Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ήδη από τις αρχές Απριλίου 1941, και εφόσον διαφαίνεται η ήττα της χώρας, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΕ) έλαβε εντολή να αρχίσει τις προετοιμασίες για να ακολουθήσει την κυβέρνηση με τα αποθεματικά της προς «εδάφη που δεν έχουν καταληφθεί».
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα, το ολικό φορτίο του αποθέματος της Ελλάδος ανήρχετο σε 611.000 ουγκιές
χρυσού (περίπου 17,4 τόνους) σε μορφή ράβδων και λιρών.
Η εντολή για τη μεταφορά ήρθε με την είδηση της διάσπασης από τους Γερμανούς της αμυντικής γραμμής Ολύμπου-Τεμπών.
Το απόθεμα της χώρας σε χρυσό μεταφέρθηκε με άκρα μυστικότητα και φορτώθηκε στα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», τα οποία απέπλευσαν για το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου το πολύτιμο φορτίο θα φυλασσόταν στο τοπικό υποκατάστημα της ΤΕ. Η αποστολή συνοδεύτηκε από τους Βαρβαρέσο και Μαντζαβίνο, διοικητή και υποδιοικητή αντίστοιχα της ΤΕ, καθώς και τρεις ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους. Με την έναρξη της επιχείρησης Mercur ελήφθη η απόφαση, ο χρυσός να μεταφερθεί στην Αίγυπτο. Εν μέσω επιθέσεων από βομβαρδιστικά του εχθρού,φορτώθηκε σε ένα βοηθητικό σκάφος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, την κορβέτα «Salvia» (K97) με προορισμό τον κόλπο της Σούδας, όπου ανέμενε το βρετανικό καταδρομικό «Dido» (37) για να αναλάβει τη μεταφορά του χρυσού στην Αλεξάνδρεια.
Φθάνοντας εκεί, οι ιθύνοντες αντελήφθησαν την κρισιμότητα της κατάστασης καθόσον το λιμάνι βρισκόταν υπό συνεχείς επιθέσεις βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως (Ju-87B Stuka),
τα οποία με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν τον όλεθρο στα συναθροισμένα συμμαχικά σκάφη.
Φοβούμενος για την απώλεια του πλοίου του,ο κυβερνήτης του «Dido» πλοίαρχος Μακ Κολ, ανέμενε το πολύτιμο φορτίο με τις μηχανές αναμμένες και το σκάφος έτοιμο για άμεση αναχώρηση. Η
μεταφορά του χρυσού ολοκληρώθηκε με επιτυχία, και το σκάφος απέπλευσε με ταχύτητα προς την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γεωργίου Μαντζαβίνου, κατά τη μεταφορά, ένα από τα κιβώτια έπεσε στο κατάστρωμα του σκάφους με αποτέλεσμα αυτό να γεμίσει με χρυσές λίρες.
Παρ’ όλα αυτά, στη διαδρομή αυτές βρέθηκαν όλες, εκτός από μία!
Το καταδρομικό «Dido» έφθασε αυθημερόν στην Αλεξάνδρεια και από εκεί ο χρυσός μεταφέρθηκε για φύλαξη στην Τράπεζα της Αιγύπτου, στο Κάιρο. Όμως, μετά από σειρά επιτυχιών του στρατάρχη Ρόμελ στην Κυρηναϊκή, διαφάνηκε ότι και εκεί ακόμα τα αποθεματικά της Ελλάδας ήταν ανασφαλή. Το ίδιο διάστημα, ο Γεώργιος Β΄θα άφηνε την Αίγυπτο, για να καταλήξει στο Λονδίνο μέσω Νότιας Αφρικής (η υπόλοιπη βασιλική οικογένεια–αδελφή Αικατερίνη, αδελφός Παύλος με τη σύζυγο
Φρειδερίκη και τα δύο παιδιά τους– θα έμεναν στη Νότια Αφρική έως το 1944). Όχι τυχαία, ο χρυσός ακολουθεί τρόπον τινά τον βασιλιά και φθάνει στο Germiston,Transvaal της Νότιας Αφρικής όπου και αποφασίζεται οι χρυσές λίρες να μετατραπούν σε ράβδους χρυσού. Μετά από σύντομη αποθήκευση στην Τράπεζα της Νότιας Αφρικής (South Africa Reserve Bank), το φορτίο μετα-φέρθηκε στο Λονδίνο όταν κρίθηκε ότι αυτό πλέον δεν απειλείτο πλέον από τους Γερμανούς.
Μετά την απελευθέρωση, όταν η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την επιστροφή του ελληνικού αποθεματικού σενχρυσό από τη Βρετανία, δέχτηκε με έκπληξη την απάντηση ότι «αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των εξόδων του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, και ότι το Στέμμα δεν όφειλε τίποτε στην Ελλάδα».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι από την 9η Μαρτίου του 1942, η βρετανική κυβέρνηση είχε υπογράψει συμφωνία με την ελληνική, σύμφωνα με την οποία αυτή αναλάμβανε όλα τα έξοδα εξοπλισμού και διατροφής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (που τελούσαν άλλωστε υπό τις διαταγές του βρετανικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής).
Ως εκ τούτου, οι όποιες αιτιάσεις των Βρετανών στερούνταννομικής βάσης. Από την άλλη
πλευρά όμως, και η ελληνική κυβέρνηση (έτη 1945-1946) έβρισκε στη Βρετανία τη μόνη
σύμμαχο χώρα με δυνατότητα βοήθειας για την αντιμετώπιση των πλείστων εσωτερικών
προβλημάτων που αυτή αντιμετώπιζε, σχετικά με την αποκατάσταση της τάξης (πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής) στην πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα.
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό πως η διαπραγματευτική θέση της χώρας ήταν μάλλον αδύνατη. Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί τι μέρος των αποθεμάτων χρυσού της ΤΕ επιστράφηκε τελικά στην Ελλάδα. Ενδεχομένως, κάποιες χρυσές λίρες από το αρχικό φορτίο να κατέληξαν στους Έλληνες αντάρτες (οι Βρετανοί τις μοίραζαν απλόχερα κατά τη περίοδο 1942-1943). Γεγονός είναι ότι μέρος αυτού χρησιμοποιήθηκε ως ενέχυρο για την παροχή δανείου 2 εκατ. λιρών από τη Βρετανία για την πλήρωση αναγκών της πρώτης μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης.
Πάντως, κατά τη δεκαετία του 1950, υπήρξαν αναφορές για ράβδους χρυσού στην ΤΕ με τη βασιλική βρετανική σφραγίδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέρος τουλάχιστον αυτού επιστράφηκε. Σήμερα, το απόθεμα της Ελλάδας σε χρυσό ανέρχεται σε περίπου 117 τόνους, μέρος των οποίων φυλάσσεται στο Λονδίνο (Bank of England) και στις ΗΠΑ (US Federal Reserve).
Η ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ
Στις αρχικές διακηρύξεις τους προς τον ελληνικό λαό,οι Γερμανοί διατείνονταν ότι δεν αντιμετώπιζαν τους Έλληνες εχθρικά, αλλά, αντιθέτως, σέβονταν και θαύμαζαν τον ελληνικό πολιτισμό. Εξηγούσαν δε ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα ούτως ώστε να εκδιώξουν τους Βρετανούς,για το καλό της Ευρώπης.
Βέβαια, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Η Θράκη και μέρος της Μακεδονίας πέρασαν στη Βουλγαρία, ενώ η υπόλοιπη χώρα στον έλεγχο της Ιταλίας. Οι Γερμανοί κράτησαν τη Θεσσαλονίκη και τις γύρω περιοχές, τα σύνορα με την Τουρκία στον Έβρο, την Αττική, την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Β. Αιγαίου (αργότερα, αυτά θα χρησιμοποιούνταν ως διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις για την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο, στην πλευρά του Άξονα).
Ευρισκόμενοι στις παραμονές της επιχείρησης Barbarossa –της επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση– οι Γερμανοί αφήνουν ως δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού (5η Μεραρχία Κρήτη, 6η Μεραρχία Αθήνα), μία μεραρχία πεζικού(164η Θεσ/νίκη και Αιγαίο) και ένα σύνταγμα πεζικού(125 Θεσ/νίκη).
Τα προβλήματα εμφανίζονται άμεσα.
Οι Βούλγαροι, εάν και είχαν υπό την κατοχή τους μόνο το 11% του ελληνικού πληθυσμού, η κατοχική τους ζώνη περιλάμβανε εκτάσεις όπου παραγόταν στην Ελλάδα το 40% του σιταριού, το 60% της σίκαλης και το 50% των οσπρίων.
Σημειώνεται ότι, ούτως ή άλλως, προπολεμικά η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα δεν κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού – από τους 1.400.000 τόνους δημητριακών που καταναλώνονταν, οι 400.000 καλύπτονταν με εισαγωγές.
Παράλληλα, οι Γερμανοί επιτάσσουν για τις ανάγκες της Wehrmacht πολλά βοοειδή και χοιροειδή (εκτός των αναγκών τους, δρούσαν και βάσει μελετών που απεδείκνυαν ότι δίαιτες βασιζόμενες σε πολύ χαμηλά ποσοστά πρωτεϊνών, ηρεμούν τους ανθρώπους και κάμπτουν τη διάθεση τους για αντίσταση).
Την ίδια στιγμή,οι Βρετανοί επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, μη επιτρέποντας την παροχή της όποιας ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό,αποσκοπώντας στη δημιουργία κλίματος αντίδρασης προς τον κατακτητή.
Το σκηνικό έχει πλέον στηθεί�� μένει ο δύσκολος χειμώνας 1940-1941 για να αρχίσει το δράμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων.
Ο πέλεκυς πέφτει βαρύς, κυρίως στις αστικές περιοχές. Υπολογίζεται ότι στην Αθήνα μόνο πέθαναν από την ασιτία περισσότεροι από 50.000 κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1940-1941.
Από την άνοιξη του 1941 οι Βρετανοί πείθονται να άρουν τον αποκλεισμό, και τα πρώτα πλοία με σιτηρά και άλλα εφόδια φθάνουν στον Πειραιά.
Αξιοσημείωτη είναι η βοήθεια που προέρχεται από την Τουρκία (πρωτίστως το ελληνικό στοιχείο της Πόλης) που έφθανε στην Ελλάδα μέσω του πλοίου της Ερυθράς Ημισελήνου «Kurtulus», το οποίοβυθίστηκε τον Φεβρουάριο του 1942, έχοντας όμως ολοκληρώσει πέντε αποστολές από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά. Ο Ερυθρός Σταυρός εκτίμησε μεταπολεμικά τον συνολικό αριθμό θανάτων από ασιτία στην Ελλάδα σε250.000 κατά την περίοδο 1941-1944
ΠΗΓΗ
Ήδη από τις αρχές Απριλίου 1941, και εφόσον διαφαίνεται η ήττα της χώρας, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΕ) έλαβε εντολή να αρχίσει τις προετοιμασίες για να ακολουθήσει την κυβέρνηση με τα αποθεματικά της προς «εδάφη που δεν έχουν καταληφθεί».
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα, το ολικό φορτίο του αποθέματος της Ελλάδος ανήρχετο σε 611.000 ουγκιές
χρυσού (περίπου 17,4 τόνους) σε μορφή ράβδων και λιρών.
Η εντολή για τη μεταφορά ήρθε με την είδηση της διάσπασης από τους Γερμανούς της αμυντικής γραμμής Ολύμπου-Τεμπών.
Το απόθεμα της χώρας σε χρυσό μεταφέρθηκε με άκρα μυστικότητα και φορτώθηκε στα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», τα οποία απέπλευσαν για το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου το πολύτιμο φορτίο θα φυλασσόταν στο τοπικό υποκατάστημα της ΤΕ. Η αποστολή συνοδεύτηκε από τους Βαρβαρέσο και Μαντζαβίνο, διοικητή και υποδιοικητή αντίστοιχα της ΤΕ, καθώς και τρεις ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους. Με την έναρξη της επιχείρησης Mercur ελήφθη η απόφαση, ο χρυσός να μεταφερθεί στην Αίγυπτο. Εν μέσω επιθέσεων από βομβαρδιστικά του εχθρού,φορτώθηκε σε ένα βοηθητικό σκάφος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, την κορβέτα «Salvia» (K97) με προορισμό τον κόλπο της Σούδας, όπου ανέμενε το βρετανικό καταδρομικό «Dido» (37) για να αναλάβει τη μεταφορά του χρυσού στην Αλεξάνδρεια.
Φθάνοντας εκεί, οι ιθύνοντες αντελήφθησαν την κρισιμότητα της κατάστασης καθόσον το λιμάνι βρισκόταν υπό συνεχείς επιθέσεις βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως (Ju-87B Stuka),
τα οποία με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν τον όλεθρο στα συναθροισμένα συμμαχικά σκάφη.
Φοβούμενος για την απώλεια του πλοίου του,ο κυβερνήτης του «Dido» πλοίαρχος Μακ Κολ, ανέμενε το πολύτιμο φορτίο με τις μηχανές αναμμένες και το σκάφος έτοιμο για άμεση αναχώρηση. Η
μεταφορά του χρυσού ολοκληρώθηκε με επιτυχία, και το σκάφος απέπλευσε με ταχύτητα προς την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γεωργίου Μαντζαβίνου, κατά τη μεταφορά, ένα από τα κιβώτια έπεσε στο κατάστρωμα του σκάφους με αποτέλεσμα αυτό να γεμίσει με χρυσές λίρες.
Παρ’ όλα αυτά, στη διαδρομή αυτές βρέθηκαν όλες, εκτός από μία!
Το καταδρομικό «Dido» έφθασε αυθημερόν στην Αλεξάνδρεια και από εκεί ο χρυσός μεταφέρθηκε για φύλαξη στην Τράπεζα της Αιγύπτου, στο Κάιρο. Όμως, μετά από σειρά επιτυχιών του στρατάρχη Ρόμελ στην Κυρηναϊκή, διαφάνηκε ότι και εκεί ακόμα τα αποθεματικά της Ελλάδας ήταν ανασφαλή. Το ίδιο διάστημα, ο Γεώργιος Β΄θα άφηνε την Αίγυπτο, για να καταλήξει στο Λονδίνο μέσω Νότιας Αφρικής (η υπόλοιπη βασιλική οικογένεια–αδελφή Αικατερίνη, αδελφός Παύλος με τη σύζυγο
Φρειδερίκη και τα δύο παιδιά τους– θα έμεναν στη Νότια Αφρική έως το 1944). Όχι τυχαία, ο χρυσός ακολουθεί τρόπον τινά τον βασιλιά και φθάνει στο Germiston,Transvaal της Νότιας Αφρικής όπου και αποφασίζεται οι χρυσές λίρες να μετατραπούν σε ράβδους χρυσού. Μετά από σύντομη αποθήκευση στην Τράπεζα της Νότιας Αφρικής (South Africa Reserve Bank), το φορτίο μετα-φέρθηκε στο Λονδίνο όταν κρίθηκε ότι αυτό πλέον δεν απειλείτο πλέον από τους Γερμανούς.
Μετά την απελευθέρωση, όταν η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την επιστροφή του ελληνικού αποθεματικού σενχρυσό από τη Βρετανία, δέχτηκε με έκπληξη την απάντηση ότι «αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των εξόδων του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, και ότι το Στέμμα δεν όφειλε τίποτε στην Ελλάδα».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι από την 9η Μαρτίου του 1942, η βρετανική κυβέρνηση είχε υπογράψει συμφωνία με την ελληνική, σύμφωνα με την οποία αυτή αναλάμβανε όλα τα έξοδα εξοπλισμού και διατροφής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (που τελούσαν άλλωστε υπό τις διαταγές του βρετανικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής).
Ως εκ τούτου, οι όποιες αιτιάσεις των Βρετανών στερούνταννομικής βάσης. Από την άλλη
πλευρά όμως, και η ελληνική κυβέρνηση (έτη 1945-1946) έβρισκε στη Βρετανία τη μόνη
σύμμαχο χώρα με δυνατότητα βοήθειας για την αντιμετώπιση των πλείστων εσωτερικών
προβλημάτων που αυτή αντιμετώπιζε, σχετικά με την αποκατάσταση της τάξης (πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής) στην πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα.
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό πως η διαπραγματευτική θέση της χώρας ήταν μάλλον αδύνατη. Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί τι μέρος των αποθεμάτων χρυσού της ΤΕ επιστράφηκε τελικά στην Ελλάδα. Ενδεχομένως, κάποιες χρυσές λίρες από το αρχικό φορτίο να κατέληξαν στους Έλληνες αντάρτες (οι Βρετανοί τις μοίραζαν απλόχερα κατά τη περίοδο 1942-1943). Γεγονός είναι ότι μέρος αυτού χρησιμοποιήθηκε ως ενέχυρο για την παροχή δανείου 2 εκατ. λιρών από τη Βρετανία για την πλήρωση αναγκών της πρώτης μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης.
Πάντως, κατά τη δεκαετία του 1950, υπήρξαν αναφορές για ράβδους χρυσού στην ΤΕ με τη βασιλική βρετανική σφραγίδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέρος τουλάχιστον αυτού επιστράφηκε. Σήμερα, το απόθεμα της Ελλάδας σε χρυσό ανέρχεται σε περίπου 117 τόνους, μέρος των οποίων φυλάσσεται στο Λονδίνο (Bank of England) και στις ΗΠΑ (US Federal Reserve).
Η ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ
Στις αρχικές διακηρύξεις τους προς τον ελληνικό λαό,οι Γερμανοί διατείνονταν ότι δεν αντιμετώπιζαν τους Έλληνες εχθρικά, αλλά, αντιθέτως, σέβονταν και θαύμαζαν τον ελληνικό πολιτισμό. Εξηγούσαν δε ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα ούτως ώστε να εκδιώξουν τους Βρετανούς,για το καλό της Ευρώπης.
Βέβαια, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Η Θράκη και μέρος της Μακεδονίας πέρασαν στη Βουλγαρία, ενώ η υπόλοιπη χώρα στον έλεγχο της Ιταλίας. Οι Γερμανοί κράτησαν τη Θεσσαλονίκη και τις γύρω περιοχές, τα σύνορα με την Τουρκία στον Έβρο, την Αττική, την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Β. Αιγαίου (αργότερα, αυτά θα χρησιμοποιούνταν ως διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις για την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο, στην πλευρά του Άξονα).
Ευρισκόμενοι στις παραμονές της επιχείρησης Barbarossa –της επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση– οι Γερμανοί αφήνουν ως δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού (5η Μεραρχία Κρήτη, 6η Μεραρχία Αθήνα), μία μεραρχία πεζικού(164η Θεσ/νίκη και Αιγαίο) και ένα σύνταγμα πεζικού(125 Θεσ/νίκη).
Τα προβλήματα εμφανίζονται άμεσα.
Οι Βούλγαροι, εάν και είχαν υπό την κατοχή τους μόνο το 11% του ελληνικού πληθυσμού, η κατοχική τους ζώνη περιλάμβανε εκτάσεις όπου παραγόταν στην Ελλάδα το 40% του σιταριού, το 60% της σίκαλης και το 50% των οσπρίων.
Σημειώνεται ότι, ούτως ή άλλως, προπολεμικά η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα δεν κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού – από τους 1.400.000 τόνους δημητριακών που καταναλώνονταν, οι 400.000 καλύπτονταν με εισαγωγές.
Παράλληλα, οι Γερμανοί επιτάσσουν για τις ανάγκες της Wehrmacht πολλά βοοειδή και χοιροειδή (εκτός των αναγκών τους, δρούσαν και βάσει μελετών που απεδείκνυαν ότι δίαιτες βασιζόμενες σε πολύ χαμηλά ποσοστά πρωτεϊνών, ηρεμούν τους ανθρώπους και κάμπτουν τη διάθεση τους για αντίσταση).
Την ίδια στιγμή,οι Βρετανοί επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, μη επιτρέποντας την παροχή της όποιας ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό,αποσκοπώντας στη δημιουργία κλίματος αντίδρασης προς τον κατακτητή.
Το σκηνικό έχει πλέον στηθεί�� μένει ο δύσκολος χειμώνας 1940-1941 για να αρχίσει το δράμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων.
Ο πέλεκυς πέφτει βαρύς, κυρίως στις αστικές περιοχές. Υπολογίζεται ότι στην Αθήνα μόνο πέθαναν από την ασιτία περισσότεροι από 50.000 κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1940-1941.
Από την άνοιξη του 1941 οι Βρετανοί πείθονται να άρουν τον αποκλεισμό, και τα πρώτα πλοία με σιτηρά και άλλα εφόδια φθάνουν στον Πειραιά.
Αξιοσημείωτη είναι η βοήθεια που προέρχεται από την Τουρκία (πρωτίστως το ελληνικό στοιχείο της Πόλης) που έφθανε στην Ελλάδα μέσω του πλοίου της Ερυθράς Ημισελήνου «Kurtulus», το οποίοβυθίστηκε τον Φεβρουάριο του 1942, έχοντας όμως ολοκληρώσει πέντε αποστολές από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά. Ο Ερυθρός Σταυρός εκτίμησε μεταπολεμικά τον συνολικό αριθμό θανάτων από ασιτία στην Ελλάδα σε250.000 κατά την περίοδο 1941-1944
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου