Η εκλογή του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) στο συνέδριο της περασμένης Κυριακής ίσως άνοιξε το δρόμο προς τη δημιουργία «πραγματικής» αντιπολίτευσης στην Τουρκία. Μιας αντιπολίτευσης που θα δώσει τέλος στην πολιτική μονοκρατορία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Έρντογαν. Την ευχή αυτή εκφράζουν πολλοί κύκλοι, που έδειξαν μεγαλύτερη ίσως ευφορία με την απομάκρυνση του Ντενίζ Μπαϊκάλ από την ηγεσία του κόμματος παρά με την εκλογή του Κιλιτσντάρογλου. Στην απομάκρυνση του Μπαϊκάλ βιάζονται πολλοί να δουν την έξοδο του CHP από την κατάσταση της χρόνιας αντιπολίτευσης.
Το σύνολο των αναλυτών, ακόμη και εκείνων που πρόσκεινται στο CHP, το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι και το μόνο τουρκικό κόμμα που έχει μείνει απαράλλακτο, αγνοώντας τις κοσμογονικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας. Ανίκανο να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και του εκδημοκρατισμού της, το CHP έχει μείνει σε μία ξύλινη γλώσσα και τα συνθήματα της δεκαετίας του 1930. Κόμμα ελιτιστικό, ταυτίζεται με την κρατικοδίαιτη ελίτ των κεμαλιστών – που σήμερα έχουν χάσει τα ηνία του πολιτικού σκηνικού.
Η ιδεολογία της τάξης αυτής εδράζεται σε ένα ξενόφοβο εθνικισμό που διέπεται από βαθύ κόμπλεξ κατά της Δύσης. Οι κεμαλιστές ζηλεύουν μέχρι θανάτου το δυτικό τρόπο ζωής και πασχίζουν απελπισμένα να τον μιμηθούν, αλλά ταυτόχρονα έχουν την ψύχωση ότι οι δυτικές «ιμπεριαλιστικές» δυνάμεις απεργάζονται διαρκώς σχέδια για να διαιρέσουν και να καθυποτάξουν τη χώρα. Πρόκειται για το «σύνδρομο των Σεβρών» που περιπαίζουν οι φιλελεύθεροι αναλυτές. Ταυτόχρονα, οι κεμαλιστές έχουν τα τελευταία χρόνια ταχθεί κατά των ιδιωτικοποίσεων, κατά των αποκρατικοποιήσεων, κατά της οικονομίας της αγοράς, κατά της παροχής πολιτιστικών δικαιωμάτων στις μειονότητες.
Παράλληλα, το CHP επέλεξε να λειτουργήσει, από την ανάδειξη του ΑΚΡ στην εξουσία το 2002, ως «πολιτικό γραφείο» του στρατεύματος, στηρίζοντας κάθε πολιτική του πρωτοβουλία, ενώ αποπειράθηκε επανειλημμένως να απομακρύνει το ΑΚΡ από την εξουσία με πραξικοπηματικά μέσα. Ο Μπαϊκάλ στήριξε την ηλεκτονική επιστολή του Γενικού Επιτελείου στις 27 Απριλίου 2007, βρέθηκε πίσω από την απόπειρα του Γενικού Εισαγγελέα να απαγορεύσει το κόμμα με την αιτιολογία ότι έρχεται σε αντίθεση με τα κοσμικά θεμέλια του κράτους ενώ δήλωνε ευθέως πως θα παίξει το ρόλο του συνηγόρου υπέρ των κατηγορουμένων κατά τη δικαστική δίωξη της παρακρατικής ομάδας Εργκένεκον!
Οι πολιτικές αυτές απαξίωσαν το CHP στα μάτια των εκλογέων, καταδικάζοντάς το στη θέση της «χρόνιας αντιπολίτευσης». Και μάλιστα μιας αντιπολίτευσης που χρησιμοποιούσε το στρατό και τη δικαιοσύνη, όχι πολιτικά επιχειρήματα, κατά του κυβερνώντος κόμματος. Το CHP αντιτάχθηκε σε κάθε προσπάθεια πολιτικών και πολιτιστικών ανοιγμάτων προς τους Κούρδους και κάθε άλλη θρησκευτική ή εθνική μειονότητα, ενώ υποστήριξε με λύσσα τα προνόμια του στρατού. Στα μείζονα πολιτικά προβλήματα της δεν παρείχε λύσεις, αλλά μόνο κριτική. Ενώ εμφανίζεται και αυτοδιαφημίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το CHP κινδύνευσε εξαιτίας των ξενοφοβικών του αναφορών και της συμπόρευσής του με το στράτευμα να διαγραφεί από τη Σοσιαλιστική Διεθνή.
Το φλέγον ερώτημα στην παρούσα «αλλαγής βάρδιας» που προκάλεσε η παραίτηση Μπαϊκάλ μετά το σκάνδαλο της «ροζ ταινίας», είναι κατά πόσον ο νέος ηγέτης θα μπορέσει από μόνος του να φέρει την αλλαγή. Ο νέος ηγέτης κατάγεται από το Ντερσίμ, περιοχή που κατοικείται αποκλειστικά από Κούρδους Αλεβίτες. Η ιδιότητά του ως μειονοτικού τον καθιστά πιο συμπαθή προς τους φιλελεύθερους. Ο Κιλιτσντάρογλου πραγματοποίησε ανοίγματα προς τις φτωχότερες τάξεις, δίνοντας την εντύπωση πως το κόμμα έπαψε να είναι το κόμμα μίας ελίτ που αντιμάχεται την πλειοψηφία, αλλά επαναποκτά το λαϊκό χαρακτήρα που είχε επί Μπουλέντ Έτζεβιτ, όταν έφθανε ποσοστά της τάξης του 40%. Πριν και μετά τον Έτζεβιτ, το CHP ποτέ δεν ξεπέρασε το 25%.
Οι περισσότεροι ωστόσο εκτιμούν πως το «πρόβλημα του CHP» δεν ήταν μόνο ένα πρόσωπο, ο Μπαϊκάλ. Επισημαίνουν πως το βασικότερο εμπόδιο που πρέπει να ξεπερασθεί είναι η ίδια η βάση των στελεχών του κόμματος και η διεστραμμένη οπτική του κόσμου που τη χαρακτηρίζει. Η βάση αυτή είναι που στήριξε το Μπαϊκάλ.
Στις πρώτες του δηλώσεις, ο Κιλιτσντάρογλου έδωσε πολλές ελπίδες για μια ριζική «αλλαγή πλεύσης» στο CHP. «Θα επικροτούμε κάθε θετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης», «δε θα επιτιμούμε κάθε πράξη της κυβέρνησης απλά και μόνο επειδή προέρχεται από αυτή», «το Κουρδικό είναι ένα από τα μείζονα προβλήματα της χώρας» δήλωσε ανάμεσα στα άλλα. Ωστόσο πολλοί σχολιαστές, ακόμη και εκείνοι που εύχονται με όλη τους την ψυχή να δουν το CHP στην εξουσία, διατυπώνουν επιφυλάξεις. Το κόμμα χρειάζεται μία εκκαθάριση και εκσυγχρονισμό από τη βάση του. Η διαδικασία δεν πρέπει να περιορισθεί στην κορυφή. Σημείωσαν την αποκαρδιωτική έλλειψη νέων μελών στο συνέδριο. Τη στιγμή που ο μέσος όρος ηλικίας στην Τουρκία είναι 28.8 έτη, οι περισσότεροι εκλεγέντες στη νέα οργανωτική δομή του CHP υπερβαίνουν τα πενήντα.
Από το 2002, Τούρκοι και ξένοι αναλυτές σημειώνουν στα κείμενά τους πως η Τουρκία στις εκλογές δεν αναζητεί τη νέα κυβέρνησή της, αλλά ψάχνει την αντιπολίτευσή της. Με δεδομένη την ανυπαρξία εναλλακτικού πολιτικού οράματος, κανείς δεν μπορούσε να «βάλει φρένο» στην πολιτική μονοκρατορία του κυβερνώντος κόμματος. Διαθέτει άραγε ο Κιλιτσντάρογλου το απαραίτητο όραμα και θέληση για να αλλάξει την κατάσταση; Ή μήπως θα τον αναλώσει η παλαιά φρουρά, που συμμερίζεται τη «σχολή Μπαϊκάλ»; Η τουρκική κοινή γνώμη εύχεται την αλλαγή, απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Σε κάθε πάντως περίπτωση, έχει εδραιωθεί η πεποίθηση σε όλους πως κανείς ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης δε θα μπορούσε να είναι τόσο άχρηστος όσο ο Μπαϊκάλ.
Το σύνολο των αναλυτών, ακόμη και εκείνων που πρόσκεινται στο CHP, το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι και το μόνο τουρκικό κόμμα που έχει μείνει απαράλλακτο, αγνοώντας τις κοσμογονικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας. Ανίκανο να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και του εκδημοκρατισμού της, το CHP έχει μείνει σε μία ξύλινη γλώσσα και τα συνθήματα της δεκαετίας του 1930. Κόμμα ελιτιστικό, ταυτίζεται με την κρατικοδίαιτη ελίτ των κεμαλιστών – που σήμερα έχουν χάσει τα ηνία του πολιτικού σκηνικού.
Η ιδεολογία της τάξης αυτής εδράζεται σε ένα ξενόφοβο εθνικισμό που διέπεται από βαθύ κόμπλεξ κατά της Δύσης. Οι κεμαλιστές ζηλεύουν μέχρι θανάτου το δυτικό τρόπο ζωής και πασχίζουν απελπισμένα να τον μιμηθούν, αλλά ταυτόχρονα έχουν την ψύχωση ότι οι δυτικές «ιμπεριαλιστικές» δυνάμεις απεργάζονται διαρκώς σχέδια για να διαιρέσουν και να καθυποτάξουν τη χώρα. Πρόκειται για το «σύνδρομο των Σεβρών» που περιπαίζουν οι φιλελεύθεροι αναλυτές. Ταυτόχρονα, οι κεμαλιστές έχουν τα τελευταία χρόνια ταχθεί κατά των ιδιωτικοποίσεων, κατά των αποκρατικοποιήσεων, κατά της οικονομίας της αγοράς, κατά της παροχής πολιτιστικών δικαιωμάτων στις μειονότητες.
Παράλληλα, το CHP επέλεξε να λειτουργήσει, από την ανάδειξη του ΑΚΡ στην εξουσία το 2002, ως «πολιτικό γραφείο» του στρατεύματος, στηρίζοντας κάθε πολιτική του πρωτοβουλία, ενώ αποπειράθηκε επανειλημμένως να απομακρύνει το ΑΚΡ από την εξουσία με πραξικοπηματικά μέσα. Ο Μπαϊκάλ στήριξε την ηλεκτονική επιστολή του Γενικού Επιτελείου στις 27 Απριλίου 2007, βρέθηκε πίσω από την απόπειρα του Γενικού Εισαγγελέα να απαγορεύσει το κόμμα με την αιτιολογία ότι έρχεται σε αντίθεση με τα κοσμικά θεμέλια του κράτους ενώ δήλωνε ευθέως πως θα παίξει το ρόλο του συνηγόρου υπέρ των κατηγορουμένων κατά τη δικαστική δίωξη της παρακρατικής ομάδας Εργκένεκον!
Οι πολιτικές αυτές απαξίωσαν το CHP στα μάτια των εκλογέων, καταδικάζοντάς το στη θέση της «χρόνιας αντιπολίτευσης». Και μάλιστα μιας αντιπολίτευσης που χρησιμοποιούσε το στρατό και τη δικαιοσύνη, όχι πολιτικά επιχειρήματα, κατά του κυβερνώντος κόμματος. Το CHP αντιτάχθηκε σε κάθε προσπάθεια πολιτικών και πολιτιστικών ανοιγμάτων προς τους Κούρδους και κάθε άλλη θρησκευτική ή εθνική μειονότητα, ενώ υποστήριξε με λύσσα τα προνόμια του στρατού. Στα μείζονα πολιτικά προβλήματα της δεν παρείχε λύσεις, αλλά μόνο κριτική. Ενώ εμφανίζεται και αυτοδιαφημίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το CHP κινδύνευσε εξαιτίας των ξενοφοβικών του αναφορών και της συμπόρευσής του με το στράτευμα να διαγραφεί από τη Σοσιαλιστική Διεθνή.
Το φλέγον ερώτημα στην παρούσα «αλλαγής βάρδιας» που προκάλεσε η παραίτηση Μπαϊκάλ μετά το σκάνδαλο της «ροζ ταινίας», είναι κατά πόσον ο νέος ηγέτης θα μπορέσει από μόνος του να φέρει την αλλαγή. Ο νέος ηγέτης κατάγεται από το Ντερσίμ, περιοχή που κατοικείται αποκλειστικά από Κούρδους Αλεβίτες. Η ιδιότητά του ως μειονοτικού τον καθιστά πιο συμπαθή προς τους φιλελεύθερους. Ο Κιλιτσντάρογλου πραγματοποίησε ανοίγματα προς τις φτωχότερες τάξεις, δίνοντας την εντύπωση πως το κόμμα έπαψε να είναι το κόμμα μίας ελίτ που αντιμάχεται την πλειοψηφία, αλλά επαναποκτά το λαϊκό χαρακτήρα που είχε επί Μπουλέντ Έτζεβιτ, όταν έφθανε ποσοστά της τάξης του 40%. Πριν και μετά τον Έτζεβιτ, το CHP ποτέ δεν ξεπέρασε το 25%.
Οι περισσότεροι ωστόσο εκτιμούν πως το «πρόβλημα του CHP» δεν ήταν μόνο ένα πρόσωπο, ο Μπαϊκάλ. Επισημαίνουν πως το βασικότερο εμπόδιο που πρέπει να ξεπερασθεί είναι η ίδια η βάση των στελεχών του κόμματος και η διεστραμμένη οπτική του κόσμου που τη χαρακτηρίζει. Η βάση αυτή είναι που στήριξε το Μπαϊκάλ.
Στις πρώτες του δηλώσεις, ο Κιλιτσντάρογλου έδωσε πολλές ελπίδες για μια ριζική «αλλαγή πλεύσης» στο CHP. «Θα επικροτούμε κάθε θετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης», «δε θα επιτιμούμε κάθε πράξη της κυβέρνησης απλά και μόνο επειδή προέρχεται από αυτή», «το Κουρδικό είναι ένα από τα μείζονα προβλήματα της χώρας» δήλωσε ανάμεσα στα άλλα. Ωστόσο πολλοί σχολιαστές, ακόμη και εκείνοι που εύχονται με όλη τους την ψυχή να δουν το CHP στην εξουσία, διατυπώνουν επιφυλάξεις. Το κόμμα χρειάζεται μία εκκαθάριση και εκσυγχρονισμό από τη βάση του. Η διαδικασία δεν πρέπει να περιορισθεί στην κορυφή. Σημείωσαν την αποκαρδιωτική έλλειψη νέων μελών στο συνέδριο. Τη στιγμή που ο μέσος όρος ηλικίας στην Τουρκία είναι 28.8 έτη, οι περισσότεροι εκλεγέντες στη νέα οργανωτική δομή του CHP υπερβαίνουν τα πενήντα.
Από το 2002, Τούρκοι και ξένοι αναλυτές σημειώνουν στα κείμενά τους πως η Τουρκία στις εκλογές δεν αναζητεί τη νέα κυβέρνησή της, αλλά ψάχνει την αντιπολίτευσή της. Με δεδομένη την ανυπαρξία εναλλακτικού πολιτικού οράματος, κανείς δεν μπορούσε να «βάλει φρένο» στην πολιτική μονοκρατορία του κυβερνώντος κόμματος. Διαθέτει άραγε ο Κιλιτσντάρογλου το απαραίτητο όραμα και θέληση για να αλλάξει την κατάσταση; Ή μήπως θα τον αναλώσει η παλαιά φρουρά, που συμμερίζεται τη «σχολή Μπαϊκάλ»; Η τουρκική κοινή γνώμη εύχεται την αλλαγή, απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Σε κάθε πάντως περίπτωση, έχει εδραιωθεί η πεποίθηση σε όλους πως κανείς ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης δε θα μπορούσε να είναι τόσο άχρηστος όσο ο Μπαϊκάλ.
Δημοσίευση σχολίου