Του Ιωαννη N. Γρηγοριαδη*
Η ανάδειξη της ηγετικής θέσεως της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αποτέλεσε μία από τις πλέον εντυπωσιακές αλλαγές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής κατά την εποχή Ερντογάν-Νταβούτογλου. Η διεκδίκηση ρόλου μεσολαβητή σε κάθε μεσανατολική διένεξη είχε μετατραπεί σε σταθερά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Αν και τα αποτελέσματα των τουρκικών μεσολαβητικών πρωτοβουλιών ήταν συνήθως πενιχρά, οι προσπάθειες αυτές ανεδείκνυαν το προφίλ μιας Τουρκίας με πολυεπίπεδη πολιτική και «στρατηγικό βάθος», η οποία διαμόρφωνε τις εξελίξεις παρά αποτελούσε παθητικό παρατηρητή. Επιπλέον, η Τουρκία διεκδικούσε και ηθικές δάφνες. Η μεταστροφή της πολιτικής της εναντίον του Ισραήλ της επέτρεπε να ισχυρίζεται ότι θέτει το δίκαιο και την ηθική υπεράνω των συμφερόντων, πολιτικών και οικονομικών.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή ανέδειξαν τα όρια του τουρκικού διπλωματικού ακτιβισμού και το έωλο των περί δικαίου και ηθικής ισχυρισμών. Στην εξέγερση της Αιγύπτου, ο συνήθως λαλίστατος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου επί ημέρες τηρούσε αιδήμονα σιωπή. Η δυστοκία της Τουρκίας συνδεόταν και με μια αδιόρατη ανησυχία για τις μεσοπρόθεσμες στρατηγικές συνέπειες μιας αλλαγής καθεστώτος στην Αίγυπτο. Καθώς η Τουρκία ήταν μία από τις χώρες που επωφελήθηκαν τα μέγιστα από τη βαθμιαία έκλειψη του ηγετικού ρόλου της Αιγύπτου στη Μέση Ανατολή από τη δεκαετία του 1980 και εξής, η πιθανή επιστροφή μιας ενισχυμένης Αιγύπτου στον στρατηγικό χάρτη της Μέσης Ανατολής θα λειτουργούσε ανταγωνιστικώς προς τις τουρκικές φιλοδοξίες. Τελικά, η έκκληση του πρωθυπουργού Ερντογάν προς τον Χόσνι Μουμπάρακ να εγκαταλείψει την εξουσία λίγο πριν αυτός παραιτηθεί επέτρεψε στην Τουρκία να φανεί ότι επηρέασε τις εξελίξεις.
Τα πράγματα όμως περιεπλάκησαν ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της Λιβύης. Εκεί απουσίαζε ο στρατηγικός ανταγωνισμός και η αμοιβαία καχυποψία, υπήρχαν όμως ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Η παρουσία χιλιάδων Τούρκων εργαζομένων και τουρκικών επενδύσεων της τάξεως των τριάντα δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Λιβύη φαίνεται να βάρυνε αποφασιστικά στην εφεκτική στάση της Τουρκίας. Πολύ περισσότερο που η πλειοψηφία αυτού των κεφαλαίων ανήκαν σε επιχειρηματίες φίλα διακείμενους στο κυβερνών κόμμα της Τουρκίας. Λίγο πριν από τις αεροπορικές επιχειρήσεις, ο πρωθυπουργός Ερντογάν ξιφουλκούσε εναντίον της παρεμβάσεως του ΝΑΤΟ στη Λιβύη. Λίγο μετά, η Τουρκία φερόταν να διαπραγματεύεται τη μεταφορά του κέντρου επιχειρήσεων στη Σμύρνη.
Οι αλλοπρόσαλλες αυτές κινήσεις ανέδειξαν τόσο την ουσιαστική απουσία τουρκικής πολιτικής για την Λιβύη, όσο και την επιρροή των οικονομικών συμφερόντων. Δίκαιο και ηθική εγκαταλείφθηκαν στην πρώτη ευκαιρία, και η προάσπιση των τουρκικών επενδύσεων στη Λιβύη έγινε η βασική μέριμνα της τουρκικής διπλωματίας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που πολλοί των εξεγερθέντων έβλεπαν στην Τουρκία μία «χώρα-πρότυπο,» υποστηρικτή της δημοκρατίας και στην κυβέρνηση Ερντογάν έναν ειλικρινή σύμμαχο. Η καλλιέργεια υπερβολικών προσδοκιών σχετικά με τον ρόλο της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή θα οδηγήσει μάλλον σε απογοητεύσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Μπορεί η Τουρκία να ισχυροποιείται σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, παραμένει όμως ακόμη αρκετά ασθενέστερη από ό,τι νομίζουν οι ηγέτες της.
*Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου