζουν προς τους Ρώσους «Αδέλφια μη μας προδώσετε», εμφανώς υπονοώντας ότι άλλα αδέλφια τους πρόδωσαν, απομακρυνόμαστε περισσότερο. Μπορούμε πλέον να συνυπάρξουμε; Όταν η Ελλάδα χρωστάει 350 δις ευρώ έχοντας περιθάλψει εκατομμύρια λαθρομετανάστες, ας χρωστούσε 360 με τα χρέη της Κύπρου. Και όταν στην Ελλάδα ανεχόμαστε Λετονό επίτροπο να μάς ελέγχει σαν κεχαγιάς δεν θα ήταν βάρος οι αδελφοί – εφόσον βέβαια επιθυμούν και οι ίδιοι πλέον την ενσωμάτωση. Αξία έχει τι λέει ο απλός λαός, «χαμηλά». Γιατί «ψηλά» μερικοί προβάρουν φορεσιά Βεζύρη και νέο-Φαναριώτη, σαν αυτές που βλέπουν στον «Σουλεϋμάν». Και να θυμόμαστε το αξίωμα : «Φοβού τους κατεστραμμένους. Γιατί ξέρουν ότι μπορούν να επιβιώσουν».
πηγή
Δημοσίευση σχολίου