Η αλήθεια των γεγονότων και ιδίως των ιστορικών γεγονότων είναι κρυμμένη καλά. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι την ξέρει; Όταν μάλιστα τα γεγονότα αυτά έχουν σπουδαία ιστορική σημασία για ένα λαό, τότε όλα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα και το γεγονός γίνεται μύθος, θρύλος, τραγούδι, πόνος και καημός ή ακόμη ένα όπλο για εκμετάλλευση, πολιτικολογία, δικαιολογία.
Βλέποντας και ακούγοντας ο αμιράς Μωάμεθ τους περιφανείς πολέμους και νίκες του πατέρα1 του, καθώς και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων, σκεφτόταν τι να κάνει κι αυτός που να μείνει αξιομνημόνευτο. Αυτά έχοντας στο νου του, συνέλαβε κακό σχέδιο εναντίον μας, να αρχίσει πόλεμο δηλαδή κατά της Πόλης. Έλεγε με το νου του: «Αν νικήσω την Πόλη, έκανα περισσότερα απ’ όλους όσοι προηγήθηκαν· γιατί αυτοί επιχείρησαν πολλές φορές να επιτεθούν εναντίον της, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε». Γι’ αυτή την κρυφή πρόθεσή του τού φάνηκε σκόπιμο να κτίσει κοντά στους Ασωμάτους2 ένα οχυρό, για να ‘χει καταφύγιο όταν θα άρχιζε τις επιχειρήσεις του, έτσι ώστε κανένα πλοίο, μικρό ή μεγάλο, να μην μπορεί να κατέβει από τον Εύξεινο προς την Πόλη, και για να έχει ευκολότερο το πέρασμα από την Ασία στην Ευρώπη. Θέλοντας και καθώς βιαζόταν να βάλει σε πράξη τα σχέδιά του, στις 29 Μαρτίου έτους 6960 (1452) ήρθε και εγκαταστάθηκε στο στενό για να κτίσει το φρούριο. Ο αυτοκράτωρ, βλέποντας τις πανουργίες του, θέλησε να δώσει αυτός πρώτος τη μάχη για να τον εμποδίσει, αλλά μερικοί από τη σύγκλητο, ιερωμένοι και λαϊκοί εμπόδισαν τη γνώμη και την απόφαση του αυτοκράτορα λέγοντας: «Μην αναλαμβάνεις, η Βασιλεία σου, την πρωτοβουλία του πολέμου, ώσπου να δούμε τι θέλει να κάνει αυτός. Αν κτίσει το φρούριο, το καταλαμβάνουμε με ευκολία, επειδή εμείς είμαστε πιο κοντά». Όταν το είδαν τελειωμένο, τότε κατάλαβαν πραγματικά ότι οι φρούδες ελπίδες τρέφουν τους ανόητους. [...]
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους άρχισε ο πόλεμος. Ο Μωάμεθ επιτέθηκε εναντίον μας και αιχμαλώτισε όλους όσοι κατοικούσαν έξω από τα τείχη της Πόλης. Στο μεταξύ, τελείωσε και η οικοδόμηση του φρουρίου, και ύψωσε σ’ αυτό τρεις ισχυρούς πύργους: δυο χερσαίους και έναν κοντά στη θάλασσα, που ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους δύο. Το πάχος των τειχών ήταν είκοσι πέντε πόδια και το εσωτερικό τους ήταν ευρύχωρο, κάπου τριάντα δύο πόδια. Κατόπιν σκέπασε τους πύργους με μολύβι και οχύρωσε όλο το φρούριο καλά, εγκαθιστώντας σ’ αυτό φρουρά. Στις 28 Αυγούστου κίνησε από εκεί και έφτασε ως τις σούδες της Πόλης. Την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 6961 (1453) πέρασε στην Αδριανούπολη για να δει, καθώς φαίνεται, τις δύο αυτές ημέρες τα τείχη της πόλεως και τις τάφρους και ό,τι άλλο ήθελε να δει. Και το ίδιο φθινόπωρο, την 1η Οκτωβρίου, έστειλε τον Τουραχάν και τους δυο γιους του, τον Αχμέτ και Ομέρ, με πολύ στρατό στην Πελοπόννησο3, προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον των δεσποτών αδερφών του αυτοκράτορα, και να τους εμποδίσουν με μάχη, ώστε να μην μπορούν ν’ αφήσουν τον τόπο και να έρθουν σε βοήθεια της Πόλης. Έτσι ο αμιράς διέταξε να τους εμποδίσουν όλο το χειμώνα, και να μη βρουν αυτοί ευκαιρία να έρθουν να βοηθήσουν την Πόλη και τον αυτοκράτορα αδερφό τους. Ο Τουραχάν έφτασε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τα τείχη του Ισθμού. Και από τα δύο μέρη σκοτώθηκαν πολλοί, χριστιανοί και άπιστοι· περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι και τράπηκαν σε φυγή. Αυτός εγκατέλειψε την Κόρινθο και διέσχισε την Πελοπόννησο αιχμαλωτίζοντας, λαφυραγωγώντας και εξανδραποδίζοντας όσους έβρισκε· έτσι έφτασε ως την περιοχή της Αρκαδίας και το Μεσσηνιακό κόλπο, λεηλατώντας μέχρι και τα μέρη της Μαντινείας. Βλέποντας τον τόπο στενό και περιορισμένο, σε σημείο να μην μπορεί ο στρατός να πορεύεται όλος μαζί, έδωσε στο γιο του Αχμέτ ένα Τμήμα εξασκημένου στρατού και τον διέταξε να πορευτεί προς Λεοντάρι, ενώ αυτός προήλαυνε από άλλη κατεύθυνση. Μόλις το ‘μαθαν αυτό σι δεσπότες και αδερφοί έστειλαν λαθραία το Ματθαίο Ασάνη με στρατό. Αυτός, φτάνοντας στον τόπο όπου επρόκειτο να περάσουν, επιτέθηκε εναντίον τους αιφνιδιαστικά, και σκότωσε πολλούς και αιχμαλώτισε επίσης, μεταξύ δε των αιχμαλώτων ήταν και ο Αχμέτ, ο γιος τού Τουραχάν, τον οποίο απέστειλε στη Σπάρτη προς το δεσπότη Δημήτριο. Και στις 17 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου γεννήθηκε, από τη γενιά των Παλαιολόγων, ο διάδοχος της βασιλείας των Ρωμαίων, κληρονόμος ενός μικρού πλέον τμήματος, ο Ανδρέας Παλαιολόγος, γιος του δεσπότη Θωμά του πορφυρογέννητου.
Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα στην Πελοπόννησο. Μόλις δε ήρθε η άνοιξη, ο αμιράς συγκέντρωσε όλο το στόλο που είχε ναυπηγήσει, τα πολιορκητικά μηχανήματα, μικρά και μεγάλα, καθώς και άλλα όργανα πολέμου και, αφού τα έστειλε ως εμπροσθοφυλακή τον Χαρατή-πασά με στρατό, ήρθε και απέκλεισε την Πόλη. Πριν φτάσει ο αμιράς, ο Χαρατή-πασάς πολιόρκησε και κατέλαβε τους έξω από την Πόλη πύργους που βρίσκονταν στους αγρούς και τα χωριά, όπου είχαν συναχθεί μερικοί άνθρωποι, λόγω του αιφνιδιασμού της επίθεσης. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους ένα μέρος υποδούλωσε, ενώ ένα άλλο μέρος πέθανε από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, και αρκετοί χριστιανοί αιχμαλωτίστηκαν. Στο μεταξύ, κατέφθαναν άφθονα τα πολεμικά εφόδια και οι μηχανές. Έφεραν πολλά βλητικά μηχανήματα, και μερικά απ’ αυτά ήταν τόσο μεγάλα, ώστε δεν μπορούσαν ούτε σαράντα ζεύγη βόδια να σύρουν το καθένα, ή και πενήντα, και περισσότεροι από δυο χιλιάδες άνθρωποι. Στις 2 Απριλίου έφτασε και ο αμιράς με πλήθος αναρίθμητο στρατό, ιππικό και πεζικό. Φτάνοντας έστησε τη σκηνή του απέναντι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ ο στρατός, σαν άμμος της θάλασσας παρατάχτηκε απέναντι στο Εξαμίλιο τείχος της ξηράς, που έπιανε από την μια ως την άλλη θάλασσα. Ο στρατός της Ανατολής έστησε τις σκηνές του δεξιά του αμιρά, ως την ακτή της θαλάσσιας Χρυσής πύλης, ο δε στρατός της Ευρώπης στα αριστερά και μέχρι την Ξυλόπορτα, στην ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο αμιράς ήταν προφυλαγμένος μαζί με τους άλλους ευγενείς του παλατιού του με σκαμμένα χαρακώματα και με ξύλινους φράκτες, και έξω από το χαράκωμα περιπολούσαν οι γενίτσαροι. Ο πασάς, που ήταν και συγγενής του αμιρά, έφτασε με το στρατό που του είχε εμπιστευτεί και κατασκήνωσε πάνω από το Γαλατά. Την ίδια μέρα κατέφτασε και μέρος του στόλου και πλησίασε στις ακτές της θάλασσας της Πόλης. Ήταν κάπου τριάντα τριήρεις και δρόμωνες, και μικρά πλοιάρια κάπου εκατόν τριάντα. Και έτσι παρακολουθούσε την Πόλη, πολιορκώντας την με κάθε τρόπο και μηχανές, περικυκλωμένη από ξηρά και θάλασσα σ’ όλη την περίμετρο των δεκαοχτώ μιλίων της. Ο αυτοκράτορας διέταξε να τοποθετήσουν τη σιδερένια βαρύτατη αλυσίδα στο στόμιο του λιμένα, για να εμποδιστεί η επίθεση του εχθρικού στόλου. Μέσα από την αλυσίδα παρέταξαν όσα καράβια έτυχαν εκεί, για να εμποδίσουν πιο αποτελεσματικά την είσοδο, και να αντεπιτίθενται κατά των εχθρών. Ήταν τα εξής καράβια: τρία της Λιγουρίας (γενουατικά), ένα της Ιβηρίας (ισπανικό), δηλαδή καστιλιάνικο, (...) γαλλικά από την Προβηγκία, τρία κρητικά —ένα από τον Χάνδακα και δύο από τις Κυδωνίες— όλα παραταγμένα καλά σε πολεμικό σχηματισμό. Έτυχαν επίσης και τρία μεγάλα βενετσιάνικα εμπορικά καράβια, που οι Ιταλοί τα ονομάζουν «γκρόσσες γαλέρες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», και άλλα τρία ταχύπλοα, που είχαν προορισμό να υπηρετούν και να φρουρούν τα εμπορικά. Ο βασιλεύς διέταξε να μείνουν και αυτά να βοηθήσουν την Πόλη. Έτσι οργανώθηκε η άμυνα του λιμένα. Από την ξηρά ο εχθρός έστησε το μεγάλο εκείνο τηλεβόλο, που είχε άνοιγμα στομίου δώδεκα πιθαμές, καθώς και άλλα πολλά βλητικά μηχανήματα, αξιοθέατα. Έφτιαξαν και ένα ύψωμα με χώμα, τεράστιο, και αφού το επίστρωσαν με ξύλα, χτυπούσαν από εκεί επάνω τα τείχη με σφοδρότητα, σε δεκατέσσερα σημεία. Από τα πετροβόλα μηχανήματα πολλά αξιόλογα σπίτια κοντά στα τείχη γκρεμίστηκαν, και ιδιαίτερα τα ανάκτορα. Από τα τηλεβόλα η Πόλη γέμισε θορύβους, με τους κρότους και τα χτυπήματα των τειχών και των πύργων, και δεν έλειπαν κι από τις δυο μεριές θάνατοι από τα τηλεβόλα και τα μικρά βλητικά όπλα, τις μπαλαίστρες τα τόξα και τα άλλα. Ο πόλεμος διαρκούσε νυχθημερόν, καθώς και οι συμπλοκές, οι συρράξεις και οι ακροβολισμοί. Ο αμιράς έλπιζε πως με το να είμαστε λίγοι θα κουραζόμαστε και θα έπαιρνε εύκολα την Πόλη. Δεν μας άφησε, λοιπόν, να πάρουμε ανάσα. Το μεγάλο και ισχυρό εκείνο τηλεβόλο 4, με το να βάλει συνεχώς, επειδή το μέταλλό του δεν ήταν και τόσο γερό, έσκασε καθώς έβαλε ο πυροβολητής, και έγινε πολλά κομμάτια, τα οποία σκότωσαν και πλήγωσαν πολλούς. Όταν το άκουσε ο αμιράς λυπήθηκε πολύ και διέταξε να φτιάξουν στη θέση του άλλο, ισχυρότερο. Ως εκείνη την ημέρα δεν είχε κατορθώσει εναντίον μας τίποτε το αξιόλογο. Στις 15 του μηνός έφτασε και ο υπόλοιπος τουρκικός στόλος από τον Εύξεινο Πόντο και τη Νικομήδεια της Ασίας, τριακόσια είκοσι καράβια τον αριθμό, από τα οποία δεκαοχτώ τριήρεις, σαράντα οχτώ μικρότερα και τα υπόλοιπα, περίπου τριακόσια είκοσι, πλοία μεγάλα· και άλλα, φορτωμένα με στρατό και τοξότες πάρα πολλούς τον αριθμό. Υπήρχαν ανάμεσα στα καράβια και είκοσι πέντε φορτηγά, που ήταν φορτωμένα ξύλα, πέτρες, ασβέστη και άλλες ύλες, κατάλληλες για πολιορκία πόλεως. Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο να μπουν στο λιμάνι για την αιτία που σημειώσαμε. Ήρθαν λοιπόν στην ανατολική ακτή, λίγο πιο κάτω από το Διπλοκιόνιο ως την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου, και αγκυροβόλησαν εκεί κοντά. Στις 10 του ίδιου μήνα ο αμιράς είχε αριθμήσει τα πλοία και το στρατό, ιππικό και πεζικό· βρήκε πλοία όλων των ειδών, τριήρεις, διπλά, μονά, δρόμωνες, τετρακόσια είκοσι, ενώ ο στρατός ο οποίος θα μαχόταν στην ξηρά ήταν διακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες. Οι αντίπαλοι που βρίσκονταν μέσα στην Πόλη, την πελώρια άλλωστε, ήταν τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις, χωρίς τους ξένους, που ήταν άλλες δυο χιλιάδες. Ήξερα εγώ πως έτσι έχουν τα πράγματα από την εξής αιτία: ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή και οι δήμαρχοι και οι στρατηγοί κατέγραψαν, ο καθένας στη δημαρχία του, ακριβώς όσους μπορούσαν να σταθούν στο κάστρο, κοσμικούς και μοναχούς, και τι όπλα είχε ο καθένας για την άμυνα. Και έτσι κάθε δήμαρχος του έδωσε τον κατάλογο της δημαρχίας του. Αυτός τότε με διέταξε: «Να ποια είναι η υπηρεσία σου· είναι πράγματα μυστικά και απόρρητα: Πάρε τα κατάστιχα του καταλόγου, κάθισε στο σπίτι σου και λογάριαζε ακριβώς πόσοι είναι και πόσα όπλα, ασπίδες, τόξα και βλητικά μηχανήματα». Εγώ εκτέλεσα το πρόσταγμά του και έφερα το κατάστιχο με λύπη μου και πολλή θλίψη στο βασιλέα και αφέντη μου. Και ο αριθμός έμεινε απόκρυφος και μόνο εγώ και αυτός τον γνωρίζαμε. Ωστόσο, ήταν και μερικοί από τους άρχοντες, αλλά και το λαό, άχρηστοι και δειλοί στην καρδιά, οι οποίοι για το φόβο του πολέμου και των άλλων δυσκολιών έφυγαν ομαδικά, από καιρό, από την Πόλη. Όταν αυτό έφτασε στ’ αυτιά του αυτοκράτορα στέναξε από τα φυλλοκάρδια του και δεν έκανε τίποτε άλλο. Στα δύο καράβια ήταν κάποιος Γενουάτης, που ήταν πλοίαρχος και ιδιοκτήτης τους, άνθρωπος πολύ επιδέξιος, ανδρείος και άξιος, που ονομαζόταν Ιωάννης Ιουστινιάνης, από καλή γενιά. Ο αυτοκράτωρ, βλέποντάς τον επιδέξιο σε όλα, τον διόρισε δήμαρχο και διοικητή τριακοσίων ανδρών, και του έδωσε εξουσία να διοικεί και να φροντίζει, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία εξουσία του πολέμου, εμπιστευόμενος πολύ σ’ αυτόν. Κι’ αυτός πράγματι έκανε έργα αξιομνημόνευτα.
Όταν ο αμιράς έφτιαξε και πάλι μέσα σε λίγο χρόνο το σπασμένο τηλεβόλο, μέρα και νύχτα χτυπούσαν πλέον τα τείχη, και δημιουργούσαν τρομερό θόρυβο με κάθε πολεμική μηχανή, με ακροβολισμούς, με συρράξεις και τρομερές συμπλοκές, και το κακό ήταν πολλών ειδών. Οι δικοί μας, από την άλλη, μάθαιναν κάθε μέρα τις πολεμικές μηχανές και, βλέποντας τις μηχανές των αντιπάλων, άφησαν κάθε δειλία και φόβο και έβρισκαν καινούριους τρόπους και τέχνες, και έβλαπταν αρκετά τον εχθρό. Μερικά από τα τεχνάσματα δεν ήταν μεγάλης διάρκειας, επειδή δεν είχαμε καθόλου άνεση, καθώς και τα αναγκαία, λόγω της μάχης και του αποκλεισμού. Σε μερικά σημεία αφού χάλασαν τα τείχη με βλητικά μηχανήματα και πυροβόλα θέλησαν κατόπιν να γεμίσουν τις τάφρους, για να εισβάλουν εύκολα και να εισχωρήσουν από τα χαλάσματα των τειχών. Άρχισαν τους ακροβολισμούς και τις συμπλοκές, ύστερα έριχναν χώματα στις τάφρους και κλαδιά δέντρων και άλλες ύλες, και κάποιοι, στη βιασύνη τους, και τις σκηνές τους. Και ήταν πραγματικά θεαματικό να βλέπεις ότι πολλοί, από το πλήθος και τη στενότητα του χώρου, έπεφταν· και αυτοί που ακολουθούσαν πίσω έριχναν αλύπητα ξύλα και χώματα και τους σκέπαζαν οικτρά, και τους έστελναν ζωντανούς στον Άδη. Άλλοι, οι πιο δυνατοί, από την ορμή και τη βιασύνη τους έριχναν επίτηδες αντί για κλαδιά τους πιο αδύνατους, χωρίς να τους λυπούνται. Αλλά κι αυτά κάνοντας δεν μπορούσαν να ξεφύγουν σώοι και αβλαβείς από τα βλητικά μηχανήματα και τους τοξότες, καθώς και από τις βαριές πέτρες που εκσφενδονίζονταν από τα τείχη· έτσι και σι αντίπαλοι έπεφταν καίρια χτυπημένοι, αλλά και κάποιοι δικοί μας δεν τη γλίτωσαν. Τραβούσαν οι Τούρκοι τα βλητικά τους μηχανήματα ως τα χείλη των τάφρων και ο πόλεμος, η μάχη και η συμπλοκή έπαιρναν φρικαλέα έκταση. Σ’ αυτά δεν ήταν κατώτερα τα δικά μας. Και ήταν αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι, χωρίς πολεμική πείρα, ωστόσο νικούσαμε, επειδή πολεμούσαμε γενναία και μεγαλόψυχα και κάναμε άθλους ανώτερους από τις δυνάμεις μας. Και ενώ αυτοί γέμιζαν ύλη μέρα τις τάφρους, εμείς όλη τη νύχτα τις αδειάζαμε από τα ξύλα και τα άλλα υλικά, και τα ορύγματα έμεναν όπως ήταν και πριν. Τους γκρεμισμένους πύργους τους στηρίζαμε με χώμα και βότσαλα, με βαρέλια και με άλλα ξύλα, και τους επιδιορθώναμε και πάλι. Ο αμιράς βλέποντάς τα ντρεπόταν, γιατί η απόφασή του έμενε απραγματοποίητη· θέλοντας να πραγματώσει ένα άλλο πολεμικό τέχνασμα, διέταξε να ‘ρθουν μερικοί άντρες που να μπορούν να σχεδιάσουν σωστά και να φτιάξουν λαγούμια κάτω από τη γη, και μέσω αυτών ο στρατός να μπει εύκολα μέσα στην Πόλη. Άρχισαν λοιπόν, κατά διαταγή του, να σκάβουν. Ένας δικός μας, Ιωάννης Γερμανός, πολύ ασκημένος στα πολεμικά τεχνάσματα και στο υγρό πυρ, κατάλαβε το τέχνασμα και έσκαψε ένα αντίθετο λαγούμι, το οποίο γέμισε καταλλήλως με υγρό πυρ. Καθώς οι Τούρκοι έρχονταν χαρούμενοι από το λαγούμι τους, ο Γερμανός άναψε το πυρ που υπήρχε στο αντίθετο, το δικό του λαγούμι, και έκαψε πολλούς απ’ αυτούς, ενώ αχρήστεψε και τα τεχνάσματά τους. Ένα λαγούμι των αντιπάλων ο πολύς Γερμανός, από λάθος, δεν το ανακάλυψε. Οι Τούρκοι άναψαν κι αυτοί το υγρό πυρ που είχαν προετοιμάσει, αλλά δεν έκαναν τίποτε. Μόνο ένα μέρος ενός παλιού πύργου έπεσε από την ανάφλεξη του πυρός, που εμείς αμέσως επισκευάσαμε. Ήταν μερικοί γέροι που έλεγαν ότι οι αντίπαλοι το έκαναν αυτό και σε άλλους πολέμους, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε‚ γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης κάτω από τα τείχη ήταν πετρώδες. Ο αμιράς, γελασμένος και διαψευσμένος στις ελπίδες του τούτες, δοκίμασε νέα τεχνάσματα και νέα εφευρήματα για την πολιορκία. Κατασκεύασε ένα μεγάλο πολιορκητικό μηχάνημα, με πολλούς τροχούς και χοντρά ξύλα, με πολύ πλάτος και ύψος. Μέσα κι έξω το έντυσε με τομάρια βουβάλων και βοδιών και επάνω είχε πύργους και χωρίσματα, εξέδρες και κρύπτες, ώστε να μην μπορούμε να βλάψουμε όσους ήταν μέσα. Το έξω μέρος ήταν ανοικτό, ώστε να μπαινοβγαίνουν όσοι ήθελαν. Από την μεριά που σκόπευαν να πλησιάσουν το όρυγμα είχε τρεις μεγάλες πύλες με σκέπασμα, καλά προφυλαγμένες, όπως είπα με. Είχαν μέσα, και γύρω, κάθε όργανο της πολεμικής τέχνης και πολλά υλικά και ξύλα για να τα ρίξουν στην τάφρο την κατάλληλη στιγμή, και να περάσουν εύκολα. Είχε και σκάλες με σκοινένια σκαλοπάτια, που μαζεύονταν με σκοινιά, και σηκώνονταν επίσης ψηλά. Παρ’ όλα αυτά και με άλλα μηχανήματα, όσα συνέλαβε ποτέ νους ανθρώπου, που δεν τα φανταζόταν ο βασιλεύς, δε στάθηκε δυνατό να καταληφθεί το φρούριο. Σε άλλα μέρη έφτιαξαν αμάξια με πολλούς τροχούς, και επάνω σαν πύργους· και αυτά ντυμένα όπως περιγράψαμε. Είχαν, επίσης, μέσα πολλά μηχανήματα κατάλληλα για την εκτόξευση υγρού πυρός. Σε μια ώρα τα ετοίμασαν όλα, για να τα χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα. Και πρώτα με τη φοβερή εκείνη πολιορκητική μηχανή έριξαν μια δυνατή βολή και γκρέμισαν τον πύργο κοντά στην πύλη του αγίου Ρωμανού· αμέσως έσυραν τη μηχανή εκείνη και την έστησαν πάνω από το όρυγμα, και η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και τρομερή. Ήταν πριν από την ανατολή του ήλιου, και κράτησε όλη την ημέρα. Και πότε η σύρραξη και η συμπλοκή δυνάμωναν πολύ, και πότε τα ξύλα, τα υλικά και τα χώματα που ήταν μέσα στη μηχανή τα έριχναν στην τάφρο. Και από το χάλασμα του πύργου έριχναν κομμάτια πέτρες και άνοιξαν δρόμο απευθείας. Όσοι δικοί μας έτυχαν εκεί τους εμπόδιζαν γενναία, και πολλές φορές τους γκρέμισαν από τις σκάλες, ενώ μερικές ξύλινες σκάλες τις κατέκοψαν· και οι αντίπαλοι αποκρούστηκαν δυνατά πολλές φορές εκείνη την ημέρα, ως την πρώτη ώρα της νύχτας.
Οι ασεβείς, από την πολλή προσπάθεια και τα πλήγματα, αγανάκτησαν, και η συμπλοκή και ο πόλεμος σταμάτησε, ελπίζοντας ότι το πρωί θα βρουν ευκολότερο τρόπο με λιγότερο κόπο. Αλλά διαψεύσθηκαν οι ελπίδες τους γιατί ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, σαν διαμάντι, αφού έδωσε όλη τη νύχτα θάρρος στους στρατιώτες του και τους συμβούλεψε μπροστά στον αυτοκράτορα και πολλούς άλλους που είχαν έρθει σε εκείνο το μέρος προς βοήθεια, αυτοί κόπιασαν όλη τη νύχτα και άδειασαν τις τάφρους, ανόρθωσαν με χίλια τεχνάσματα τον πεσμένο πύργο και στο μέγα πολιορκητικό μηχάνημα των αντιπάλων, όπως ήταν στημένο, του έβαλαν φωτιά από κάτω. Όταν το ορνίθι λαλούσε για τρίτη φορά, έφτασαν χαρούμενοι, ελπίζοντας να βρουν, όπως είπαμε, εύκολα τον τρόπο να εισχωρήσουν. Όταν είδαν να διαψεύδονται σι ελπίδες τους, έμειναν εμβρόντητοι. Ο αμιράς, λυπημένος και ντροπιασμένος, θαύμασε την επιδεξιότητα των δικών μας και έλεγε κατάπληκτος: «Αν και οι τριάντα εφτά χιλιάδες προφήτες μου έλεγαν ότι αυτοί οι ασεβείς» και εννοούσε εμάς «θα έκαναν σε μια βραδιά όσα έκαναν, δεν θα το πίστευα». Κατόπιν, βλέποντάς μας να μην έχουμε ούτε φόβο ούτε δειλία στους ακροβολισμούς και τις συρράξεις που γίνονταν κάθε μέρα, αν και τα αναρίθμητα βλήματα, βέλη και πέτρες έπεφταν επάνω μας σαν βροχή από τον ουρανό, δε λογάριαζαν κανέναν κίνδυνο· είχε πέσει σε σύγχυση και μεγάλη ταραχή του λογικού του, τόσο αυτός όσο και όλοι του οι σύμβουλοι. Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα.
Και ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία γενοβέζικα καράβια, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας κατάλληλο άνεμο, έπλευσαν προς εμάς. Καθώς πορεύονταν βρήκαν άλλο ένα βασιλικό της Σικελίας με φορτίο σίτου, που ερχόταν κι αυτό. Σε μια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη, και το πρωί τα είδαν τα περιπολικά καράβια του αμιρά· και από τον υπόλοιπο στόλο ένα μεγάλο μέρος όρμησε εναντίον τους με χαρμόσυνες κραυγές, τύμπανα και ήχους σαλπίγγων, με την ελπίδα πως θα τα αιχμαλωτίσουν εύκολα. Όταν πλησίασαν και άρχισαν τη μάχη και ακροβολίστηκαν, πρώτα επιτέθηκαν με οίηση εναντίον του βασιλικού καραβιού. Το καράβι, με την πρώτη προσβολή με βλητικά μηχανήματα και τόξα και πέτρες, τους δέχτηκε άσχημα. Ήρθαν στις πλώρες κάτω από το καράβι, και με χύτρες φτιαγμένες κατάλληλα με υγρό πυρ και πέτρες τους κρατούσαν και πάλι μακριά, γιατί τους αποδεκάτιζαν φοβερά. Εμείς, βλέποντάς τα αυτά πάνω από τα τείχη, παρακαλούσαμε το Θεό να λυπηθεί και αυτούς και εμάς. Επίσης ο αμιράς, έφιππος στην ακτή, έβλεπε τα όσα γίνονταν. Για τρίτη φορά απομακρύνονταν και κατόπιν έκαναν επίθεση θέλοντας να συμπλακούν με οίηση και με αλαλαγμούς μεγάλους. Οι αξιωματικοί και οι κυβερνήτες στάθηκαν παλικαρίσια και ρωμαλέα και παρότρυναν τους ναύτες να προτιμήσουν το θάνατο από τη ζωή· και ιδιαίτερα ο κυβερνήτης του βασιλικού καραβιού, που ονομαζόταν Φλαντανελάς, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη, και πολεμούσε σαν λιοντάρι, παροτρύνοντας τους άλλους με φωνές, έτσι που δεν μπορώ να περιγράψω τις κραυγές του και τους κρότους των άλλων, που έφταναν ως τον ουρανό. Η μάχη άρχισε και πάλι μεγαλύτερη, και πολλοί από τα καράβια σκοτώθηκαν και πνίγηκαν· δυο καράβια κάηκαν και βλέποντάς τα τα άλλα δείλιασαν. Ο αμιράς, βλέποντας πως τόσος και τέτοιος στόλος δεν έκανε τίποτε αξιόλογο, αλλά μάλλον ήταν κατώτερος των περιστάσεων, κατελήφθη από θυμό και μανία, βρυχιόταν και έτριζε τα δόντια του και περιέλουε με βρισιές τους δικούς του, αποκαλώντας τους δειλούς στην καρδιά, γυναικούλες και άχρηστους. Κέντρισε το άλογό του και μπήκε στη θάλασσα (τα καράβια ήταν κοντά στην ξηρά όσο η βολή μιας πέτρας), και τα ρούχα του βράχηκαν από τα αρμυρά νερά της θάλασσας. Ο στρατός από την ξηρά βλέποντάς τον να κάνει έτσι αγανακτούσε, λυπόταν και βλαστημούσε το στόλο. Και πολλοί έφιπποι ακολούθησαν τον αμιρά και έφτασαν ως τα καράβια. Οι άνθρωποι του στόλου βλέποντας τον αμιρά να κάνει έτσι, ντράπηκαν για τις βρισιές και, θέλοντας μη θέλοντας και θυμωμένοι πολύ, έστρεψαν τις πλώρες εναντίον των αντίπαλων πλοίων και πολεμούσαν ισχυρά. Τι να πεις! όχι μόνο σε τίποτε δεν έβλαψαν τα καράβια, αλλά έπαθαν και τόσες συμφορές σε νεκρούς και τραυματίες, ώστε δεν μπορούσαν τα τουρκικά καράβια να γυρίσουν πίσω. Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, όπως έμαθα, περισσότεροι από δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνοί, μόνο στη θάλασσα. Όταν έπεσε η νύχτα, ο στόλος αποχώρησε αναγκαστικά και τα φιλικά καράβια βρήκαν ευκαιρία και μπήκαν στο λιμάνι χωρίς καμιά απώλεια, εκτός από λίγους πληγωμένους μετά λίγες μέρες, δυο τρεις απ’ αυτούς πέθαναν. Ο αμιράς είχε τόσο θυμώσει και οργιστεί εναντίον του ναυάρχου του στόλου του, ώστε ήθελε να τον ανασκολοπίσει, λέγοντας πως εξαιτίας της ανανδρίας και της ολιγοψυχίας του τα καράβια το έσκασαν εκείνη τη νύχτα, και από την απροσεξία του και την ανικανότητά του τα άφησε να μπουν στο λιμάνι. Μερικοί άρχοντες της αυλής του και σύμβουλοί του τον παρακάλεσαν, και χάρισε τη ζωή στο ναύαρχο, αλλά του στέρησε το αξίωμα, και όλη την περιουσία του τη χάρισε στους γενίτσαρους.
Ο αμιράς έμεινε ωστόσο στενοχωρημένος, δάγκωνε τα χέρια του σαν σκυλί, κλοτσούσε με τα πόδια του και κοίταζε το χώμα. Γκρέμισε δυο και τρεις φορές τα τείχη, γέμισε τις τάφρους, και παρ’ όλα αυτά τα έβλεπε και πάλι να υψώνονται· και εκατόν πενήντα καράβια του, διάφορων ειδών, δεν μπόρεσαν να αιχμαλωτίσουν τα τέσσερα εκείνα των αντιπάλων· αντίθετα, εκείνα σκόρπισαν φοβερό θανατικό σ’ αυτούς. Αναστενάζοντας από τα φυλλοκάρδια του και βγάζοντας καπνό από το στόμα, που λέει ο λόγος, σκεπτόταν τι να κάνει για να στριμώξει περισσότερο την Πόλη και να ολοκληρώσει την πολιορκία από στεριά και θάλασσα. Σκέφτηκε τότε ένα τέχνασμα, για να μπάσει ένα μέρος του στόλου στο λιμάνι. Ο λόγος συνοδεύτηκε ευθύς από την πράξη, και από το πίσω μέρος του Γαλατά έστρωσε στο λόφο έναν ίσιο δρόμο μέχρι το λιμάνι, και τον κάλυψε ολόκληρο με σανίδια και ξύλα που τα άλειψε με λίπος βοδιών και κριαριών. Έφτιαξε επίσης και διάφορα άλλα όργανα και μηχανές, και έσυρε τα καράβια εύκολα πάνω από το λόφο, και τα κατέβασε μέσα στο λιμάνι. Το έργο ήταν θαυμαστό και άριστο ναυτικό στρατήγημα. Νομίζω πως μιμήθηκε τον Καίσαρα Αύγουστο, όταν αυτός πολεμούσε εναντίον του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, ο οποίος για την τρικυμία της θάλασσας από τους αντίθετους ανέμους δεν μπόρεσε να περιπλεύσει την Πελοπόννησο, και έσυρε τα καράβια δια του Ισθμού στην ανατολική θάλασσα της Ελλάδας και τράβηξε γρήγορα για την Ασία· ή, ακόμη, μιμήθηκε τον πατρίκιο Νικήτα, όταν κι αυτός από την ελλαδική θάλασσα πέρασε τα καράβια στη δυτική, και κατατρόπωσε τους Κρητικούς στη Μεθώνη και την Πύλο.
Λοιπόν, ο αμιράς, αφού πέρασε σε μια νύχτα τα καράβια, το πρωί βρέθηκαν αυτά μέσα στο λιμάνι. Κατόπιν κατασκευάζει μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: αφού μάζεψε κάμποσες βάρκες, βαρέλια και μακριά δοκάρια, τα έδεσε όλα μαζί με σίδερα και σχοινιά, ώστε να μην μπορούν τα κύματα να διαλύσουν το έργο. Κατόπιν τοποθέτησε στερεά πάνω από τις βάρκες, τα βαρέλια και τα δοκάρια σανίδες και, αφού τις έδεσε και τις κάρφωσε με μεγάλα καρφιά, έφτιαξε μια ανθεκτική και πολύ καλή γέφυρα, πλατιά ως πενήντα οργιές, και ως εκατό στο μήκος, έτσι ώστε να έχει κανείς την εντύπωση ότι στο μέσον του λιμένα μπορούσε να περπατήσει όπως στην ξηρά. Κατόπιν, αφού τοποθέτησε επάνω στη γέφυρα και ένα βλητικό μηχάνημα, άρχισε να χτυπά, μαζί με τα πλοία, εκείνη την περιοχή του τείχους. Τόσο ο αυτοκράτορας όσο και όλη η Πόλη, βλέποντάς τα όλ’ αυτά, έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση σκέψεων. Ο αυτοκράτορας φοβόταν ότι είμαστε λίγοι. Έγινε σύσκεψη και αποφασίστηκε οι λίγοι που βρέθηκαν —στρατηγοί, δήμαρχοι και άλλοι εξέχοντες άντρες, Ιταλοί και Ρωμαίοι—, όταν θα έπαιρναν νεότερη διαταγή, να σπεύσουν σε εκείνες τις περιφέρειες του τείχους, στις οποίες είχε ταχθεί φρουρός ο καθένας τους, και να αντισταθούν στον εχθρό. Πριν απ’ όλους εμπιστεύτηκε στον Ενετό βάιλο Ιερώνυμο Μηνότο να φρουρεί και να κανονίζει την άμυνα της περιοχής ανακτόρων και των γύρω, ενώ στον πρόξενο των Καταλανών Πέτρο Γουλιάνο δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στο λιμένα Βουκολέοντος ως το Κοντοσκάλιο, στο δε Ιάκωβο Κονταρίνη δόθηκε η περιοχή των τειχών του εξωτερικού λιμανιού ως την περιοχή των Υψωμαθίων (και δεν παράλειψε να εκτελέσει όσα αρμόζουν σε στρατιώτη, και μάλιστα ευγενή), ενώ στο Μανουήλ της Λιγουρίας δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στη λεγόμενη Χρυσή πύλη με διακόσιους τοξότες και μπαλαίστρες. Υπήρχε εκεί ένα βλητικό μηχάνημα του αντιπάλου, ντυμένο με δέρματα βουβάλων και βοδιών, που χτυπούσε τα τείχη. Στα αδέρφια Παύλο, Αντώνιο και Τρωίλο εμπιστεύτηκε τη φρούρηση του Μυριάνδρου, σημείο όπου η Πόλη ήταν αδύνατη και επικίνδυνη. Νύχτα μέρα πεζοί και καβαλάρηδες Τούρκοι μάχονταν εκεί γενναία και ανδρεία, και πολλές φορές, αφού πρώτα γκρέμισαν τα τείχη, μπήκαν μέσα, αλλά διώχτηκαν κακήν κακώς και σκοτώθηκαν όχι λίγοι απ’ αυτούς, ενώ ένα μέρος από τις σκάλες τους τις τραβούσαν μέσα και άλλες τις έσπαζαν. Οι άθλοι των αντρών εκεί αξίζουν να μνημονεύονται αιώνια. Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο, άντρα γνώστη κάθε φιλολογικού συγγράμματος και κάτοχο της ελληνικής παιδείας, και τέλειο γνώστη των μαθηματικών, του εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της πύλης της λεγόμενης Σηλυβρίας. Στον Ιωάννη Ισυστινιάνη, το στρατηγό του, και καλό και επιτήδειο σε καθετί, προς τον οποίο και ο βασιλεύς έτρεφε πολλές ελπίδες για τη γενναιότητα, την τόλμη και την ανδρεία του, δόθηκε προς φρούρηση με τετρακόσιους στρατιώτες, Ιταλούς και Ρωμαίους, η περιοχή της πύλης του αγίου Ρωμανού, όπου και σι Τούρκοι μάχονταν περισσότερο απ’ όσο στα άλλα μέρη. Έστησαν το μεγάλο βλητικό μηχάνημα σε εκείνη την περιοχή, επειδή ο τόπος ήταν κατάλληλος για να πραγματωθεί η πολιορκία των τειχών και της Πόλεως, και επειδή ακόμη ο αμιράς είχε ακριβώς απέναντι τη σκηνή του. Το Θεόδωρο τον εκ Καρύστου, άντρα πολεμιστή και δραστήριο και πολύ ασκημένο τοξότη, και τον Ιωάννη το Γερμανό, άντρα που ήξερε θαυμάσια την πολεμική τέχνη, τους διόρισαν να φρουρούν την περιοχή του Καλιγαρίου. Στους Ιερώνυμο και Λεονάρδο από τη Λιγουρία δόθηκε εντολή να φρουρούν την περιοχή της Ξυλόπορτας, ενώ στον καρδινάλιο της Ρωσίας ορίστηκε να φρουρεί την περιοχή από το Κυνηγέσιο ως τον άγιο Δημήτριο. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ορίστηκε φρουρός στην περιοχή Πετρίου και ως την πύλη της αγίας Θεοδοσίας. Στην περιοχή της πύλης της λεγόμενης Ωραίας ορίστηκαν φρουροί οι ναύτες, οι ναύκληροι και οι κυβερνήτες του καραβιού από την Κρήτη.
4. Στο Γαβριήλ Τριβιζάνο, καπετάνιο των ενετικών πλοίων, μαζί με πενήντα άντρες, δόθηκε προς φύλαξη η περιοχή του πύργου στη μέση του ρεύματος που προστάτευε την είσοδο του λιμένα και ήταν απέναντι από τη βασιλική πύλη. Το μέρος που του εμπιστεύτηκαν το φρουρούσε τέλεια, όχι σαν μισθοφόρος, αλλά σαν ποιμένας. Στον Αντώνιο, καπετάνιο των εμπορικών καραβιών, δόθηκαν προς φύλαξη τα δικά του καράβια και τα άλλα που ήταν, όπως είπαμε, μέσα από την αλυσίδα. Τα καράβια αυτά ήταν καλά εφοδιασμένα και παραταγμένα προς μάχη, τα δε πληρώματά τους με σάλπιγγες, τύμπανα και φωνές μεγάλες καλούσαν τα καράβια των Τούρκων προς μάχη, και δεν έλειπαν οι ακροβολισμοί ανάμεσά τους κάθε μέρα· αλλά δεν συμπλέκονταν σοβαρά. Οι άλλοι ευγενείς και άριστοι άντρες της Πόλεως μοιράστηκαν σε καθορισμένους τόπους για να φρουρούν, και έκαναν ό,τι τους ήταν δυνατό. Τους μοναχούς, ιερείς και κληρικούς και τους άλλους αντιπροσώπους του κλήρου, τους διέταξε να χωριστούν από δω κι από κει στο τείχος της Πόλεως και να παρακαλούν το Θεό, ενώ ταυτόχρονα θα χρησίμευαν και ως παρατηρητές, ημέρα και νύχτα, και θα εξιλέωναν το Θεό με δεήσεις υπέρ της σωτηρίας της Πόλεως. Το Δημήτριο Καντακουζηνό, και το γαμπρό του Νικηφόρο Παλαιολόγο, μαζί με μερικούς άλλους, τους έταξαν στην περιοχή των αγίων Αποστόλων και σε άλλους τόπους να περιπολούν με εφτακόσιους άντρες, για να σπεύδουν σε όποια περιοχή ήταν ανάγκη να βοηθήσουν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μαζί με το Φραγκίσκο τον Τολέδο, τον και συγγενή του —λέγεται ότι κατάγεται από τη γενιά του ένδοξου αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού—, περιπολούσε μαζί μας όλη την ημέρα και τη νύχτα, περπατώντας γύρω γύρω μέσα από το τείχος της Πόλεως. Και ετοιμάζαμε τα αναγκαία του πολέμου.
Επειδή στα ανάκτορα δεν υπήρχαν ούτε καν τα χρήματα για το μισθό των στρατιωτών, ο αυτοκράτωρ διέταξε να πάρουν τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού, και να τα ρευστοποιήσουν. Ας μη μας καταλογίσει κανείς ιεροσυλία: αυτό γίνηκε εξαιτίας των αναγκών της περίστασης, και το έπαθε και ο ίδιος ο Δαβίδ, ο οποίος πείνασε και έφαγε τους άρτους της πρόθεσης, που δεν επιτρεπόταν να φαγωθούν παρά μόνο από τους ιερείς. Έλεγε τότε ο μακαρίτης ο αφέντης μου: «Αν ο Θεός λυτρώσει την Πόλη, θα τα ξαναφτιάξω προς χάρη του Θεού».
Έγινε καινούρια σύσκεψη να βάλουν φωτιά στα καράβια που είχαν μεταφερθεί στο λιμάνι με κάποιο τέχνασμα, γιατί τα πλοία αυτά προξενούσαν μεγάλη ενόχληση και κίνδυνο στην Πόλη. Βρήκαν, λοιπόν, έναν τρόπο και ανάγγειλαν την απόφαση στο βασιλέα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκος, άνθρωπος πιο δραστήριος στα έργα παρά στα λόγια, όταν πήρε εντολή να βγάλει πέρα την υπόθεση άρχισε τη δουλειά του επιτήδεια και ωραία ως εξής: Βρήκε τρία πλοιάρια ταχύπλοα και ευκίνητα, και έβαλε μέσα σαράντα θαρραλέους νέους, μεγαλόψυχους και ανδρείους, Έλληνες και Ιταλούς. Αφού τους έδωσε λεπτομερείς εντολές και αφού τους εξήγησε την τεχνική του υγρού πυρός, τους διέταξε να πάνε νύχτα προς τη μεριά του Γαλατά, και κοντά στην παραλία εκείνη να πλησιάσουν με τα καράβια και να δράσουν σύμφωνα με το σχέδιο. Και θα γινόταν, αν δεν έμπαινε εμπόδιο η κακή τύχη. Ήρθαν πολύ επιδέξια, ανέβηκαν στη γέφυρα, πέρασαν και άφησαν εκεί δύο νέους με μια συσκευή, οι οποίοι, όταν σι άλλοι θα πλησίαζαν τα καράβια, θα τους έκαναν σινιάλο, και τότε θα άναβαν με θειάφι το υγρό πυρ, στην κατάλληλη στιγμή. Έφτασαν κοντά στα πλοία, αλλά ο Θεός για τις αμαρτίες μας εμπόδισε την επιχείρηση· ή, από απροσεξία κάποιου από τους νέους εκείνους, ένας υπηρέτης γνωστοποίησε Το μυστικό στους αντίπαλους. Αυτοί, έχοντας φρουρούς άγρυπνους και κατάσκοπους, μόλις τους είδαν με συσκευές και πέτρες, βύθισαν με άλλα πλοιάρια ένα από τα πρώτα και συνέλαβαν μερικούς ανθρώπους. Έτσι οι δικοί μας δεν έκαναν τίποτε άλλο, εκτός από το να κάψουν ένα καράβι, αλλά πλήθος Τούρκοι όρμησαν στη γέφυρα και έσβησαν τη φωτιά. Τους ωραίους και θαυμαστούς εκείνους νέους ο ασεβής αμιράς πρόσταζε να θανατώσουν αλύπητα το πρωί, μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Έγινε μεγάλος θρήνος γι’ αυτούς στην Πόλη και ο βασιλεύς, καταλυπημένος, διέταξε κι αυτός να θανατώσουν επάνω στον πύργο τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ήταν οι εκτελεσθέντες Τούρκοι διακόσιοι εξήντα τον αριθμό, και εξαιτίας αυτού έγιναν σκάνδαλα και ξέσπασε έρις ισχυρή μεταξύ Ενετών και Γενουατών. Έλεγαν οι Γενουάτες και ισχυρίζονταν ότι είναι πιο έμπειροι από τους Ενετούς σε κάθε περίπτωση, και ο Ιάκωβος Κόκος, λόγω απειρίας, δεν ήξερε τι έκανε, ούτε εκείνος ούτε οι άλλοι Ενετοί σε ό,τι επιχειρούσαν. Γι’ αυτό το λόγο χάθηκαν και σι σαράντα εκείνοι νέοι, που τόση λύπη κατέλαβε γι’ αυτούς τον κόσμο, και δεν έκαψαν ούτε τα καράβια ούτε τη γέφυρα στο λιμάνι. Ο βασιλεύς, μαθαίνοντας τα γεγονότα, έτρεξε και μίλησε στους Ενετούς και τους Γενουάτες και τους είπε, εκφράζοντας τη λύπη του: «Σας παρακαλώ, αδελφοί, να ειρηνεύσετε. Μας φτάνει ο εξωτερικός πόλεμος· μη σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, για το όνομα του Θεού». Τους είπε κι άλλα πολλά, και τους ειρήνευσε.
Ο αμιράς, βλέποντας ότι σε τίποτε δε χρησίμευσε η επιχείρησή μας κατά των πλοίων, και μάλλον μας ζημίωσε, χάρηκε πολύ και είπε σοβαρά και αγέρωχα: «Όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοί, θα τα κάνω εγώ». Έστησε, λοιπόν, ψηλά στο λόφο του Αγίου Θεοδώρου στο Γαλατά μεγάλα βλητικά μηχανήματα για να βυθίσει τα καράβια μας που ήταν στην είσοδο του λιμένα, ή να τα αναγκάσει να φύγουν από εκεί. Αυτά τα έκανε όχι μόνο για την είσοδο του λιμένα, αλλά για να καταστρέψει τα καράβια των Γενουατών, και για να μας αποδείξει ότι είναι ικανός για τα πάντα, και ότι είναι έξυπνος και πολυμήχανος. Βλέποντας οι του Γαλατά ότι ήθελε να καταστρέψει τα καράβια, μαζεύτηκαν και του παρήγγειλαν: «Δεν είναι δίκαιο να καταστρέψεις τα εμπορικά καράβια μας, τα δικά μας και τα γενουατικά, γιατί έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί σου». Και αυτός τους έδωσε την απάντηση: «Αυτά τα καράβια δεν είναι εμπορικά, αλλά πειρατικά· και δεν ήρθαν εδώ ως εμπορικά, αλλά για να βοηθήσουν τον εχθρό μας, το βασιλέα. Και εγώ σαν ανοιχτούς εχθρούς θα τους τιμωρήσω· και σεις πηγαίνετε στο καλό, ως φίλοι». Έβαλε, λοιπόν, μπροστά τη δουλειά και έδωσε σινιάλο· και ο τεχνίτης του πρώτου βλητικού μηχανήματος χτύπησε τη ναυαρχίδα των πλοίων και τη βύθισε. Τα άλλα καράβια, βλέποντας τον κίνδυνο, θέλησαν να ξεφύγουν, και τράβηξαν γρήγορα και αγκυροβόλησαν προς την πλευρά του Γαλατά, για να προστατεύονται από τα ψηλά κτίρια. Αυτός, όμως, μη λογαριάζοντας τίποτε, κατέστρεψε πολλά σπίτια, για να μπορεί να χτυπάει ανεμπόδιστα τα πλοία. Και ήταν να θαυμάζει Κανείς· γιατί, ενώ έριξε πάνω από εκατόν τριάντα βολές, δεν επέφερε καμιά επιπλέον βλάβη στα πλοία, ούτε σκότωσε άνθρωπο, εκτός από μια γυναίκα, που σκοτώθηκε από πέτρα που έπεσε από τα τείχη
Για κάμποσες μέρες ο αμιράς δεν ερχόταν σε αποφασιστική ρήξη, όπως συνήθιζε παλιότερα, αλλά έκανε μόνο μακρινούς ακροβολισμούς. Και δεν έπαυε να χτυπάει με τις μηχανές του το τείχος δυνατά, μέρα και νύχτα. Μερικοί, που δεν ήταν και τόσο έμπειροι από πόλεμο, βλέποντας ότι δε γίνονταν συμπλοκές, άφηναν τα πόστα τους και πήγαιναν στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι, βρίσκοντας ευκαιρία, τα γεμάτα χώμα κοφίνια που σχημάτιζαν σε μερικές τοποθεσίες ανάχωμα, και που χρησίμευαν για την προστασία των ανθρώπων στις συμπλοκές, με σιδερένια νύχια, δηλαδή αγκίστρια, τα έσερναν κάτω. Οι δήμαρχοι τα επισκεύαζαν αμέσως. Μαθαίνοντας ο αυτοκράτορας από το στρατηγό ότι γινόταν αυτό που περιγράψαμε, φοβέρισε αυτούς που φέρονταν τόσο επιπόλαια, αλλ’ αυτοί αποκρίθηκαν ότι επειδή δεν έχουν να φάνε και να πιουν τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους, γι’ αυτό εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Ακούγοντάς το ο βασιλεύς καθόρισε ότι όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν λόγω γήρατος ή για άλλη αιτία, να μοιράζουν στα σπίτια και τους πύργους τα ψωμιά και τα άλλα τρόφιμα, σύμφωνα με την αναλογία του καθενός. Ο πόλεμος δυνάμωνε μέρα με την μέρα, επειδή οι αντίπαλοι έφερναν συνεχώς νέο στρατό από την Ασία Ο δικός μας εφοδιασμός λιγόστευε και κοβόταν σαν το φεγγάρι στη χάση του, επειδή και καθημερινά είχαμε θανάτους. Μερικοί δικοί μας, απείθαρχοι και μισάνθρωποι, βλέποντας να λιγοστεύει η δύναμή μας, βρήκαν τον καιρό και την πονηρή όρεξη και έκαναν κάθε μέρα καβγάδες και φασαρίες, και βρίζανε και κορόιδευαν στους δρόμους και τις πλατείες της Πόλεως το δυστυχή βασιλέα· και έχυναν αληθινό οχετό εναντίον του και εναντίον των άλλων αρχόντων από το βρομόστομά τους, χωρίς να φοβούνται ούτε το Θεό ούτε το βασιλέα, ή να ντρέπονται τους ανθρώπους. Ο άκακος βασιλεύς, μιμούμενος τα λόγια του Δαβίδ, έλεγε: «Εγώ δεν ακούω, σαν να είμαι κουφός, και έχω γίνει άλαλος· και έγινα άνθρωπος που δεν ακούει και δεν έχει απάντηση στο στόμα του, γιατί οι εχθροί μου ζουν και είναι δυνατότεροί μου, γιατί έχουν πληθύνει όσοι με μισούν άδικα». Μερικοί τον πλησίαζαν και του έλεγαν ότι ο δείνα και ο δείνα είπαν αυτό και εκείνο, κι άλλους τους άκουγε μόνος του στο δρόμο. Και πραγματώθηκε για μας το ρητό που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι είναι φίλοι στους ευτυχείς, ενώ στους δυστυχείς ούτε ο ίδιος ο γονιός τους».
Στις 24 Μαΐου ψιθυρίστηκε ότι ο αμιράς πήρε την απόφαση να μας πολεμήσει σφοδρά στις 29 του ίδιου μήνα, από ξηρά και θάλασσα, δημιουργώντας συμπλοκές και συρράξεις. Όλοι οι στρατηγοί και οι δήμαρχοι, και Ιδιαίτερα ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, δεν έπαυαν να μεταχειρίζονται κάθε τέχνασμα για την απόκρουση του αντιπάλου, και όλη τη νύχτα με κάθε τρόπο διόρθωναν τα τείχη που είχαν γκρεμιστεί από τα βλητικά μηχανήματα. Ο Ιουστινιάνης τότε έστειλε προς το μέγα δούκα Νοταρά και του ζητούσε να του αποστείλει μερικά βλητικά μηχανήματα που υπήρχαν στην περιοχή την οποία φρουρούσε αυτός. Ο Ιουστινιάνης είχε αντιρρήσεις, και ισχυριζόταν ότι δε χρειάζονταν τόσα βλητικά μηχανήματα σ’ εκείνα τα μέρη που βρέχονταν από τη θάλασσα. Για τις αιτίες αυτές ήρθαν στα λόγια και εκτόξευαν ύβρεις από το στόμα τους ο ένας εναντίον του άλλου· και ο Ιουστινιάνης έλεγε το Νοταρά άχρηστο και φουσκωμένο και εχθρό της πατρίδος, και ο Νοταράς, από την άλλη, έλουζε τον Ιουστινιάνη με άλλο υβρεολόγιο. Ακούγοντάς τα αυτά ο αυτοκράτωρ τους πήρε ιδιαιτέρως και τους είπε: «Αδερφοί, δεν είναι καιρός να γίνονται τέτοια πράγματα μεταξύ μας και να λέμε όλ’ αυτά, και να στήνουμε έριδες· αντίθετα, πρέπει να συγχωρούμε όσους μας μισούν και να παρακαλούμε το Θεό να γλιτώσουμε από το ανοιχτό στόμα του θηρίου που μας απειλεί». Τους είπε και άλλα πολλά και τους συμβίβασε· και ο καθένας ξαναγύρισε στον τόπο που του είχαν εμπιστευτεί, εκτελώντας την υπηρεσία του. Ο Ιουστινιάνης αποδείχτηκε φοβερός για τους αντιπάλους, και ιδιαίτερα εκείνες τις μέρες, τόσο στα λόγια όσο και στο να επισκευάζει και να δρα. Και καθημερινά εκτελούσε ακροβολισμούς και συμπλοκές εναντίον των εχθρών, και πολλούς τους συλλάμβανε και άλλους τους σκότωνε «εν στόματι μαχαίρας». Οι πάντες θαύμαζαν τα κατορθώματα και τα έργα του άντρα και τον έλεγαν λυτρωτή και σωτήρα της Πόλεως. Δεν έμεινε όμως έτσι ως το τέλος· τη φήμη που είχε κερδίσει με την ανδρεία του την κατέστρεψε τελικά η δειλία του.
Και ενώ έτσι είχαν για μας τα πράγματα, διαδόθηκε μια ψεύτικη φήμη στο εχθρικό στρατόπεδο, ότι έρχεται από την Ιταλία στόλος προς βοήθεια της Πόλεως· επίσης ο Ίαγκος ο ρήγας της Ουγγαρίας, με πολύ στρατό, ιππικό και πεζικό. Ακούγοντάς το οι Αγαρηνοί, τους έπιασε μεγάλος φόβος και εκσφενδόνιζαν κατάρες κατά του αμιρά και γόγγυζαν ότι αυτό θα ήταν αφανισμός για το γένος τους, επειδή ήταν αδύνατο να τους αντισταθούν.
Επίσης, και ο αμιράς είχε πέσει σε πολλές σκέψεις, ταραχή και δειλία, και όλοι οι συμβουλάτορές του ήταν περίλυποι· πρώτον, γιατί τους ανακοινώθηκε η είδηση για τη βοήθεια, και δεύτερον, γιατί θεωρούσαν πως όλο αυτό το στράτευμα, φοβερό και απειράριθμο, τόσες μέρες δεν κατόρθωσε τίποτα από στεριά και θάλασσα· και πολλές φορές, με τόσα μηχανήματα και δυνάμεις, ενώ είχαν τοποθετήσει τις σκάλες στα τείχη διώχτηκαν κακήν κακώς και γκρεμίστηκαν κάτω, και σκοτώθηκαν πολλοί ανάμεσά τους· έτσι έπιασε τους Τούρκους δειλία ακατάσχετη. Τρίτος λόγος ήταν ότι έβλεπαν ένα περίεργο σημείο· ένα αστραφτερό φως κατέβαινε από τον ουρανό όλη νύχτα και στεκόταν πάνω από την Πόλη και την έσκεπε. Βλέποντας αυτό το φως, έλεγαν αρχικά ότι ο Θεός οργίστηκε εναντίον των Χριστιανών και ήθελε να τους κάψει και να τους κάνει δούλους των Αγαρηνών. Βλέποντας, όμως, ότι γκρεμίζονταν πάντοτε ντροπιασμένοι από τα τείχη και τις σκάλες, και δεν έκαναν τίποτα με τόσα τεχνάσματα, ακούγοντας κιόλας τη φήμη για το στόλο από την Ιταλία και για τον Ίαγκο, έλεγαν πλέον για το φως εκείνο ότι ο Θεός είναι σύμμαχος και προστάτης των Χριστιανών και υπερασπιστής τους· και γι’ αυτό «χωρίς τη θέλησή του δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Για όλες αυτές τις αιτίες ο αμιράς, καθώς είπα με, και όλος ο στρατός του ήταν κατηφείς και λυπημένοι. Θέλησε τότε να σηκωθεί την επόμενη, και να λύσει την πολιορκία, αλλά το προηγούμενο βράδυ της ημέρας που ήταν να φύγουν βλέπουν πάλι, όπως συνήθως, το φως να κατεβαίνει από τον ουρανό. Όμως δεν απλωνόταν, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες μέρες, ώσπου να σταθεί πάνω από την Πόλη όλη τη νύχτα, αλλά φάνηκε μονάχα από μακριά, και αμέσως διασκορπίστηκε. Μόλις το είδαν αυτό ο αμιράς και όλοι οι δικοί του, γέμισαν από έξαλλη χαρά και έλεγαν «τώρα ο Θεός τους εγκατέλειψε»· και το ίδιο πίστευαν και σι σοφοί και οι γραμματισμένοι της μιαρής θρησκείας και πλάνης τους, και ότι το φως φανέρωνε πως θα πάρουν την Πόλη. Έτσι, όλοι είχαν καλές ελπίδες, οι οποίες και πραγματώθηκαν, για τις αμαρτίες μας.
Ο πρώτος σύμβουλος του αμιρά, ονόματι Αλή-πασάς, άνθρωπος δοκιμασμένος περισσότερο από κάθε άλλον, και πρακτικός, βλέποντας τον αμιρά να στέκεται έτσι και όλους τους άλλους γεμάτους φόβο και δειλία, φαινομενικά λυπόταν και αυτός, αλλά μέσα του χαιρόταν. Αιτία ήταν ότι αυτός πάντοτε στα συμβούλια έλεγε στον αμιρά να μην αρχίσει πόλεμο εναντίον της Πόλεως, γιατί υπήρχε κίνδυνος μόλις το μάθουν οι ηγεμόνες της Δύσης να συναχθούν και να ομονοήσουν, διώχνοντας τους Τούρκους από την Ευρώπη. Και τότε, δείχνοντας τάχα ότι λυπάται, έλεγε στον αμιρά: «Εγώ από την αρχή ήξερα πως έτσι θα γίνουν τα πράγματα· και πολλές φορές στο είπα και δε με άκουσες. Τώρα, αν σ’ αρέσει πάλι να φύγουμε από δω, καλό είναι, για να μη γίνει τίποτα χειρότερο». Ο αμιράς ακούγοντας αυτά τα λόγια έμεινε μισοπεθαμένος από τη λύπη και στενοχωριόταν· Πώς να γίνει έτσι ντροπιασμένος φυγάς! Βλέποντας τον Αμιρά ο δεύτερος βεζίρης του, ο Σογάν-πασάς, να είναι έτσι και να σκέφτεται μ’ αυτό τον τρόπο, τον συμβούλεψε να αρχίσει τη μάχη εναντίον μας, επειδή κιόλας φθονούσε τον Αλή-πασά. Είχαν αναμεταξύ τους κρυφή έχθρα· και έτσι, ενθαρρύνοντας τον αμιρά, του λέει: «Γιατί αμιρά στέκεις σκυθρωπός και λυπημένος; ποια είναι η δειλία που σε κατέλαβε ; τι διαλογισμοί σου τρώνε την καρδιά; Ο Θεός είναι μαζί σου, μη λυπάσαι. Δεν βλέπεις ότι με το φως εκείνο σου δίνει ένα σημάδι πως Θα σου παραδώσει την Πόλη Δεν βλέπεις τον αναρίθμητο στρατό που διαθέτεις, τον τόσο καλά εφοδιασμένο, και ότι όλη η προετοιμασία σου είναι αρκετή και καλή; Ο στρατός του Αλέξανδρου του Μακεδόνα δεν υπήρξε ποτέ τόσος όσος ο δικός σου, ούτε είχε τόσο καλό εφοδιασμό· και όμως, κυρίευσε όλο τον κόσμο. Εγώ ούτε πιστεύω ούτε φοβάμαι πως θα ‘ρθει εδώ στόλος από την Ιταλία, όπως λένε μερικοί, και ο αδερφός μου ο Αλή-πασάς. Αφού ξέρετε καλά πως η πολυαρχία των Ιταλών αρχόντων και των άλλων δυτικών τους κάνει αναρχούμενους, και δεν υπάρχει ομόνοια ανάμεσά τους. Όταν πάλι μερικοί απ’ αυτούς ομονοήσουν με κόπο και πολλές συμφωνίες, η συμφωνία τους διαλύεται σε λίγο καιρό και δεν τραβάει σε μάκρος. Κι’ όταν ακόμη έχουν συνάψει συμφωνίες, ο ένας υπονομεύει τον άλλο για το πώς θ’ αρπάξει ο ένας του άλλου, και προσέχει ο ένας τον άλλο και φυλάγεται. Πολλά συσκέπτονται, αποφασίζουν και λένε, αλλά λίγα κάνουν. Οι αποφάσεις που παίρνουν το βράδυ δεν τους ικανοποιούν το πρωί. Και όταν η απόφαση ορθοποδήσει, χρονίζουν στα έργα. Αυτό το κάνουν για να βρουν κατάλληλη ευκαιρία, σύμφωνη με τις γνώμες τους και τις ορέξεις τους. Ακόμη, όταν καταπιαστούν με ένα έργο και βάλουν μπρος, δεν κατορθώνουν τίποτε, λόγω των ασυμφωνιών τους. Τώρα μάλιστα, όπως ξέρετε, έχουν καινούριες διαφορές μεταξύ τους, μια μερίδα απ’ αυτούς. Και, ωστόσο, εγώ θα ρωτήσω πάλι, αν και το βλέπω αδύνατο για τις αιτίες που είπα: Αν αληθινά προκύψει στόλος από την Ιταλία, τι φόβο έχουμε; Ουδέποτε Θα ‘ρθει πλήθος στρατού, που να είναι έστω και το μισό του δικού μας στρατού· ούτε και το τέταρτο. Γι’ αυτό έχε θάρρος, αμιρά αφέντη μας. Δεν έχεις προς το παρόν κανέναν άλλο φόβο, εκτός από το φόβο του Θεού. Έχε κουράγιο, να είσαι αισιόδοξος, ενίσχυε τις δυνάμεις σου και μην παραλείπεις να ασκείσαι στην τέχνη του πυρός σήμερα και αύριο, για να καταστρέψεις όσο το δυνατόν περισσότερο τα τείχη με τα τηλεβόλα». Τα λόγια αυτά, καθώς και οι σκέψεις, άρεσαν πάρα πολύ στον αμιρά, ο οποίος χάρηκε και πήρε ανάσα από τη λύπη που τον κατείχε. Έδωσε, λοιπόν, τη διαταγή: «Επιθεώρησε το στρατό αυτή τη νύχτα και μάθε ποιο είναι το ηθικό του». Αυτός εκτέλεσε τη διαταγή και είπε γυρίζοντας: «Είδα το στρατό και τον μελέτησα. Και να το συμπέρασμά μου: πολέμησε με προθυμία και η νίκη είναι δική σου». Τότε ο αμιράς του αποκρίθηκε: «Λοιπόν, Σογάν, σου αρέσει να δοκιμάσουμε κι εμείς την τύχη και να δούμε αν επιθυμεί να μας βοηθήσει και εμάς, όπως πολλούς άλλους. Στείλε, λοιπόν, στο Γαλατά μια φρουρά, για να μην περάσουν από εκεί λαθραία και βοηθήσουν την Πόλη». Ακούγοντάς τα αυτά ο Αλή-πασάς λυπήθηκε πολύ· ντράπηκε που υπερίσχυσαν τα επιχειρήματα του Σογάν-πασά και από το φθόνο του ήθελε, αν ήταν δυνατό, να εφαρμόσει ένα τέχνασμα, ώστε να μην μπορούν να κάνουν τίποτε εναντίον της Πόλης. Μήνυσε στο βασιλέα τα συμβάντα, και τον παρακινούσε να μη φοβάται, γιατί στους πολέμους πολλές φορές η τύχη είναι απρόβλεπτη. Γι’ αυτό οι φρουροί να μένουν άγρυπνοι στις θέσεις τους. Ήταν 27 Μαΐου, το βράδυ. Ο αμιράς είχε δώσει διαταγή όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα να ανάψουν λαμπάδες, να μείνουν νηστικοί όλη τη μέρα και να λουστούν επτά φορές, για να παρακαλέσουν το Θεό, νηστικοί και καθαροί, να τους δώσει τη νίκη στην Πόλη. Έτσι και έγινε. Το δεύτερο βράδυ, κατά τη δύση του ήλιου και μετά το δείπνο, ο αμιράς στάθηκε ανάμεσά τους και τους έβγαλε λόγο.
5. «Ω αγαπητά μου παιδιά, από το Θεό, τον προφήτη του Μωάμεθ και εμένα τον ίδιο το δούλο του, σας παρακαλώ και σας ικετεύω να κάνετε αύριο έργο αξιομνημόνευτο, όπως και οι πριν από μας παντού ως τα τώρα έκαναν, όπως είναι φανερό, και με προθυμία, γενναιότητα και μεγαλοψυχία να περάσετε σαν φτερωτοί με τις σκάλες πάνω από το τείχος. Και τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας και τους χάρισε ο Θεός μη γίνετε αφορμή εσείς να τη χάσουμε· αντίθετα, πλησίασε η ώρα να την αυξήσου με κατά πολύ». Τους είπε και πολλά άλλα λόγια στρατιωτικού περιεχομένου, και τους φούντωσε το φρόνημα για να δράσουν γενναία. Και κατέληξε: «Αν μερικοί από σας σκοτωθούν, όπως είναι φυσικό στους πολέμους, και γραφτό της μοίρας του καθενός, ξέρετε πολύ καλά τι λέει ο προφήτης μας στο Κοράνι: εκείνος που θα πεθάνει υπό τέτοιες συνθήκες θα δειπνήσει και θα πιει στον παράδεισο, ολόσωμος μαζί με το Μωάμεθ· και με παιδιά και με ωραίες γυναίκες και παρθένες θα αναπαυτεί σε τόπο χλοερό και αρωματισμένο από λουλούδια, θα λουστεί σε ωραιότατο λουτρό και θα έχει τα πάντα από το Θεό σε εκείνο τον τόπο. Και πάλι, σ’ αυτή τη ζωή, όλος ο στρατός και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα έχουν από μένα κατ’ αναλογία θα είναι διπλάσιος για τον καθέναν απ’ όσα έχουν τώρα· αυτός θ’ αρχίζει από σήμερα και θα καταβάλλεται ως το τέλος της ζωής τους. Σε τρεις ημέρες η Πόλη θα είναι δική σας. Ό,τι κι αν αρπάξετε ή βρείτε, χρυσό ή ασημένιο σκεύος και ρούχα, αιχμαλώτους —άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους— κανείς δε θα μπορεί να σας τα ζητήσει ή να σας ενοχλήσει στο ελάχιστο». Αφού τελείωσε το λόγο του, τους όρκισε να διαφυλάξουν όσα τους διέταξε. Αυτοί χάρηκαν πολύ ακούγοντάς τα, και με μια φωνή αλάλαξαν όλοι στη γλώσσα τους: «Αλλάχ, Αλλάχ Μεεμέτ ρεσούλ Αλλάχ!» που σημαίνει «ο Θεός των Θεών, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του».
Ακούγοντας εμείς στην Πόλη την πελώρια κραυγή που έμοιαζε με βρόντο μεγάλο της θάλασσας, αναρωτιόμασταν τι να ήταν άραγε. Σε λίγο μάθαμε σίγουρα ότι για την επαύριο ο αμιράς ετοίμαζε πόλεμο εναντίον της Πόλεως από ξηράς και θαλάσσης, όσο πιο σφοδρό μπορούσε. Εμείς, βλέποντας τόσο μεγάλο πλήθος ασεβών —όπως μου φάνηκε εμένα, ήταν περίπου πεντακόσιοι προς έναν, σε σχέση με μας—, όλες τις ελπίδες μας τις κρεμάσαμε στο Θεό. Διέταξε, λοιπόν, ο αυτοκράτωρ τους ιερείς, αρχιερείς και μοναχούς, γυναίκες και παιδιά, μαζί με τις άγιες και σεπτές εικόνες και τα άγια λείψανα, να περιφέρονται με δάκρυα στα τείχη της Πόλεως και να ψάλλουν το «κύριε ελέησον», και να ικετεύουν το Θεό να μη μας παραδώσει για τις αμαρτίες μας στα χέρια εχθρών ανόμων και αποστατών και πονηρότατων σε όλη την οικουμένη, αλλά να μας λυπηθεί, ως κληρονόμους του αληθινού Θεού. Και με κλάματα ενθάρρυνε ο ένας τον άλλο να αντισταθούν γενναία στον εχθρό την ώρα της συμπλοκής. Επί σης, και ο αυτοκράτωρ στο ίδιο οδυνηρό βράδυ της Δευτέρας, αφού μάζεψε τους πάντες, άρχοντες και αρχόμενους, δήμαρχους, εκατόνταρχους, πρόκριτους και στρατιώτες, τους είπε τα εξής:
6. «Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας. Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη. Μη δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια. Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα. Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν. Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους. Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα. Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά. Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο. Και αυτός ο ασεβέστατος την άλλοτε περιφανή και ζωηρή σαν ρόδο του αγρού Πόλη θέλει να την υπαγάγει υπό την εξουσία του. Αφού η αυτοκρατορία μας υποδούλωσε, μπορώ να πω, σχεδόν όλη την υφήλιο, και υπόταξε κάτω από τα πόδια της τον Πόντο, την Αρμενία, την Περσία, την Παφλαγονία, Αμαζόνες και Καππαδοκία, Γαλατία και Μηδία, Κολχούς και Ίβηρες, Βοσποριανούς και Αλβανούς, Συρία και Κιλικία και Μεσοποταμία, Φοινίκη και Παλαιστίνη, Αραβία και Ιουδαία, Βακτριανούς και ΣκύΘες, Μακεδονία και Θεσσαλία, Ελλάδα, Βοιωτία και Λοκρούς και Αιτωλούς, Ακαρνανία, Αχαΐα και Πελοπόννησο, Ήπειρο και Ιλλυρικό, τους Λυχνίτες κοντά στην Αδριατική, Ιταλία, Τοσκάνη, Κέλτες και Κελτογαλάτες, Ιβηρία ως τα Γάδειρα, Λιβύη και Μαυριτανία και Μαυρουσία, Αιθιοπία, Βελέδες Σκούδη, Νουμιδία και Αφρική και Αίγυπτο, Τώρα σκέφτεται αυτός να μας υποδουλώσει, και την Πόλη που κυριαρχεί στον κόσμο να την υποτάξει σε ζυγό και δουλεία, και τις άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνούνταν η αγία Τριάδα και δοξολογούνταν ο Θεός, και όπου οι άγγελοι ακούγονταν να υμνούν τη Θεία και ένσαρκη πρόνοια του Λόγου του Θεού, Θέλει να τις κάνει προσκύνημα της δικής του βλασφημίας και του ανόητου ψευδοπροφήτη του Μωάμεθ, και στάβλο για άλογα και καμήλες. Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, θυμηθείτε όλα αυτά, για να μνημονεύουν τη δόξα σας και την ελευθεροφροσύνη σας αιώνια».
Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και τους είπε: «Ευγενείς Ενετοί, αγαπημένοι αδερφοί μας εν Χριστώ τω Θεώ, άνδρες ισχυροί και δυνατοί στρατιώτες και δόκιμοι στους πολέμους, εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας. Σας λέω λοιπόν άλλη μια φορά, και σας παρακαλώ, αυτή την ώρα να ενεργήσετε ως φίλοι της πίστης, ομόθρησκοι και αδερφοί». Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες: «Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς. Τώρα πάλι έφτασε ο καιρός να δείξετε, βοηθώντας την, την αγάπη σας εν Χριστώ, την ανδρεία σας και τη γενναιότητά σας». Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο». Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
7. Μόλις τ’ άκουσαν οι δυστυχείς Ρωμαίοι, έκαναν καρδιά λιονταριού και, αφού συχωρέθηκαν μεταξύ τους, ζητούσαν να συνασπιστούν ο ένας με τον άλλο, χωρίς να θυμούνται ούτε αγαπημένα παιδιά ούτε γυναίκες ούτε περιουσία, παρά μόνο ήθελαν να πεθάνουν για να υπερασπίσουν την πατρίδα. Ο καθένας ξαναγύριζε στον τόπο που του είχε οριστεί, και φρουρούσαν άγρυπνα τα τείχη. Ο αυτοκράτορας πήγε και προσευχήθηκε στον πάνσεπτο ναό της Αγίας Σοφίας και μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, πράγμα που έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Κατόπιν ήρθε στα ανάκτορα και, αφού έμεινε λίγο, ζήτησε συγχώρηση απ’ όλους. Ποιος θα διηγηθεί τους κλαυθμούς και τους θρήνους εκείνη τη στιγμή στο παλάτι; Ακόμα και αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα, δεν μπορούσε να μη θρηνήσει.
Ανεβήκαμε στα άλογα και βγήκαμε από τα ανάκτορα περιδιαβαίνοντας τα τείχη, για να φιλοτιμήσουμε τους φρουρούς να φυλάνε άγρυπνα. Τη νύχτα εκείνη ήταν όλοι στα τείχη και τους πύργους. Όλες οι πύλες ήταν κλεισμένες ασφαλέστατα και δεν μπορούσε κανείς να βγει ή να μπει. Όταν φτάσαμε στα Καλιγάρια, την πρώτη ώρα του λαλήματος του πετεινού, κατεβήκαμε από τα άλογα και ανεβήκαμε στον πύργο· ακούσαμε συχνές ομιλίες και μεγάλο θόρυβο περίεργο απ’ έξω, και μας είπαν οι φρουροί ότι αυτό κάνουν όλη τη νύχτα. Έσερναν όσα μηχανήματα ετοίμαζαν για την τειχομαχία, κουβαλώντας τα κοντά στο όρυγμα. Ταυτόχρονα, μετακινούσαν από τις ακτές τα μεγαλύτερα σκάφη τους και τα έφερναν κοντά στα τείχη και τις γέφυρες. Κατά το δεύτερο λάλημα του πετεινού, χωρίς κανένα σινιάλο, όπως συνέβαινε να γίνεται τις προηγούμενες ημέρες, άρχισαν τον πόλεμο με μεγάλη βιασύνη και βία. Ο αμιράς είχε καθορίσει προηγουμένως ότι όλοι όσοι δεν είχαν μεγάλη πολεμική πείρα, και μερικοί γέροι και νέοι, αυτοί θα άρχιζαν πρώτοι τη μάχη, και θα συμπλέκονταν για να μας κουράσουν λίγο και κατόπιν οι άλλοι, οι πιο δυνατοί, ανδρείοι και έμπειροι στον πόλεμο, με περισσότερο θάρρος και προθυμία θα βάδιζαν εναντίον μας. Έτσι και έγινε· και ο πόλεμος και η συμπλοκή άναψαν σαν καμίνι. Οι δικοί μας έδειχναν γενναία αντίσταση και τους υποδέχονταν σκληρά, γκρεμίζοντάς τους από τα τείχη· και κατέστρεψαν αρκετά πολεμικά όργανά τους και σκεύη. Και από τις δυο μεριές έγινε θανατικό, και μάλιστα από την πλευρά των Τούρκων. Μόλις άρχισαν να μη φαίνονται τ’ αστέρια του ουρανού και ξημέρωσε η αυγή βάφοντας ροδόχροη την ανατολή, όλο το πλήθος των αντιπάλων έγινε σαν κομπολόι, από το ένα μέρος της πόλης ως το άλλο. Τα πολεμικά όργανα, τύμπανα και άλλα πνευστά, ήχησαν, ενώ ακούστηκαν φωνές και αλαλαγμοί ισχυροί, και όλα τα τηλεβόλα ξέρασαν φωτιά. Όλοι μαζί, την ίδια στιγμή, από ξηρά και θάλασσα έκαναν επίθεση και ήρθαν σε πολεμική σύρραξη. Μερικοί θαρραλέοι πολεμιστές ρίχνουν τις σκοινένιες σκάλες, ενώ τα βέλη, πυκνά, στρέφονται εναντίον αυτών που ήταν στους πύργους. Η μάχη κράτησε δυο ώρες, γεμάτη φρίκη και στεναγμούς, και επικράτησαν μάλλον οι Χριστιανοί. Τα καράβια με τις σκάλες και τις γέφυρες αποχώρησαν άπρακτα από τα τείχη προς τη θάλασσα, ενώ τα πετροβόλα μηχανήματα μέσα από την Πόλη σκότωσαν πολλούς Αγαρηνούς. Και από τη στεριά, με τον ίδιο και χειρότερο τρόπο υποδέχτηκαν τον εχθρό. Κι ήταν παράξενο το θέαμα, σαν ένα σκοτεινό σύννεφο που σκέπαζε τον ήλιο και τον ουρανό. Και από τα μηχανήματα έριχναν υγρό πυρ και έκαιγαν τους εχθρούς, και τις εξέδρες και τις σκάλες τις τσάκιζαν, μαζί κι αυτούς που τις ανέβαιναν, ρίχνοντας από πάνω βαριές πέτρες, και τους έδιωχναν με βλητικά μηχανήματα και τόξα. Και όπου έβλεπαν συγκέντρωση πολλών, εκεί και έβαζαν φωτιά με τα τηλεβόλα και χτυπούσαν και σκότωναν πολλούς. Οι αντίπαλοι, από την κούραση του πολέμου και την αντίσταση, είχαν τόσο αγανακτήσει, ώστε ήθελαν να οπισθοχωρήσουν λίγο, για να πάρουν ανάσα. Οι υπαξιωματικοί και οι ραβδούχοι της αυλής με σιδερένιες ράβδους και βούνευρα χτυπούσαν τους στρατιώτες τους για να μη δείχνουν τα νώτα τους στον εχθρό. Ποιος θα διηγηθεί τις φωνές και τις κραυγές τότε, και τις οιμωγές των πληγωμένων που ανέβαιναν ως τον ουρανό, φωνές και κρότοι. Και μερικοί δικοί μας βλέποντάς τους έτσι να πάσχουν έλεγαν μεγαλόφωνα: «Αυτά κάνατε, γι’ αυτό φάγατε τα μούτρα σας». Κι αυτοί, θέλοντας με τη βία να δείξουν την ανδρεία τους, ανέβαιναν και πάλι τις σκάλες· και μερικοί άλλοι τολμηροί, δυνατοί και δραστήριοι, ανέβαιναν ο ένας στους ώμους του άλλου, και τρίτος επάνω στους ώμους του δεύτερου, όπως μπορούσε, για να φτάσουν επάνω στα τείχη. Και κάνοντας όλα αυτά χτυπιούνται σφοδρά και βίαια στις εισόδους και τις ανόδους· γίνεται μάχη φοβερή και τα ξίφη συμπλέκονται τσακισμένα και γίνεται σκοτωμός πολύς κι από τις δύο πλευρές. Και ενώ η μάχη έκλινε προς την παράταξή μας, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, άνδρες άριστοι, όρμησαν μπροστά και νίκησαν τους Αγαρηνούς, και τους ανέτρεψαν από τα τείχη και από τις σκάλες, και τους γκρέμισαν και τους σκόρπισαν. Τότε έφτασαν και άλλοι, που είχαν διατεθεί ως ενισχύσεις. Εκεί βρέθηκε έφιππος ο αυτοκράτωρ, και ενθαρρύνοντας τους στρατιώτες και διεγείροντάς τους να πολεμούν πρόθυμα, τους έλεγε: «Ω συστρατιώτες μου και αδερφοί, σταθείτε παλικαρίσια σας παρακαλώ, για τους οικτιρμούς του θεού· γιατί βλέπω τώρα ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να στερεύει, και σε λίγο θα σκορπιστεί· δεν έρχονται όπως έχουν συνήθεια να παρατάσσονται. Ελπίζω στο Θεό η νίκη να είναι δική μας. Λοιπόν, χαίρετε αδερφοί, ο πολύτιμος στέφανος της νίκης ανήκει σε μας, όχι μόνο ο φθαρτός και γήινος, αλλά και ο επουράνιος. Ο Θεός πολεμάει μαζί μας και κάνει να δειλιάζει το πλήθος των ασεβών».
Και ενώ ο βασιλεύς έλεγε αυτά, ο στρατηγός Ιωάννης Ιουστινιάνης χτυπήθηκε από βέλος τόξου στα σκέλη, στο δεξί πόδι. Αυτός, ο τόσο εμπειροπόλεμος, μόλις είδε το αίμα να τρέχει από το κορμί του, τα ‘χασε κυριολεκτικά και η προηγούμενη ανδρεία του καλύφτηκε από φόβο· και έκανε κατόπιν το λάθος να φύγει από τη θέση του σιωπηρά, αναζητώντας γιατρούς, χωρίς να δείχνει την αρχική του γενναιότητα και επιδεξιότητα. Δεν είπε τίποτα σε όσους ήταν μαζί του, ούτε άφησε κανέναν στο πόδι του, ώστε να μη μεταβληθεί η σύγχυση που έγινε σε ζημία. Οι στρατιώτες γυρίζοντας πίσω τους, και μη βλέποντας το στρατηγό, επειδή αυτός είχε φύγει κιόλας, έπεσαν σε μεγάλο φόβο και ταραχή. Ο βασιλεύς, που βρέθηκε τυχαία και πάλι εκεί, βλέπει τους στρατιώτες να έχουν πάθει σύγχυση και γεμάτους φόβο, σαν κυνηγημένα πρόβατα. Μαθαίνει την αιτία και βλέποντας το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλησίασε και του λέει: «Αδερφέ, γιατί το ‘κανες αυτό; γύρισε στον τόπο σου όπου έχεις ταχθεί, το τραύμα είναι επιπόλαιο· γύρισε, γιατί τώρα είναι η πιο κρίσιμη στιγμή· η πόλη κρέμεται από τα χέρια σου και πρέπει να τη γλιτώσεις». Ο βασιλεύς είπε πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε καμιά απάντηση· και αφού πέρασε στο Γαλατά, πέθανε εκεί από την πικρία και την περιφρόνηση. Οι Τούρκοι, βλέποντας την τόση σύγχυση των δικών μας, πήραν θάρρος. Εκεί και ο Σογάν - πασάς, που ήταν παρών, αφού μίλησε με τους γενίτσαρους και τους άλλους, τους τόνωσε το ηθικό. Ένας γενίτσαρος, Χασάν το όνομα, ένας γίγαντας που εξόρμησε από το Λοπάδιο, αφού κράτησε πάνω από το κεφάλι του την ασπίδα με το αριστερό χέρι, τράβηξε με το δεξί το ξίφος και όρμησε στο τείχος, στο μέρος που παρατηρήθηκε η σύγχυση, ενώ τον παρακολουθούσαν περίπου άλλοι τριάντα, που ζήλεψαν την αντρεία του. Οι δικοί μας που είχαν εναπομείνει στο τείχος τους χτυπούσαν με τα ακόντια, με βέλη ή κυλούσαν τεράστιους λίθους εναντίον τους. Απ’ αυτούς γκρεμίστηκαν οι δεκαοκτώ, αλλά ο Χασάνης δεν περιόρισε την ορμή του ν’ ανέβει στο τείχος και να ανατρέψει τους δικούς μας. Κατάφερε, λοιπόν, να επιτύχει στην επιχείρηση, και τον ακολούθησαν και άλλοι πολλοί, οι οποίοι ανέβαιναν στο τείχος, ενώ οι δικοί μας, δεν μπορούσαν να τους εμποδίσουν. Οι αντίπαλοι ήταν πολλοί· και όσοι ανέβαιναν έπιαναν στη μάχη και σκοτώνονταν όχι λίγοι. Ο Χασάν μαχόμενος χτυπήθηκε από κάποια πέτρα από κάποιον, και γκρεμίστηκε. Όταν οι δικοί μας γύρισαν και τον είδαν πεσμένο, τον χτυπούσαν από παντού με πέτρες. Αυτός σηκώθηκε στα γόνατα και αμυνόταν, αλλά από το πλήθος των τραυμάτων έχασε το δεξί του χέρι, και έγινε κόσκινο από τα βέλη. Σκοτώθηκαν πολλοί, και άλλοι πληγώθηκαν και εξαιτίας των τραυμάτων τους διακομίστηκαν στο στρατόπεδο. Το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε ήταν τόσο, ώστε σκόρπισε τους δικούς μας· και αυτό επέτρεψε και σε άλλους έξω από το τείχος να μπουν μέσα από την πύλη, καταπατώντας ο ένας τον άλλον. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ακούστηκε μια φωνή μέσα και έξω, από τη μεριά του λιμανιού: «Εάλω η Πόλις! έπεσε το φρούριο, και έστησαν τα λάβαρα και τις σημαίες στους πύργους!». Η φωνή έδιωξε τους δικούς μας και ενθάρρυνε τον εχθρό. Έβγαλαν μεγάλες φωνές και πρόθυμα, και χωρίς φόβο, όλοι ανέβαιναν στο τείχος.
Βλέποντάς το ο δυστυχής βασιλεύς και αφέντης μου, έχυνε δάκρυα, παρακαλούσε το Θεό και πρότρεπε τους στρατιώτες να κάνουν καρδιά. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα συνδρομής ή βοήθειας. Τότε κέντησε το άλογό του και έτρεξε εκεί όπου βρισκόταν το μέγα πλήθος των ασεβών, και έκανε ό,τι και ο Σαμψών στους αλλόφυλους, και τους ασεβείς κατά την πρώτη συμπλοκή γκρέμισε από τα τείχη, πράγμα παράξενο και θαυμαστό για όσους ήταν εκεί και έβλεπαν. Βρυχούμενος σαν λιοντάρι, και με τη ρομφαία γυμνή στο δεξί χέρι, πολλούς από τους εχθρούς κατέσφαξε, ενώ το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του. Και ο μνημονευθείς δον Φραγκίσκος Τολέδος έπραξε έργα ανώτερα του Αχιλλέα. Έτυχε να βρίσκεται στα δεξιά του αυτοκράτορα και καταξέσχιζε σαν αετός με τα νύχια και τα δόντια τους εχθρούς. Επίσης και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, μόλις είδε το βασιλέα να μάχεται και να κινδυνεύει η Πόλη, φώναξε δυνατά κλαίγοντας: «Προτιμώ το θάνατο από τη ζωή»· και όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς με κραυγές, και διασκόρπισε όσους βρήκε μπροστά του και τους θανάτωσε. Αλλά και ο Ιωάννης ο Δαλμάτης, που ήταν εκεί, πολέμησε γενναία, περισσότερο από κάθε άλλο μαχητή. Όσοι έτυχαν εκεί έμειναν κατάπληκτοι για τη δύναμη και τη γενναιότητα των αντρών αυτών. Δυο και τρεις φορές έγινε η έφοδος, η σύρραξη και η συμπλοκή, και οι ασεβείς τράπηκαν σε επαίσχυντη φυγή. Πολλούς σκότωσαν και πολλούς τους γκρέμισαν από τα τείχη· και μέσα στην ορμή του αγώνα και των συμπλοκών σκοτώθηκαν και δικοί μας, φέρνοντας πολύ θανατικό στους εχθρούς πριν πεθάνουν. Και μερικοί στρατιώτες από τους ευγενείς που μάχονταν σε εκείνο το σημείο σκοτώθηκαν κι αυτοί κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι Τούρκοι είχαν φτιάξει ένα τηλεβόλο, και ένα μεγάλο το είχαν στήσει απέναντι, χαλώντας δε τα τείχη μπήκαν από εκεί για πρώτη φορά στην Πόλη. Εγώ εκείνη τη στιγμή δεν βρέθηκα κοντά στον αφέντη μου τον αυτοκράτορα, αλλά ήμουν, κατόπιν διαταγής του, σε άλλο σημείο της Πόλης.
8. Ήρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους· και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».
Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες. Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν. Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη. Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ; Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν.
9. Μόλις έπεσε η Πόλη, ο αμιράς μπήκε μέσα και ευθύς, με κάθε σπουδή, ζητούσε το βασιλέα· και δεν είχε τίποτε άλλο στο νου του παρά να μάθει αν ζει ή πέθανε. Μερικοί ήρθαν και είπαν πως έφυγε, ενώ άλλοι έλεγαν πως είναι κρυμμένος στην Πόλη, και άλλοι πως πέθανε μαχόμενος. Θέλοντας να βεβαιωθεί σίγουρα, έστειλε εκεί που ήταν τα πτώματα των σκοτωμένων σωρηδόν, Χριστιανών και Αγαρηνών. Πολλά κεφάλια των σκοτωμένων τα έπλυναν, μήπως και γνωρίσουν το βασιλικό. Και δεν μπόρεσαν να το γνωρίσουν, αλλά βρήκαν το πτώμα του βασιλέως, που το γνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες και τα σανδάλια που είχαν κεντημένους τους χρυσούς αετούς, όπως συνηθιζόταν για τους βασιλείς. Το ‘μαθε ο αμιράς και ευφράνθηκε· και ήταν περιχαρής. Με προσταγή του οι παρευρισκόμενοι εκεί χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με τιμές βασιλικές. Αλίμονο στην τύχη μου, που με γλίτωσε τούτη την εποχή! Όλη η ζωή τού αείμνηστου αυτοκράτορα και μεγαλομάρτυρα ήταν σαράντα εννέα χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες.
Ο αμιράς, επηρμένος για τη μεγάλη νίκη, και γεμάτος κενοδοξία, φάνηκε ωμός και ανελέητος. Ήρθε σ’ αυτόν ο μέγας δουξ Λουκάς ο Νοταράς, τον προσκύνησε και του έδειξε ένα μεγάλο θησαυρό που είχε κρυμμένο, λίθους πολύτιμους και μαργαριτάρια, και άλλα λάφυρα αντάξια βασιλέων, που όταν τα είδαν ο αμιράς και όλοι οι σύμβουλοί του θαύμασαν. Ο Νοταράς είπε στον αμιρά: «όλα αυτά τα φύλαγα για τη Μεγαλειότητά σου και να, τώρα στα κάνω δώρο. Σε παρακαλώ μόνο δέξου την παράκληση του δούλου σου». Είχε την ελπίδα ότι μ’ αυτά θα κέρδιζε την ελευθερία του, αυτός και η οικογένειά του. Ο αμιράς του απάντησε λέγοντας: «Ω παλιόσκυλο, απάνθρωπε μηχανορράφε και παμπόνηρε, είχες τόσο πλούτο και δεν βοήθησες το βασιλέα και αφέντη σου, και την Πόλη την πατρίδα σου; Και τώρα με πονηριές και πανουργίες που ξέρεις από τα νιάτα σου θέλεις να με τουμπάρεις και μένα και να γλιτώσεις την τιμωρία που σου αξίζει; Πες μου, ασεβέστατε, ποιος μου χαρίζει τον πλούτο σου και την Πόλη αυτή;» Του λέει τότε ο Νοταράς: «Ο Θεός». Κι ο αμιράς του απαντά: «Αφού ο Θεός μού τα χαρίζει αυτά, και σένα και τους άλλους όλους τους έκανε δούλους μου, τι λες λοιπόν και φλυαρείς, πονηρέ; Γιατί δεν μου τα ‘στελνες πριν καταπιαστώ με τον πόλεμο εναντίον σας ή πριν νικήσω την Πόλη, για να σου χρωστώ χάρη και ανταμοιβή; Τώρα δεν είσαι συ που μου τα χάρισες αυτά, αλλά ο Θεός». Και διέταξε αμέσως τους δήμιους να τον βάλουν φυλακή και να τον φρουρούν αυστηρά. Την επαύριο έδωσε προσταγή και τον ξανάφεραν μπροστά του. Του λέει: «Αφού δεν θέλησες να βοηθήσεις το βασιλέα και την πατρίδα σου με τόσο αναρίθμητο θησαυρό που είχες, γιατί τότε όταν του έστειλα μήνυμα δεν συμβούλεψες το βασιλέα να μου δώσει ειρηνικά και φιλικά την Πόλη, και εγώ να του δώσω αντί γι’ αυτήν άλλον τόπο, με αγάπη και φιλία, για να μη γίνουν τόσοι σκοτωμοί ανάμεσά μας;». Αυτός του αποκρίνεται: «Εγώ δε φταίω γι’ αυτή την υπόθεση, αλλά οι Ενετοί και οι κάτοικοι του Γαλατά, που έταζαν στο βασιλέα ότι Θα του στείλουν στόλο και στρατό να τον βοηθήσουν». Κι’ ο αμιράς του λέει: «Πολλά ψεύτικα εφευρήματα ξέρεις, αλλά τώρα δεν υπάρχει ψεύδος που να σε βοηθήσει». Και διέταξε την άλλη μέρα στην αγορά του Ξηρού λόφου να θανατώσουν πρώτα τα δύο παιδιά του μπροστά του (που κάποτε ζητούσε από τον αυτοκράτορα να τιμήσει τον έναν με το αξίωμα του μεγάλου κοντόσταβλου και τον άλλο με του μεγάλου λογοθέτη), και κατόπιν να θανατώσουν και αυτόν τον ίδιο· όπως και έγινε. Έτσι τελείωσε η υπόθεση του Λουκά Νοταρά. Κατόπιν έδωσε προσταγή και θανάτωσαν πολλούς ευγενείς άρχοντες, τον εκπρόσωπο των Ενετών και το γιο του, τον απεσταλμένο της Καταλανίας και τους δύο γιους του. Κατόπιν θέλησε να θανατώσει και τον Κονταρίνη και άλλους δύο Ενετούς ευγενείς, αλλά αυτοί έδωσαν χρήματα και επικαλέστηκαν το Σογάν— πασά, και έτσι γλίτωσαν τη ζωή τους. Έστειλε ανθρώπους στο Γαλατά, έπιασε πολλούς και τους θανάτωσε, και όλες σι υποσχέσεις που τους είχε δώσει δεν ίσχυσαν, αλλά όρισε να είναι κι αυτοί υποτελείς. Τον Αλή-πασά έστειλε και τον περιόρισε σ’ έναν πύργο, και σε λίγες μέρες τον θανάτωσε κι αυτόν για την αιτία που εκθέσαμε, επειδή δηλαδή του έλεγε να μην επιτεθεί εναντίον της Πόλης, για να μην ενωθούν οι αφέντες των χριστιανών της Δύσης και διώξουν τους Τούρκος από την Ευρώπη και τα υπόλοιπα, όπως τα ‘γραψα ήδη. Ο θάνατος του Αλή-πασά σκόρπισε απέραντη λύπη σ’ όλο το στρατό του αμιρά, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον θεωρούσαν άριστο σύμβουλο του αμιρά.
Δημοσίευση σχολίου