του Δημήτρη Μπεκιάρη
Η Άγκυρα παρακολουθεί πολύ στενά τις εξελίξεις στο πεδίο της ελληνικής οικονομίας και εξακολουθεί να προκαλεί, αντιμετωπίζοντας με απαξίωση την Ελλάδα. Πριν από περίπου τρεις μήνες ο Φαρούκ Τσελίκ, υπουργός Επικρατείας της Τουρκίας και στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού της γειτονικής χώρας Ταγίπ Ερντογάν, είχε δηλώσει, λίγο μετά από την ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου στο Ερζερούμ ότι «αυτοί οι οποίοι έδωσαν τη χώρα τους σε μεσίτες, που την έριξαν στο σημείο να κρεμάσουν πωλητήριο για να γλιτώσουν τα χρέη τους, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μιλούν για την Τουρκία». Τώρα έφτασε η σειρά του έτερου υπουργού Επικρατείας της Τουρκίας και αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς, ο οποίος δήλωσε ότι «σε λίγο οι Έλληνες θα ανοίξουν μαντήλι για να ζητιανεύουν». Ο υπουργός Επικρατείας της γειτονικής χώρας τόνισε, ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι η Ελλάδα, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ζητιανεύει και σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Αρίντς είπε ακόμη ότι το χρέος της Ελλάδας έχει υπερβεί το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, ότι η παραγωγή σε όλα τα ελληνικά εργοστάσια έχει σταματήσει, όπως επίσης ότι η Τουρκία, έχοντας ρυθμό ανάπτυξης 9%, είναι μία από τις πέντε κορυφαίες χώρες του κόσμου σε αυτόν τον τομέα.
Όλες αυτές οι τοποθετήσεις κορυφαίων Τούρκων αξιωματούχων, οι οποίες πραγματοποιούνται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τους τελευταίους μήνες, είναι ενδεικτικές της επίγνωσης που έχουν για τον ρόλο που θα διαδραματίσει η Τουρκία ως μελλοντική πανίσχυρη περιφερειακή και ίσως παγκόσμια οικονομική δύναμη. Κυρίως, όμως, αυτές οι δηλώσεις αποκαλύπτουν την πρόθεση της Τουρκίας να εφορμήσει ως δυναμική επενδύτρια χώρα στην ελληνική αγορά, αγοράζοντας φθηνά, στην παρούσα συγκυρία που η Ελλάδα έχει ανάγκη από έσοδα.
Όπως είχε διαφανεί ξεκάθαρα κατά την επίσημη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα τον Μάιο του 2010, η επιθυμία, αλλά και ένας εκ των βασικότερων στόχων της οικονομικής ελίτ της γειτονικής χώρας, δεν είναι άλλος από την άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, ώστε να αναπτυχθούν ευρύτατα οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός τότε συνοδευόταν τότε από περισσότερους από 100 εκπροσώπους της τουρκικής οικονομικής και επιχειρηματικής ελίτ. Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θέλουν οι τουρκικές επενδύσεις να αναπτυχθούν στην Ελλάδα.
Λίγους μήνες αργότερα, τον περασμένο Δεκέμβριο ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, προκαλούσε σοκ στην Αθήνα δηλώνοντας ότι «με την Ελλάδα κάνουμε business στο Αιγαίο», ενώ ταυτόχρονα ο υπουργός Επικρατείας της Τουρκίας Εγκεμέν Μπαγίς ανέβαζε με συστηματικό τρόπο τους τόνους, πραγματοποιώντας διαδοχικές δηλώσεις για την αναγκαιότητα συνεκμετάλλευσης, άρα και συνδιαχείρισης στο Αιγαίο.
Οι τωρινές απαξιωτικές έναντι της Ελλάδας τοποθετήσεις του Μπουλέντ Αρίντς, έρχονται αμέσως μετά από τις δηλώσεις του γενικού διευθυντή της τουρκικής τράπεζας Ziraat Τζαν Ακίν Τσαγλάρ, ο οποίος τόνισε από το Βόρειο Ιράκ, όπου βρέθηκε τις προηγούμενες ημέρες, ότι η συγκεκριμένη τράπεζα θα συνεχίσει να ανοίγει υποκαταστήματα στην Ελλάδα. Μάλιστα ο ίδιος κατέστησε δηλωτικές τις προθέσεις του για εξαγορά ελληνικών τραπεζών και δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ''μπορεί να κάνουμε μεγαλύτερα βήματα, όπως η αγορά τράπεζας, αλλά δεν ξέρω εάν μπορεί να γίνει αυτό στην Ελλάδα, υπάρχουν ερωτηματικά''.
Η τουρκική οικονομική ελίτ, όπως εκφράζεται από το φίλο προσκείμενο στον μετριοπαθή ισλαμιστή πρωθυπουργό πανίσχυρο TUSIAD (Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών), επιθυμεί και επιδιώκει με κάθε τρόπο πλέον να εφαρμόσει στην ελληνική αγορά όρους πλιάτσικου.
Η Άγκυρα θέλει να αντιστρέψει το «παιχνίδι» στο πεδίο των επενδύσεων, ενώ όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα, την τριετία 2005 – 2007 ήταν ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη γειτονική χώρα. Η Τουρκία έχει επίγνωση των αναπτυξιακών της προοπτικών, της γεωστρατηγικής της σημασίας, αλλά και της θέσης που μπορεί να καταλάβει σε διεθνές επίπεδο η τουρκική οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση που τήρησε η Άγκυρα απέναντι στις ραγδαίες εξελίξεις και στις πολιτικές ανατροπές, οι ο οποίες σημειώνονται στον αραβικό κόσμο – στη Μέση Ανατολή και στον βορειοαφρικανικό γεωγραφικό χώρο – υπαγορεύτηκαν, όχι μόνο από τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές συνιστώσες της πολιτικής που ακολουθεί σε διεθνές επίπεδο, αλλά κυρίως από την αναγκαιότητα διασφάλισης των επενδύσεων της και των συμφερόντων των επιχειρηματιών της.
Την στιγμή που η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε δεινή θέση, η Τουρκία πραγματοποιεί, κάθε φορά που της δίνεται η ευκαιρία, επίδειξη δύναμης, συγκρίνοντας τα δεδομένα στις οικονομίες και στις αναπτυξιακές προοπτικές των δύο γειτονικών κρατών. Ταυτόχρονα κάποιοι θαυμαστές του «τουρκικού μοντέλου ανάπτυξης» στην Ελλάδα, οι οποίοι διασυνδέονται άμεσα με τραπεζικά συμφέροντα, τα οποία έχουν αναπτύξει δραστηριότητα στην Τουρκία, δεν χάνουν την ευκαιρία κάθε λίγο και λιγάκι, να υπογραμμίζουν τον «ευεργετικό» ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για την οικονομία της γειτονικής χώρας.
Η Τουρκία φιλοδοξεί μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες (ίσως και νωρίτερα, δηλαδή το 2023, όταν θα ολοκληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) να καταστεί μία από τις 10 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Σήμερα η οικονομία της καταλαμβάνει την 17η θέση διεθνώς και η Τουρκία συμμετέχει στην G20. Το νέο – οθωμανικό πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο υλοποιείται στο πεδίο της διπλωματίας από τον εμπνευστή του, δηλαδή απόν τον υπουργό Εξωτερικών της γειτονικής χώρας, Αχμέτ Νταβούτογλου, βασίζεται τελικά στο σχέδιο βάσει του οποίου η Τουρκία θα επιβληθεί σε ένα περιβάλλον με πιο αδύναμες οικονομίες, οι οποίες θα δορυφοριοποιηθούν.
Η «ανάκτηση» των εδαφών της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν ποτέ η τουρκική επιρροή εξαπλωθεί σε ένα τόσο ευρύ γεωγραφικό φάσμα, θα υλοποιηθεί με όρους οικονομικής υπερίσχυσης και διείσδυσης. Όλα αυτά δεν είναι ούτε αυθαίρετα, ούτε αβάσιμα. Το 2008 ο αμερικανικός τραπεζικός κολοσσός Goldman Sachs προέβλεπε ότι το 2050 η οικονομία της Τουρκίας θα είναι η 9η ισχυρότερη στον κόσμο (και η 3η ισχυρότερη της Ευρώπης). Αντίστοιχα, το γνωστό αμερικανικό think tank Stratfor Global Intelligence, σημείωνε σε σχετική μελέτη, ότι η Τουρκία μέχρι το 2050 θα συμπεριλαμβάνεται στις 10 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, ενώ προχωρούσε και ένα βήμα ακόμη εμφανίζοντας έναν χάρτη ο οποίος παρουσίαζε την Ελλάδα και την Κύπρο, όπως επίσης ολόκληρη την Βαλκανική, τις περιοχές του Καυκάσου, τη Μέση Ανατολή και το μεγαλύτερο μέρος της βορείου Αφρικής, να εντάσσονται στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας μέχρι το 2050. Ο χάρτης εκείνος απεικόνιζε με κόκκινο χρώμα την επιρροή της Τουρκίας να εξαπλώνεται στα εδάφη που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 17ο αιώνα. Με λίγα λόγια εκείνη η μελέτη εμφάνιζε την Ελλάδα και την Κύπρο ως δορυφόρους μιας πανίσχυρης Τουρκίας.
Η αλήθεια είναι – και αυτό το επιχείρημα το χρησιμοποιούν πολύ οι εγχώριοι θαυμαστές του «τουρκικού μοντέλου ανάπτυξης» – η Τουρκία κατάφερε από το 2001, όταν και εντάχθηκε στον μηχανισμό στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μέχρι το 2008 να περιορίσει το δημόσιο χρέος της από το 71% στο 40%.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα αποτελέσματα θα είναι τόσο θεαματικά, ούτε οι προοπτικές για ουσιαστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι ευοίωνες αυτή τη στιγμή. Οι Τούρκοι, όπως φαίνεται, έχουν πλήρη εικόνα της κατάστασης και της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας και φροντίζουν να υπενθυμίζουν σε κάθε ευκαιρία που τους δίνεται, ότι αργά ή γρήγορα θα επιβάλλουν στην περιοχή και σε βάρος της Ελλάδας το «δίκαιο του ισχυρού».
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου