Του Δημήτρη Μπεκιάρη
«Η Κύπρος δεν θα έπρεπε να ενταχθεί, αλλά οι Έλληνες επέµεναν στην ένταξή της προκειμένου να συναινέσουν στην ένταξη κάποιων υποψήφιων χωρών από τη Βόρεια Ευρώπη» έλεγε ο Υπεύθυνος Εξωτερικών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόρδος Κρις Πάτεν, όπως αποκαλύπτει τηλεγράφημα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στις Βρυξέλλες.
Ο βρετανός λόρδος, όπως αναφέρουν τα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα τα οποία διέρρευσαν από το WikiLeaks, υποστήριζε ότι ήταν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Βρετανός αξιωματούχος το 2004, δηλαδή λίγο μετά την άρνηση της τότε κυπριακής κυβέρνησης και του μακαρίτη προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου να συμβιβαστούν με το σχέδιο Ανάν, εμφανιζόταν λάβρος κατά της ελληνοκυπριακής πλευράς και είχε χρησιμοποιήσει βαρείς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Κυπρίους και τους Έλληνες. Ο λόγος του Πάτεν ξεχειλίζει από νοσταλγία για το «ένδοξο» αποικιοκρατικό παρελθόν της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Η αντίληψη της βρετανικής διπλωματίας αντιμετώπιζε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί επίλυση του Κυπριακού, ως εμπόδιο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα ο Πάτεν είχε εισηγηθεί την οικονομική ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των Τουρκοκυπρίων κάνοντας λόγω για την ανάγκη που υπήρχε να ξεπεραστούν τα νομικά εμπόδια. Μάλιστα αυτές οι θέσεις διατυπώνονταν όχι μόνο μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από τον κυπριακό λαό, αλλά και δύο περίπου χρόνια μετά τη νίκη του μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος του AKP στις εκλογές του 2002. Πιθανότατα οι αξιολογικές κρίσεις βρετανών αξιωματούχων σήμερα θα κατέληγαν στο ότι η Τουρκία μάλλον επιδιώκει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την πλήρη ένταξή της. Ωστόσο τις θέσεις του Πάτεν επανέλαβε, τότε, δημόσια και ο υπεύθυνος για την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γκίντερ Φερχόιγκεν.
Οι βρετανικές βάσεις
Η βρετανική κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη για τις αναγνωριστικές αμερικανικών αναγνωριστικών αεροσκαφών τύπου U2 των οποίων κάνει χρήση η CIA και απογειώνονταν από την βρετανική βάση στο Ακρωτήρι της Κύπρου, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει η κυπριακή κυβέρνηση. Τα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα αποκαλύπτουν αυτές τις πτήσεις των κατασκοπευτικών αεροσκαφών, οι οποίες είχαν αναγνωριστικό χαρακτήρα και πραγματοποιούνταν πάνω από τον Λίβανο, από την Τουρκία και από το Βόρειο Ιράκ. Τότε, κυβερνητικοί κύκλοι των Εργατικών υποστήριζαν ότι «ο έλεγχος του στρατού πρέπει να περάσει στους πολιτικούς» και η επιχειρηματολογία τους απέρρεε από το γεγονός ότι οι πτήσεις έθεταν σε κίνδυνο την παρουσία των βρετανικών συμφερόντων στο νησί. Με λίγα λόγια απειλούταν η βρετανική παρουσία στην Κύπρο αν έφθαναν στην κυπριακή κυβέρνηση πληροφορίες σχετικά με τις αμερικανικές αναγνωριστικές των κατασκοπευτικών U2.
Αυτές οι διαδικασίες είναι εξαιρετικά επίκαιρες. Ορίστε τι αποκαλύπταμε αρκετές ημέρες πριν από την μεγαλύτερη διαρροή εγγράφων στην ιστορία στο ρεπορτάζ με τίτλο «Αντιπυραυλική ασπίδα και … στην Κύπρο;», το οποίο αναφερόταν σε συζητήσεις που εμπλέκουν την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να είναι κράτος μέλος του ΝΑΤΟ στην αντιπυραυλική θωράκιση της Ευρώπης.
«Όσοι κάνουν λόγο για έμμεση ή άμεση εμπλοκή ή συμμετοχή της Κύπρου στο σχέδιο εγκατάστασης αντιπυραυλικών συστημάτων, χρησιμοποιούν ως επιχείρημα ακριβώς την ύπαρξη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, οι οποίες είναι τεράστιας στρατηγικής σημασίας για τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου. Συνεπώς η ανάπτυξη πλέγματος για την ασφάλεια τους θα πρέπει να θεωρείται εύλογη. Τι σημαίνει αυτό; Όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι κύκλοι οι βάσεις θα χρησιμοποιηθούν από τους βρετανούς και κατ’ επέκταση από το ΝΑΤΟ μυστικά και ενδεχομένως χωρίς η κυπριακή κυβέρνηση να γνωρίζει την υλοποίηση αυτού του σχεδίου».
Ιστορικό υπόβαθρο
Κάτι θα γνώριζε ο Χένρυ Κίσινγκερ όταν πίεζε τους Βρετανούς το 1974 να μην εγκαταλείψουν τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Κύπρο, όπως αρχικά είχαν αποφασίσει. Οι Βρετανοί σε αντίθεση με ότι είχαν πράξει σε άλλες περιπτώσεις ανεξαρτητοποίησης αποικιών επιστρέφοντας στα κυρίαρχα, πλέον, κράτη τα εδάφη, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως στρατιωτικές βάσεις, διατήρησαν, κάτω από την αμερικανική πίεση, τις βάσεις στην Κύπρο. Η βρετανική πρόθεση για εγκατάλειψη των βάσεων στην Κύπρο, είχε ενισχυθεί από τις εξελίξεις το καλοκαίρι του 1974 και την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων που οδήγησε στην κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι Αμερικανοί είχαν ξεκινήσει τη χρήση των κατασκοπευτικών αεροσκαφών U2.
Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ μεσολάβησε το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, το αποτέλεσμα του οποίου επηρέαζε άμεσα το ζήτημα των βάσεων, η βρετανική κυβέρνηση είχε επικαλεστεί την ύπαρξη αυτών των βάσεων στην Κύπρο για να δικαιολογήσει μερικώς την συμμετοχή της στον πόλεμο του Ιράκ. Ωστόσο αποκαλυπτικό του γεγονότος ότι επί της ουσίας δεν υπήρχε κίνδυνος για επίθεση από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν στην Κύπρο ή στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο είναι το γεγονός ότι ουδέποτε οι Βρετανοί ενημέρωσαν την τότε κυπριακή κυβέρνησης για την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου.
Στους κόλπους της βρετανικής διπλωματίας ελάχιστοι έχουν ξεχάσει ότι το 1954 οι Βρετανοί σημείωναν ότι κάποιες από τις αποικίες ή σε κάθε περίπτωση από τις κτήσεις τους ή από τα προτεκτοράτα που συγκροτούσαν κάποτε την τεράστια Βρετανική αυτοκρατορία, δεν θα αποκτούσαν ποτέ καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας. Κάποιοι στην Βρετανία πιστεύουν ακόμη κάτι τέτοιο. Το περιεχόμενο των αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την πεπερασμένη αντίληψη, η οποία αντικατόπτριζε την θλίψη της βρετανικής αριστοκρατίας μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου για την παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας, η αφετηρία της οποίας εντοπίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα η ανάπτυξη τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Γερμανίας οδήγησαν νομοτελειακά σε άμβλυνση της βρετανικής οικονομικής κυριαρχίας.
Η παραπαίουσα βρετανική αυτοκρατορία ήθελε να εγκαταλείψει τις βάσεις της, ήδη το 1970 στο πλαίσιο «προγράμματος περικοπών». Ίσως βέβαια αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε οι Βρετανοί θα παραχωρούσαν την βάση της Δεκέλειας στην Τουρκία, όταν τον Αύγουστο του 1974 οι Βρετανοί ήθελαν να επιβάλλουν διζωνική διχοτόμηση. Η πλέον ακριβής , ωστόσο, προσέγγιση σχετικά με την ύπαρξη και τη λειτουργία των βρετανικών βάσεων στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εκείνη του προέδρου κ. Δημήτρης Χριστόφιας έχει χαρακτηρίσει την ύπαρξη των βρετανικών βάσεων ως «αποικιοκρατική κηλίδα αίματος».
ΠΗΓΗ
«Η Κύπρος δεν θα έπρεπε να ενταχθεί, αλλά οι Έλληνες επέµεναν στην ένταξή της προκειμένου να συναινέσουν στην ένταξη κάποιων υποψήφιων χωρών από τη Βόρεια Ευρώπη» έλεγε ο Υπεύθυνος Εξωτερικών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόρδος Κρις Πάτεν, όπως αποκαλύπτει τηλεγράφημα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στις Βρυξέλλες.
Ο βρετανός λόρδος, όπως αναφέρουν τα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα τα οποία διέρρευσαν από το WikiLeaks, υποστήριζε ότι ήταν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Βρετανός αξιωματούχος το 2004, δηλαδή λίγο μετά την άρνηση της τότε κυπριακής κυβέρνησης και του μακαρίτη προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου να συμβιβαστούν με το σχέδιο Ανάν, εμφανιζόταν λάβρος κατά της ελληνοκυπριακής πλευράς και είχε χρησιμοποιήσει βαρείς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Κυπρίους και τους Έλληνες. Ο λόγος του Πάτεν ξεχειλίζει από νοσταλγία για το «ένδοξο» αποικιοκρατικό παρελθόν της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Η αντίληψη της βρετανικής διπλωματίας αντιμετώπιζε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί επίλυση του Κυπριακού, ως εμπόδιο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα ο Πάτεν είχε εισηγηθεί την οικονομική ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των Τουρκοκυπρίων κάνοντας λόγω για την ανάγκη που υπήρχε να ξεπεραστούν τα νομικά εμπόδια. Μάλιστα αυτές οι θέσεις διατυπώνονταν όχι μόνο μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από τον κυπριακό λαό, αλλά και δύο περίπου χρόνια μετά τη νίκη του μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος του AKP στις εκλογές του 2002. Πιθανότατα οι αξιολογικές κρίσεις βρετανών αξιωματούχων σήμερα θα κατέληγαν στο ότι η Τουρκία μάλλον επιδιώκει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την πλήρη ένταξή της. Ωστόσο τις θέσεις του Πάτεν επανέλαβε, τότε, δημόσια και ο υπεύθυνος για την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γκίντερ Φερχόιγκεν.
Οι βρετανικές βάσεις
Η βρετανική κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη για τις αναγνωριστικές αμερικανικών αναγνωριστικών αεροσκαφών τύπου U2 των οποίων κάνει χρήση η CIA και απογειώνονταν από την βρετανική βάση στο Ακρωτήρι της Κύπρου, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει η κυπριακή κυβέρνηση. Τα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα αποκαλύπτουν αυτές τις πτήσεις των κατασκοπευτικών αεροσκαφών, οι οποίες είχαν αναγνωριστικό χαρακτήρα και πραγματοποιούνταν πάνω από τον Λίβανο, από την Τουρκία και από το Βόρειο Ιράκ. Τότε, κυβερνητικοί κύκλοι των Εργατικών υποστήριζαν ότι «ο έλεγχος του στρατού πρέπει να περάσει στους πολιτικούς» και η επιχειρηματολογία τους απέρρεε από το γεγονός ότι οι πτήσεις έθεταν σε κίνδυνο την παρουσία των βρετανικών συμφερόντων στο νησί. Με λίγα λόγια απειλούταν η βρετανική παρουσία στην Κύπρο αν έφθαναν στην κυπριακή κυβέρνηση πληροφορίες σχετικά με τις αμερικανικές αναγνωριστικές των κατασκοπευτικών U2.
Αυτές οι διαδικασίες είναι εξαιρετικά επίκαιρες. Ορίστε τι αποκαλύπταμε αρκετές ημέρες πριν από την μεγαλύτερη διαρροή εγγράφων στην ιστορία στο ρεπορτάζ με τίτλο «Αντιπυραυλική ασπίδα και … στην Κύπρο;», το οποίο αναφερόταν σε συζητήσεις που εμπλέκουν την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να είναι κράτος μέλος του ΝΑΤΟ στην αντιπυραυλική θωράκιση της Ευρώπης.
«Όσοι κάνουν λόγο για έμμεση ή άμεση εμπλοκή ή συμμετοχή της Κύπρου στο σχέδιο εγκατάστασης αντιπυραυλικών συστημάτων, χρησιμοποιούν ως επιχείρημα ακριβώς την ύπαρξη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, οι οποίες είναι τεράστιας στρατηγικής σημασίας για τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου. Συνεπώς η ανάπτυξη πλέγματος για την ασφάλεια τους θα πρέπει να θεωρείται εύλογη. Τι σημαίνει αυτό; Όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι κύκλοι οι βάσεις θα χρησιμοποιηθούν από τους βρετανούς και κατ’ επέκταση από το ΝΑΤΟ μυστικά και ενδεχομένως χωρίς η κυπριακή κυβέρνηση να γνωρίζει την υλοποίηση αυτού του σχεδίου».
Ιστορικό υπόβαθρο
Κάτι θα γνώριζε ο Χένρυ Κίσινγκερ όταν πίεζε τους Βρετανούς το 1974 να μην εγκαταλείψουν τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Κύπρο, όπως αρχικά είχαν αποφασίσει. Οι Βρετανοί σε αντίθεση με ότι είχαν πράξει σε άλλες περιπτώσεις ανεξαρτητοποίησης αποικιών επιστρέφοντας στα κυρίαρχα, πλέον, κράτη τα εδάφη, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως στρατιωτικές βάσεις, διατήρησαν, κάτω από την αμερικανική πίεση, τις βάσεις στην Κύπρο. Η βρετανική πρόθεση για εγκατάλειψη των βάσεων στην Κύπρο, είχε ενισχυθεί από τις εξελίξεις το καλοκαίρι του 1974 και την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων που οδήγησε στην κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι Αμερικανοί είχαν ξεκινήσει τη χρήση των κατασκοπευτικών αεροσκαφών U2.
Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ μεσολάβησε το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, το αποτέλεσμα του οποίου επηρέαζε άμεσα το ζήτημα των βάσεων, η βρετανική κυβέρνηση είχε επικαλεστεί την ύπαρξη αυτών των βάσεων στην Κύπρο για να δικαιολογήσει μερικώς την συμμετοχή της στον πόλεμο του Ιράκ. Ωστόσο αποκαλυπτικό του γεγονότος ότι επί της ουσίας δεν υπήρχε κίνδυνος για επίθεση από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν στην Κύπρο ή στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο είναι το γεγονός ότι ουδέποτε οι Βρετανοί ενημέρωσαν την τότε κυπριακή κυβέρνησης για την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου.
Στους κόλπους της βρετανικής διπλωματίας ελάχιστοι έχουν ξεχάσει ότι το 1954 οι Βρετανοί σημείωναν ότι κάποιες από τις αποικίες ή σε κάθε περίπτωση από τις κτήσεις τους ή από τα προτεκτοράτα που συγκροτούσαν κάποτε την τεράστια Βρετανική αυτοκρατορία, δεν θα αποκτούσαν ποτέ καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας. Κάποιοι στην Βρετανία πιστεύουν ακόμη κάτι τέτοιο. Το περιεχόμενο των αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την πεπερασμένη αντίληψη, η οποία αντικατόπτριζε την θλίψη της βρετανικής αριστοκρατίας μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου για την παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας, η αφετηρία της οποίας εντοπίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα η ανάπτυξη τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Γερμανίας οδήγησαν νομοτελειακά σε άμβλυνση της βρετανικής οικονομικής κυριαρχίας.
Η παραπαίουσα βρετανική αυτοκρατορία ήθελε να εγκαταλείψει τις βάσεις της, ήδη το 1970 στο πλαίσιο «προγράμματος περικοπών». Ίσως βέβαια αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε οι Βρετανοί θα παραχωρούσαν την βάση της Δεκέλειας στην Τουρκία, όταν τον Αύγουστο του 1974 οι Βρετανοί ήθελαν να επιβάλλουν διζωνική διχοτόμηση. Η πλέον ακριβής , ωστόσο, προσέγγιση σχετικά με την ύπαρξη και τη λειτουργία των βρετανικών βάσεων στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εκείνη του προέδρου κ. Δημήτρης Χριστόφιας έχει χαρακτηρίσει την ύπαρξη των βρετανικών βάσεων ως «αποικιοκρατική κηλίδα αίματος».
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου