Μία προσεκτική παρατήρηση στον χάρτη της γεωγραφικής θέσης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και γενικότερα της γεωπολιτικής θέσης των δύο χωρών, είναι κάτι παραπάνω από επαρκής για να κατανοήσουμε τους λόγους που η τουρκική διπλωματία διεκδικεί την αποστρατικοποίηση των νησιών, αλλά κυρίως να αντιληφθούμε την στρατιωτική απειλή που ελλοχεύει για τα νησιά μας και ακολούθως για την ενδοχώρα.
Σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη, το κύριο θέατρο των επιχειρήσεων θα είναι ο ευρύτερος χώρος του Αιγαίου και δευτερευόντως η Θράκη και η Κύπρος.
Και αυτό, διότι η γεωγραφική θέση εν προκειμένω, ορίζει αναπόφευκτα το πεδίο όπου θα κριθεί ο πόλεμος, ακόμα κι αν η Ελλάδα είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της τον ρόλο του επιτιθέμενου. Επίσης, η περιορισμένη διάρκεια των εχθροπραξιών που επιτείνει τον στόχο για την όσο το δυνατόν ταχύτερη δημιουργία τετελεσμένων, καθώς και η στρατηγική σημασία του Αιγαίου Πελάγους για την Τουρκία, προεξοφλούν το πεδίο όπου θα διεξαχθεί και κριθεί η έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Γεωστρατηγικά, η Ελλάς έχει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό συγκριτικό μειονέκτημα. Η Τουρκία αποτελείται κατά 97% από μία συμπαγή γεωγραφική ενότητα μήκους έως και 1500 χλμ, ενώ μόλις 3% της συνολικής της επικράτειας διαχωρίζεται από τον γεωγραφικό αυτό κορμό (Αν. Θράκη, Ίμβρος, Τένεδος). Απέναντι σ’ αυτόν τον ολότμητο όγκο, η Ελλάδα αντιπαραβάλλει το Αν. Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, δηλαδή, χιλιάδες νησιά (κατοικημένα και μη), νησίδες και βραχονησίδες όπου απέχουν κυριολεκτικά ελάχιστα από τη μικρασιατική ακτή και εκατοντάδες χλμ από την ελληνική ενδοχώρα. Το συγκριτικό μειονέκτημα της Ελλάδας έγκειται σ’ αυτήν ακριβώς την κατάτμηση της επικράτειάς της και στην αναγκαιότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικά χιλιάδες «κομμάτια γης» με περιορισμένο έως ελάχιστο στρατηγικό βάθος και δυνατότητα ελιγμών. Επιπροσθέτως, η μορφή του σύγχρονου πολέμου -δικτυοκεντρικές, πληροφοριακές, ηλεκτρονικές και ταχυκίνητες-αεροναυτικές επιχειρήσεις-, και δη του επαπειλούμενου ελληνοτουρκικού, επιτείνει ως επί το πλείστον αυτό το γεωγραφικό μειονέκτημα.
Η γεωγραφική συνιστώσα, όμως, επιδράει καθοριστικά και στα επιτελικά σχέδια των δύο χωρών. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το τακτικό της πλεονέκτημα -εγγύτητα στους στόχους, κατάτμηση των εχθρικών δυνάμεων και ασφαλής υποστήριξη από την ενδοχώρα- και πιθανότατα την πρωτοβουλία του πρώτου μαζικού πλήγματος, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα καθ’ όλο το μήκος του Αιγαίου, επιδιώκοντας αρχικά τον κατακερματισμό των ελληνικών δυνάμεων και κατόπιν τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου και ισχύς πυρός στα σημεία-στόχους, ώστε να καταστεί ιδιαίτερα πιθανή και ταχεία η κατάληψη ελληνικών νησιών.
Πρώτα απ’ όλα, όμως, οι τουρκικές Ε.Δ. θα φροντίσουν να αμβλύνουν το δικό τους τακτικό μειονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την έγκαιρη έξοδο του στόλου τους από τους ναυστάθμους και την πλεονεκτική ανάπτυξή του στις θαλάσσιες οδούς του Αιγαίου. Το ιδιότυπο καθεστώς του Αιγαίου με την ύπαρξη διεθνών χωρικών υδάτων ανάμεσα στα ελληνικά νησιά επιτρέπει στο TDK την έξοδό του στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο και το ναυτικό αποκλεισμό ελληνικών νησιών, καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την απομόνωση νησιών και θαλάσσιων χώρων (εδώ ακριβώς έγκειται και η κύρια αμυντική συνδρομή της άσκησης του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.).
Ο αποκλεισμός των νησιών, όμως, προϋποθέτει πέραν του ελέγχου των θαλάσσιων οδών, την αεροπορική υπεροχή στην περιοχή-στόχο, καθώς και τον τοπικό αποκλεισμό των επικοινωνιών, ώστε να νεκρώσει η παροχή υποστήριξης και πληροφοριών προς και από τη στοχευθείσα περιοχή. Ακόμα κι αν η μάχη στους αιθέρες για την αεροπορική υπεροχή παραμένει αμφίβολη, η ΤΗΚ θα επιδιώξει την τοπική αεροπορική υπεροχή στις επιλεχθείσες περιοχές εμπλέκοντας αυξημένο αριθμό μαχητικών.
Την απομόνωση των νησιών θα ακολουθήσουν σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί και εκτεταμένη χρήση Πυροβολικού από τα τουρκικά παράλια, ώστε ν’ ανοίξει ο δρόμος για συνδυασμένες αποβατικές επιχειρήσεις δια αέρος και θαλάσσης. Ο Τoυρκικός Στρατός έχει καταβάλλει φιλόδοξες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για τη δημιουργία ενός πολύ ισχυρού Πυροβολικού Μάχης. Θανάσιμη απειλή για τα νησιά μας αποτελούν οι κινεζικής κατασκευής πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών WS-1, ο τακτικός βαλλιστικός πύραυλος επιφανείας-επιφανείας B611 βεληνεκούς 150 χλμ., oι Πολλαπλοί Εκτοξευτές Πυραύλων (ΠΕΠ) MLRS με τους πυραύλους ATACMS, αλλά και οι τουρκικής κατασκευής ΠΕΠ T-122 και TR-107.
Καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις κατάληψης των νησιών θα διαδραματίσουν τα ελικόπτερα -επιθετικά και μεταφορικά- και οι ειδικές δυνάμεις. Το περιβάλλον του Αιγαίου είναι ιδανικό για τη διεξαγωγή αεροκίνητων και αεραποβατικών επιχειρήσεων με τη χρήση επίλεκτων δυνάμεων, σκοπός των οποίων θα είναι η δημιουργία αεροπρογεφυρωμάτων στα μετόπισθεν της νησιωτικής άμυνας, ενώ αν πρόκειται για κάποιο μικρό νησί η αεραποβατική επιχείρηση μπορεί να στοχεύει και στην κατάληψή του. Η δυνατότητα του κάθετου ελιγμού που προσφέρει η χρήση των ελικοπτέρων καθίσταται ιδιαίτερα αποτελεσματική στα νησιωτικά περιβάλλοντα, κάτι που θα εκμεταλλευθεί φυσικά ο αντίπαλος. Προς αυτόν τον σκοπό, οι τουρκικές Ε.Δ. διαθέτουν έναν μεγάλο και σύγχρονο στόλο μεταφορικών και επιθετικών που αναμένεται να χρησιμοποιηθούν κατά κόρον σε όλα τα στάδια της εισβολής.
Κρίσιμος αναμένεται να είναι και ο ρόλος των Ειδικών Δυνάμεων στο θέατρο του Αιγαίου. Η εγγύτητα των τουρκικών ακτών επιτρέπει τη διενέργεια ειδικών επιχειρήσεων δια αέρος και θαλάσσης και μάλιστα με την ευχέρεια πολλαπλών εναλλακτικών τρόπων κρούσης. Βασικοί στόχοι των τουρκικών ειδικών δυνάμεων θα είναι η προετοιμασία του εδάφους πριν την απόβαση, η διενέργεια δολιοφθορών σε σημαντικούς στόχους όπως σταθμούς επικοινωνίας και ραντάρ, μονάδες Πυροβολικού, αεροδρόμια, λιμένες, οδικές αρτηρίες, καθώς και η διενέργεια ψυχολογικών επιχειρήσεων ώστε να δημιουργηθεί μία ζοφερή κατάσταση για τους αμυνόμενους.
EΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ
Ποια, όμως πρέπει να είναι η ελληνική αντίδραση; Θα αποτελούσε μέγα στρατηγικό λάθος η αυτοπαγίδευση των ελληνικών δυνάμεων στα γεωστρατηγικά μειονεκτήματα της περιοχής, επιδιώκοντας μόνο την «άμυνα επί του πατρίου εδάφους». Η κρίση των Ιμίων κατέδειξε δραματικά ότι η πολιτική ηγεσία συγχέει τον «αμυντικό χαρακτήρα» του πολέμου με την «αμυντική διεξαγωγή» του. Άλλο η αμυντική στρατηγική ως πολιτική επιλογή και άλλο η αμυντική στρατηγική ως πολεμική επιλογή. Το πρώτο δεν συνεπάγεται το δεύτερο, ενώ η υιοθέτηση του δευτέρου οδηγεί επ’ ακριβώς σε συντριπτική ήττα.
Η Ελλάδα πρέπει να απαγκιστρωθεί από αμυντικοπαθείς λογικές και «ισοδύναμα τετελεσμένα». Ο μόνος τρόπος να κερδιθεί ο πόλεμος από τον αμυνόμενο είναι η επίθεση. Επίθεση σφοδρή, ενιαία και ολοκληρωτική. Η άμυνα επί των σημείων, προϋποθέτει σαφή ποιοτική και ποσοτική υπεροχή, κάτι που φυσικά δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Ο στόχος των ελληνικών Ε.Δ. πρέπει να είναι η έγκαιρη συντριβή του στρατιωτικού δυναμικού του εχθρού, το καίριο πλήγμα στις παραγωγικές δυνατότητές του που ως επί το πλείστον συγκεντρώνονται στη δυτική Τουρκία και που θα παραλύσει την χώρα για πολλά χρόνια και τέλος η κατάκτηση εδαφών στο ευνοϊκό για ‘μας μέτωπο της Θράκης ως αντιστάθμισμα της πιθανής απώλειας ελληνικών νησιών. Η προάσπιση ακατοίκητων νησιών και βραχονησίδων πρέπει να περάσει σε δευτερεύουσα μοίρα.
Ωστόσο, η χώρα μας πρέπει πάση θυσία να προασπίσει τα νησιά του Αν. Αιγαίου που έχουν τεράστια στρατηγική αξία. Και επειδή ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστείς έναν χώρο είναι να μην πολεμήσεις πάνω σ’ αυτόν, πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί κάθε σκέψη περί αμυντικής τακτικής. Οι ΕΕΔ οφείλουν να αντιληφθούν έγκαιρα την απειλή μέσω της δημιουργίας ενός εκτεταμένου και ισχυρού δικτύου πληροφοριών (δορυφόροι, επίγεια και εναέρια ραντάρ, μυστικές υπηρεσίες) και να αντιμετωπίσουν κάθε αποβατική επιχείρηση εν τη γενέση της. Προς αυτόν τον σκοπό πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι δυνάμεις Πυροβολικού με σύγχρονα ραντάρ, πυραύλους επιφανείας-επιφανείας μεγάλου βεληνεκούς για καταστροφικά πλήγματα στην τουρκική ενδοχώρα, σύγχρονα ΠΕΠ και αυτοκινούμενα πυροβόλα. Επίσης, καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα επιθετικά ελικόπτερα για την προσβολή της αποβατικής επιχείρησης εν πλω, αλλά και τα μεταφορικά ελικόπτερα για την ενίσχυση των αμυνομένων. Η συμβολή της Π.Α. είναι το κλειδί για την αποτροπή της εισβολής, όμως, τις πρώτες ώρες των εχθροπραξιών δεν είναι καθόλου βέβαιη η επαρκής συνδρομή της στις επίγειες και ναυτικές δυνάμεις. Έτσι προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας ναυτικής αεροπορίας, αλλά και ανάγκη εφαρμογής παλλαϊκής άμυνας.
Η επιτυχής διεξαγωγή του πολέμου στο δύσκολο περιβάλλον του Αιγαίου έναντι ενός ισχυρού και αποφασισμένου αντιπάλου αποτελεί πραγματικά ηράκλειο άθλο για τις ΕΔ. Η ενδελεχής μελέτη της απειλής και η σοβαρή προετοιμασία εν καιρώ ειρήνης, καθώς και η ευφυής στρατηγική εν καιρώ πολέμου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μην ξαναζήσει ο Ελληνισμός μία νέα εθνική τραγωδία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νήσων του Αιγαίου, αποτελεί άλλη μία ψηφίδα στο μωσαϊκό, άλλο ένα βήμα προς τον στρατηγικό στόχο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο στόχος δεν είναι άλλος παρά η κατάκτηση του μισού Αιγαίου από τους «προαιώνιους» εχθρούς και η οικονομική και ενεργειακή εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων, του φυσικού αερίου και των πολύτιμων μεταλλευμάτων που κρύβει το Αιγαίο Πέλαγος. Η ολική αμφισβήτηση του παρόντος status quo μέσω της αμφισβήτησης εναέριου, θαλάσσιου και χερσαίου χώρου για το σχηματισμό μιας ουδέτερης ζώνης (no man’s buffer zone) είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού.
Κάθε διεκδίκηση της Άγκυρας πρέπει να λογίζεται ως άλλος ένας επιμέρους στόχος και κάθε νίκη της στη διπλωματική σκακιέρα ως άλλη μία αφορμή για εντατικοποίηση της τουρκικής επεκτατικότητας εις βάρος της Ελλάδας.
Η αποδοχή εκ μέρους μας «εκκρεμουσών συνοριακών διαφορών» με την Τουρκία αποτελεί στρατηγικό σφάλμα της εξωτερικής μας πολιτικής, ακριβώς επειδή προσφέραμε έτσι τη δυνατότητα στην τουρκική διπλωματία να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις της στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.
Μία διαπραγμάτευση για το στρατιωτικό καθεστώς των νήσων θα αποτελέσει άλλο ένα στρατηγικό σφάλμα της ελληνικής διπλωματίας, ενώ το ενδεχόμενο μερικής ή ολικής αποστρατικοποίησης των ακριτικών νησιών μας θα ανοίξει ουσιαστικά τη σύγχρονη κερκόπορτα του Ελληνισμού, αυτήν τη φορά για την άλωση του Αιγαίου.
Εν κατακλείδι, κάθε εξέταση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης των νήσων, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν δύο κρίσιμους παραμέτρους: πρώτον, την επιδίωξη των διεθνών συμφερόντων και της Άγκυρας για την εκμετάλλευση του πλούτου του Αιγαίου και τον γεωπολιτικό έλεγχό του, δεύτερον, την ικανότητα και αποφασιστικότητα της Τουρκίας για στρατιωτική επέμβαση και κατάληψη ελληνικών νησιών.
Ο ελληνικός λαός και η ηγεσία του, λοιπόν, οφείλουν να αποφασίσουν εάν επιθυμούν οι επόμενες γενεές να απολαμβάνουν ένα Αιγαίο ελληνικό και εκμεταλλεύσιμο οικονομικά από την πατρίδα μας ή εάν προτιμούν το μοίρασμα και τη συνεκμετάλλευση.
ΠΗΓΗ
Σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη, το κύριο θέατρο των επιχειρήσεων θα είναι ο ευρύτερος χώρος του Αιγαίου και δευτερευόντως η Θράκη και η Κύπρος.
Και αυτό, διότι η γεωγραφική θέση εν προκειμένω, ορίζει αναπόφευκτα το πεδίο όπου θα κριθεί ο πόλεμος, ακόμα κι αν η Ελλάδα είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της τον ρόλο του επιτιθέμενου. Επίσης, η περιορισμένη διάρκεια των εχθροπραξιών που επιτείνει τον στόχο για την όσο το δυνατόν ταχύτερη δημιουργία τετελεσμένων, καθώς και η στρατηγική σημασία του Αιγαίου Πελάγους για την Τουρκία, προεξοφλούν το πεδίο όπου θα διεξαχθεί και κριθεί η έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Γεωστρατηγικά, η Ελλάς έχει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό συγκριτικό μειονέκτημα. Η Τουρκία αποτελείται κατά 97% από μία συμπαγή γεωγραφική ενότητα μήκους έως και 1500 χλμ, ενώ μόλις 3% της συνολικής της επικράτειας διαχωρίζεται από τον γεωγραφικό αυτό κορμό (Αν. Θράκη, Ίμβρος, Τένεδος). Απέναντι σ’ αυτόν τον ολότμητο όγκο, η Ελλάδα αντιπαραβάλλει το Αν. Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, δηλαδή, χιλιάδες νησιά (κατοικημένα και μη), νησίδες και βραχονησίδες όπου απέχουν κυριολεκτικά ελάχιστα από τη μικρασιατική ακτή και εκατοντάδες χλμ από την ελληνική ενδοχώρα. Το συγκριτικό μειονέκτημα της Ελλάδας έγκειται σ’ αυτήν ακριβώς την κατάτμηση της επικράτειάς της και στην αναγκαιότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικά χιλιάδες «κομμάτια γης» με περιορισμένο έως ελάχιστο στρατηγικό βάθος και δυνατότητα ελιγμών. Επιπροσθέτως, η μορφή του σύγχρονου πολέμου -δικτυοκεντρικές, πληροφοριακές, ηλεκτρονικές και ταχυκίνητες-αεροναυτικές επιχειρήσεις-, και δη του επαπειλούμενου ελληνοτουρκικού, επιτείνει ως επί το πλείστον αυτό το γεωγραφικό μειονέκτημα.
Η γεωγραφική συνιστώσα, όμως, επιδράει καθοριστικά και στα επιτελικά σχέδια των δύο χωρών. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το τακτικό της πλεονέκτημα -εγγύτητα στους στόχους, κατάτμηση των εχθρικών δυνάμεων και ασφαλής υποστήριξη από την ενδοχώρα- και πιθανότατα την πρωτοβουλία του πρώτου μαζικού πλήγματος, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα καθ’ όλο το μήκος του Αιγαίου, επιδιώκοντας αρχικά τον κατακερματισμό των ελληνικών δυνάμεων και κατόπιν τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου και ισχύς πυρός στα σημεία-στόχους, ώστε να καταστεί ιδιαίτερα πιθανή και ταχεία η κατάληψη ελληνικών νησιών.
Πρώτα απ’ όλα, όμως, οι τουρκικές Ε.Δ. θα φροντίσουν να αμβλύνουν το δικό τους τακτικό μειονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την έγκαιρη έξοδο του στόλου τους από τους ναυστάθμους και την πλεονεκτική ανάπτυξή του στις θαλάσσιες οδούς του Αιγαίου. Το ιδιότυπο καθεστώς του Αιγαίου με την ύπαρξη διεθνών χωρικών υδάτων ανάμεσα στα ελληνικά νησιά επιτρέπει στο TDK την έξοδό του στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο και το ναυτικό αποκλεισμό ελληνικών νησιών, καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την απομόνωση νησιών και θαλάσσιων χώρων (εδώ ακριβώς έγκειται και η κύρια αμυντική συνδρομή της άσκησης του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.).
Ο αποκλεισμός των νησιών, όμως, προϋποθέτει πέραν του ελέγχου των θαλάσσιων οδών, την αεροπορική υπεροχή στην περιοχή-στόχο, καθώς και τον τοπικό αποκλεισμό των επικοινωνιών, ώστε να νεκρώσει η παροχή υποστήριξης και πληροφοριών προς και από τη στοχευθείσα περιοχή. Ακόμα κι αν η μάχη στους αιθέρες για την αεροπορική υπεροχή παραμένει αμφίβολη, η ΤΗΚ θα επιδιώξει την τοπική αεροπορική υπεροχή στις επιλεχθείσες περιοχές εμπλέκοντας αυξημένο αριθμό μαχητικών.
Την απομόνωση των νησιών θα ακολουθήσουν σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί και εκτεταμένη χρήση Πυροβολικού από τα τουρκικά παράλια, ώστε ν’ ανοίξει ο δρόμος για συνδυασμένες αποβατικές επιχειρήσεις δια αέρος και θαλάσσης. Ο Τoυρκικός Στρατός έχει καταβάλλει φιλόδοξες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για τη δημιουργία ενός πολύ ισχυρού Πυροβολικού Μάχης. Θανάσιμη απειλή για τα νησιά μας αποτελούν οι κινεζικής κατασκευής πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών WS-1, ο τακτικός βαλλιστικός πύραυλος επιφανείας-επιφανείας B611 βεληνεκούς 150 χλμ., oι Πολλαπλοί Εκτοξευτές Πυραύλων (ΠΕΠ) MLRS με τους πυραύλους ATACMS, αλλά και οι τουρκικής κατασκευής ΠΕΠ T-122 και TR-107.
Καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις κατάληψης των νησιών θα διαδραματίσουν τα ελικόπτερα -επιθετικά και μεταφορικά- και οι ειδικές δυνάμεις. Το περιβάλλον του Αιγαίου είναι ιδανικό για τη διεξαγωγή αεροκίνητων και αεραποβατικών επιχειρήσεων με τη χρήση επίλεκτων δυνάμεων, σκοπός των οποίων θα είναι η δημιουργία αεροπρογεφυρωμάτων στα μετόπισθεν της νησιωτικής άμυνας, ενώ αν πρόκειται για κάποιο μικρό νησί η αεραποβατική επιχείρηση μπορεί να στοχεύει και στην κατάληψή του. Η δυνατότητα του κάθετου ελιγμού που προσφέρει η χρήση των ελικοπτέρων καθίσταται ιδιαίτερα αποτελεσματική στα νησιωτικά περιβάλλοντα, κάτι που θα εκμεταλλευθεί φυσικά ο αντίπαλος. Προς αυτόν τον σκοπό, οι τουρκικές Ε.Δ. διαθέτουν έναν μεγάλο και σύγχρονο στόλο μεταφορικών και επιθετικών που αναμένεται να χρησιμοποιηθούν κατά κόρον σε όλα τα στάδια της εισβολής.
Κρίσιμος αναμένεται να είναι και ο ρόλος των Ειδικών Δυνάμεων στο θέατρο του Αιγαίου. Η εγγύτητα των τουρκικών ακτών επιτρέπει τη διενέργεια ειδικών επιχειρήσεων δια αέρος και θαλάσσης και μάλιστα με την ευχέρεια πολλαπλών εναλλακτικών τρόπων κρούσης. Βασικοί στόχοι των τουρκικών ειδικών δυνάμεων θα είναι η προετοιμασία του εδάφους πριν την απόβαση, η διενέργεια δολιοφθορών σε σημαντικούς στόχους όπως σταθμούς επικοινωνίας και ραντάρ, μονάδες Πυροβολικού, αεροδρόμια, λιμένες, οδικές αρτηρίες, καθώς και η διενέργεια ψυχολογικών επιχειρήσεων ώστε να δημιουργηθεί μία ζοφερή κατάσταση για τους αμυνόμενους.
EΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ
Ποια, όμως πρέπει να είναι η ελληνική αντίδραση; Θα αποτελούσε μέγα στρατηγικό λάθος η αυτοπαγίδευση των ελληνικών δυνάμεων στα γεωστρατηγικά μειονεκτήματα της περιοχής, επιδιώκοντας μόνο την «άμυνα επί του πατρίου εδάφους». Η κρίση των Ιμίων κατέδειξε δραματικά ότι η πολιτική ηγεσία συγχέει τον «αμυντικό χαρακτήρα» του πολέμου με την «αμυντική διεξαγωγή» του. Άλλο η αμυντική στρατηγική ως πολιτική επιλογή και άλλο η αμυντική στρατηγική ως πολεμική επιλογή. Το πρώτο δεν συνεπάγεται το δεύτερο, ενώ η υιοθέτηση του δευτέρου οδηγεί επ’ ακριβώς σε συντριπτική ήττα.
Η Ελλάδα πρέπει να απαγκιστρωθεί από αμυντικοπαθείς λογικές και «ισοδύναμα τετελεσμένα». Ο μόνος τρόπος να κερδιθεί ο πόλεμος από τον αμυνόμενο είναι η επίθεση. Επίθεση σφοδρή, ενιαία και ολοκληρωτική. Η άμυνα επί των σημείων, προϋποθέτει σαφή ποιοτική και ποσοτική υπεροχή, κάτι που φυσικά δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Ο στόχος των ελληνικών Ε.Δ. πρέπει να είναι η έγκαιρη συντριβή του στρατιωτικού δυναμικού του εχθρού, το καίριο πλήγμα στις παραγωγικές δυνατότητές του που ως επί το πλείστον συγκεντρώνονται στη δυτική Τουρκία και που θα παραλύσει την χώρα για πολλά χρόνια και τέλος η κατάκτηση εδαφών στο ευνοϊκό για ‘μας μέτωπο της Θράκης ως αντιστάθμισμα της πιθανής απώλειας ελληνικών νησιών. Η προάσπιση ακατοίκητων νησιών και βραχονησίδων πρέπει να περάσει σε δευτερεύουσα μοίρα.
Ωστόσο, η χώρα μας πρέπει πάση θυσία να προασπίσει τα νησιά του Αν. Αιγαίου που έχουν τεράστια στρατηγική αξία. Και επειδή ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστείς έναν χώρο είναι να μην πολεμήσεις πάνω σ’ αυτόν, πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί κάθε σκέψη περί αμυντικής τακτικής. Οι ΕΕΔ οφείλουν να αντιληφθούν έγκαιρα την απειλή μέσω της δημιουργίας ενός εκτεταμένου και ισχυρού δικτύου πληροφοριών (δορυφόροι, επίγεια και εναέρια ραντάρ, μυστικές υπηρεσίες) και να αντιμετωπίσουν κάθε αποβατική επιχείρηση εν τη γενέση της. Προς αυτόν τον σκοπό πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι δυνάμεις Πυροβολικού με σύγχρονα ραντάρ, πυραύλους επιφανείας-επιφανείας μεγάλου βεληνεκούς για καταστροφικά πλήγματα στην τουρκική ενδοχώρα, σύγχρονα ΠΕΠ και αυτοκινούμενα πυροβόλα. Επίσης, καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα επιθετικά ελικόπτερα για την προσβολή της αποβατικής επιχείρησης εν πλω, αλλά και τα μεταφορικά ελικόπτερα για την ενίσχυση των αμυνομένων. Η συμβολή της Π.Α. είναι το κλειδί για την αποτροπή της εισβολής, όμως, τις πρώτες ώρες των εχθροπραξιών δεν είναι καθόλου βέβαιη η επαρκής συνδρομή της στις επίγειες και ναυτικές δυνάμεις. Έτσι προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας ναυτικής αεροπορίας, αλλά και ανάγκη εφαρμογής παλλαϊκής άμυνας.
Η επιτυχής διεξαγωγή του πολέμου στο δύσκολο περιβάλλον του Αιγαίου έναντι ενός ισχυρού και αποφασισμένου αντιπάλου αποτελεί πραγματικά ηράκλειο άθλο για τις ΕΔ. Η ενδελεχής μελέτη της απειλής και η σοβαρή προετοιμασία εν καιρώ ειρήνης, καθώς και η ευφυής στρατηγική εν καιρώ πολέμου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μην ξαναζήσει ο Ελληνισμός μία νέα εθνική τραγωδία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νήσων του Αιγαίου, αποτελεί άλλη μία ψηφίδα στο μωσαϊκό, άλλο ένα βήμα προς τον στρατηγικό στόχο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο στόχος δεν είναι άλλος παρά η κατάκτηση του μισού Αιγαίου από τους «προαιώνιους» εχθρούς και η οικονομική και ενεργειακή εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων, του φυσικού αερίου και των πολύτιμων μεταλλευμάτων που κρύβει το Αιγαίο Πέλαγος. Η ολική αμφισβήτηση του παρόντος status quo μέσω της αμφισβήτησης εναέριου, θαλάσσιου και χερσαίου χώρου για το σχηματισμό μιας ουδέτερης ζώνης (no man’s buffer zone) είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού.
Κάθε διεκδίκηση της Άγκυρας πρέπει να λογίζεται ως άλλος ένας επιμέρους στόχος και κάθε νίκη της στη διπλωματική σκακιέρα ως άλλη μία αφορμή για εντατικοποίηση της τουρκικής επεκτατικότητας εις βάρος της Ελλάδας.
Η αποδοχή εκ μέρους μας «εκκρεμουσών συνοριακών διαφορών» με την Τουρκία αποτελεί στρατηγικό σφάλμα της εξωτερικής μας πολιτικής, ακριβώς επειδή προσφέραμε έτσι τη δυνατότητα στην τουρκική διπλωματία να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις της στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.
Μία διαπραγμάτευση για το στρατιωτικό καθεστώς των νήσων θα αποτελέσει άλλο ένα στρατηγικό σφάλμα της ελληνικής διπλωματίας, ενώ το ενδεχόμενο μερικής ή ολικής αποστρατικοποίησης των ακριτικών νησιών μας θα ανοίξει ουσιαστικά τη σύγχρονη κερκόπορτα του Ελληνισμού, αυτήν τη φορά για την άλωση του Αιγαίου.
Εν κατακλείδι, κάθε εξέταση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης των νήσων, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν δύο κρίσιμους παραμέτρους: πρώτον, την επιδίωξη των διεθνών συμφερόντων και της Άγκυρας για την εκμετάλλευση του πλούτου του Αιγαίου και τον γεωπολιτικό έλεγχό του, δεύτερον, την ικανότητα και αποφασιστικότητα της Τουρκίας για στρατιωτική επέμβαση και κατάληψη ελληνικών νησιών.
Ο ελληνικός λαός και η ηγεσία του, λοιπόν, οφείλουν να αποφασίσουν εάν επιθυμούν οι επόμενες γενεές να απολαμβάνουν ένα Αιγαίο ελληνικό και εκμεταλλεύσιμο οικονομικά από την πατρίδα μας ή εάν προτιμούν το μοίρασμα και τη συνεκμετάλλευση.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου