«Η ηγεσία έλεγε ψέματα, ο λαός ήξερε ότι η ηγεσία έλεγε ψέματα, η ηγεσία ήξερε ότι ο λαός ήξερε και ο λαός ήξερε ότι η ηγεσία ήξερε». Αυτός είναι ο ορισμός της κυνικής κοινωνίας σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Βεβαίως ο μεγάλος Ελληνας στοχαστής αναφερόταν στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ύστερη φάση τους, ωστόσο πιστεύω πως η περιγραφή ταιριάζει τέλεια και στην περίπτωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Εξεπλάγησαν δημοσιολόγοι και πολιτικοί με την αυθάδη στάση του Τ. Μαντέλη στην εξεταστική επιτροπή, ο οποίος ομολόγησε ότι πήρε μίζα [για χορηγία έκανε λόγο ο ίδιος] για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα. Δεκάδες κοσμητικά επίθετα απαξιωτικού περιεχομένου εκτοξεύθηκαν. Ιερή οργή κατέλαβε τους πάντες. Προτάσεις επί προτάσεων για τιμωρία εδώ και τώρα του επίορκου που μόλυνε με τη συμπεριφορά του την κατά τ' άλλα άσπιλη δημόσια ζωή. Αλήθεια, σε ποιά χώρα ζούσαν; Όταν έβλεπαν υποψήφιους βουλευτές των δύο κομμάτων εξουσίας στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες [Αττικής και Θεσσαλονίκης] να ξοδεύουν αμύθητα ποσά για να εκλεγούν, δεν αναρωτήθηκαν πού τα έβρισκαν; Άραγε όλοι πλούσιους γάμους είχαν κάνει; Όλοι ροκάνιζαν την προσωπική περιουσία τους για να κάνουν το κέφι τους;
Όταν συμμετείχαν είτε ως παρατηρητές είτε ως σχολιαστές είτε ως οπαδοί στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των δύο κομμάτων εξουσίας με τους μεταφερόμενους οπαδούς απ' όλη την Ελλάδα, με τις χιλιάδες πλαστικές σημαιούλες και με το φοβερό χαρτομάνι στους τοίχους και τα διαφημιστικά ταμπλό, δεν μπήκαν στον πειρασμό να σκεφτούν αν τα έξοδα καλύπτονταν από τη γλίσχρα [για τα μέτρα αυτά] κρατική χρηματοδότηση;
Δεν άκουσαν ποτέ για συναλλαγές των βουλευτών της επαρχίας με παράγοντες των τοπικών μέσων ενημέρωσης, με τους δεύτερους να απαιτούν εκβιαστικά χρήματα από τους υποψηφίους για να τους υποστηρίξουν, διαφορετικά θα τους εξέθεταν με δηλητηριώδεις φήμες και υπονοούμενα για την ηθική τους;
Δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να υπολογίσουν αν φτάνει η βουλευτική αποζημίωση δύο τετραετιών για να καλυφθούν τα έξοδα μιας προεκλογικής περιόδου; Άνθρωποι της πιάτσας οι περισσότεροι δεν υπέπεσε στην αντίληψη τους ότι γνωστοί επιχειρηματίες σε διάφορα σουαρέ επαίρονταν φόρα- παρτίδα για τις προσωπικές δικομματικές κοινοβουλευτικές ομάδες τους; Βουλευτής μεγάλου κόμματος μου εξήγησε τη διαλεκτική της πολιτικής διαφθοράς: «Στην αρχή κλέβαμε το κράτος για το κόμμα. Στη συνέχεια κλέβαμε το κράτος για το κόμμα και τον εαυτό μας. Στο τέλος κλέβαμε το κράτος και το κόμμα για την πάρτη μας». Ανατριχιαστικό; Σίγουρα. Όχι όμως να κάνουμε τους ανήξερους και να λέμε ότι πέσαμε από τα σύννεφα μ' αυτά που συμβαίνουν.
Αλλά και από τη σκοπιά του πολίτη μιλώντας, εκτιμώ ότι το πώς παιζόταν και το πως εξακολουθεί εν πολλοίς να παίζεται το πολιτικό παιχνίδι είναι σε γενικές γραμμές γνωστό, όχι μόνο στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ [δημοσιογράφους, πολιτικούς, στελέχη, επιχειρηματίες], αλλά και στην κοινωνία.
Και μείς ξέρουμε και οι πολιτικοί ξέρουν ότι ξέρουμε. Ένα βολικό για όλους κλίμα σιωπηλής συνενοχής είχε απλωθεί. Ο αιφνιδιασμός λοιπόν δεν δικαιολογείται. Όπως δεν δικαιολογούνται με ορθολογικά κριτήρια και ορισμένες επιλογές της εκλογικής βάσης. Κάποιοι βουλευτές, δήμαρχοι και νομάρχες ενώ είχαν προκαλέσει στο παρελθόν με τη δημόσια συμπεριφορά τους, επανεκλέχτηκαν με θηριώδη ποσοστά. Στην προκειμένη περίπτωση η κάλπη λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Ένα από τα πιο αντιαισθητικά φαινόμενα των τελευταίων ημερών είναι ότι παρουσιάζονται ως τιμητές άτομα με βεβαρημένο παρελθόν στον επαγγελματικό και πολιτικό στίβο. Ξιφουλκούν χωρίς αιδώ από τα τηλεοπτικά παράθυρα κατά των διεφθαρμένων και αργυρώνητων πολιτικών, αλλά οι πέτρες δεν φεύγουν από τις θέσεις τους. Πλασάρονται με στόμφο και εισαγγελική ρητορική ως αρχάγγελοι της κάθαρσης, υποδύονται τους Ροβεσπιέρους, αν και οι πομπές τους μπορούν να γεμίσουν πολλές σελίδες ενός κατηγορητηρίου. Με απύθμενο θράσος ζητούν τον εξοστρακισμό των πουλημένων, κόπτονται για τα συμφέροντα του λαού [του πάντα προδομένου], καταγγέλλουν τα πελατειακά δίκτυα [στα οποία συμμετέχουν και πολίτες] και απαιτούν κάθαρση παντού. Σαν τους κερδοσκόπους των αγορών τζογάρουν στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος χωρίς να μας λένε με τι θα το αντικαταστήσουμε.
Ο γνωστός αναλυτής και καθηγητής του Παντείου Γ. Βούλγαρης στα «Νέα» επισημαίνει ότι πριν από είκοσι χρόνια το ιταλικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα και οδηγήθηκε σε αποσύνθεση. Σήμερα, η χώρα του Γκράμσι, του Άλντο Μόρο, του Μπερλιγκουέρ, του Σάντρο Περτίνι, [αλλά και του Μουσολίνι για να μην ξεχνιόμαστε], έχει επικεφαλής τον Σ. Μπερλουσκόνι. Έχει μ’ άλλα λόγια μεγάλη σημασία ν' απαντήσουμε χωρίς στρεψοδικίες στα εξής ερωτήματα: «με ποιό τρόπο θα βγούμε από την κρίση, ποιοί θ’ αναλάβουν να προχωρήσουν την επιχείρηση ανανέωσης και πώς θα θωρακιστούν οι θεσμοί ώστε να μην καταντήσουμε Ιταλία.
NEWSTIME
Εξεπλάγησαν δημοσιολόγοι και πολιτικοί με την αυθάδη στάση του Τ. Μαντέλη στην εξεταστική επιτροπή, ο οποίος ομολόγησε ότι πήρε μίζα [για χορηγία έκανε λόγο ο ίδιος] για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα. Δεκάδες κοσμητικά επίθετα απαξιωτικού περιεχομένου εκτοξεύθηκαν. Ιερή οργή κατέλαβε τους πάντες. Προτάσεις επί προτάσεων για τιμωρία εδώ και τώρα του επίορκου που μόλυνε με τη συμπεριφορά του την κατά τ' άλλα άσπιλη δημόσια ζωή. Αλήθεια, σε ποιά χώρα ζούσαν; Όταν έβλεπαν υποψήφιους βουλευτές των δύο κομμάτων εξουσίας στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες [Αττικής και Θεσσαλονίκης] να ξοδεύουν αμύθητα ποσά για να εκλεγούν, δεν αναρωτήθηκαν πού τα έβρισκαν; Άραγε όλοι πλούσιους γάμους είχαν κάνει; Όλοι ροκάνιζαν την προσωπική περιουσία τους για να κάνουν το κέφι τους;
Όταν συμμετείχαν είτε ως παρατηρητές είτε ως σχολιαστές είτε ως οπαδοί στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των δύο κομμάτων εξουσίας με τους μεταφερόμενους οπαδούς απ' όλη την Ελλάδα, με τις χιλιάδες πλαστικές σημαιούλες και με το φοβερό χαρτομάνι στους τοίχους και τα διαφημιστικά ταμπλό, δεν μπήκαν στον πειρασμό να σκεφτούν αν τα έξοδα καλύπτονταν από τη γλίσχρα [για τα μέτρα αυτά] κρατική χρηματοδότηση;
Δεν άκουσαν ποτέ για συναλλαγές των βουλευτών της επαρχίας με παράγοντες των τοπικών μέσων ενημέρωσης, με τους δεύτερους να απαιτούν εκβιαστικά χρήματα από τους υποψηφίους για να τους υποστηρίξουν, διαφορετικά θα τους εξέθεταν με δηλητηριώδεις φήμες και υπονοούμενα για την ηθική τους;
Δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να υπολογίσουν αν φτάνει η βουλευτική αποζημίωση δύο τετραετιών για να καλυφθούν τα έξοδα μιας προεκλογικής περιόδου; Άνθρωποι της πιάτσας οι περισσότεροι δεν υπέπεσε στην αντίληψη τους ότι γνωστοί επιχειρηματίες σε διάφορα σουαρέ επαίρονταν φόρα- παρτίδα για τις προσωπικές δικομματικές κοινοβουλευτικές ομάδες τους; Βουλευτής μεγάλου κόμματος μου εξήγησε τη διαλεκτική της πολιτικής διαφθοράς: «Στην αρχή κλέβαμε το κράτος για το κόμμα. Στη συνέχεια κλέβαμε το κράτος για το κόμμα και τον εαυτό μας. Στο τέλος κλέβαμε το κράτος και το κόμμα για την πάρτη μας». Ανατριχιαστικό; Σίγουρα. Όχι όμως να κάνουμε τους ανήξερους και να λέμε ότι πέσαμε από τα σύννεφα μ' αυτά που συμβαίνουν.
Αλλά και από τη σκοπιά του πολίτη μιλώντας, εκτιμώ ότι το πώς παιζόταν και το πως εξακολουθεί εν πολλοίς να παίζεται το πολιτικό παιχνίδι είναι σε γενικές γραμμές γνωστό, όχι μόνο στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ [δημοσιογράφους, πολιτικούς, στελέχη, επιχειρηματίες], αλλά και στην κοινωνία.
Και μείς ξέρουμε και οι πολιτικοί ξέρουν ότι ξέρουμε. Ένα βολικό για όλους κλίμα σιωπηλής συνενοχής είχε απλωθεί. Ο αιφνιδιασμός λοιπόν δεν δικαιολογείται. Όπως δεν δικαιολογούνται με ορθολογικά κριτήρια και ορισμένες επιλογές της εκλογικής βάσης. Κάποιοι βουλευτές, δήμαρχοι και νομάρχες ενώ είχαν προκαλέσει στο παρελθόν με τη δημόσια συμπεριφορά τους, επανεκλέχτηκαν με θηριώδη ποσοστά. Στην προκειμένη περίπτωση η κάλπη λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Ένα από τα πιο αντιαισθητικά φαινόμενα των τελευταίων ημερών είναι ότι παρουσιάζονται ως τιμητές άτομα με βεβαρημένο παρελθόν στον επαγγελματικό και πολιτικό στίβο. Ξιφουλκούν χωρίς αιδώ από τα τηλεοπτικά παράθυρα κατά των διεφθαρμένων και αργυρώνητων πολιτικών, αλλά οι πέτρες δεν φεύγουν από τις θέσεις τους. Πλασάρονται με στόμφο και εισαγγελική ρητορική ως αρχάγγελοι της κάθαρσης, υποδύονται τους Ροβεσπιέρους, αν και οι πομπές τους μπορούν να γεμίσουν πολλές σελίδες ενός κατηγορητηρίου. Με απύθμενο θράσος ζητούν τον εξοστρακισμό των πουλημένων, κόπτονται για τα συμφέροντα του λαού [του πάντα προδομένου], καταγγέλλουν τα πελατειακά δίκτυα [στα οποία συμμετέχουν και πολίτες] και απαιτούν κάθαρση παντού. Σαν τους κερδοσκόπους των αγορών τζογάρουν στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος χωρίς να μας λένε με τι θα το αντικαταστήσουμε.
Ο γνωστός αναλυτής και καθηγητής του Παντείου Γ. Βούλγαρης στα «Νέα» επισημαίνει ότι πριν από είκοσι χρόνια το ιταλικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα και οδηγήθηκε σε αποσύνθεση. Σήμερα, η χώρα του Γκράμσι, του Άλντο Μόρο, του Μπερλιγκουέρ, του Σάντρο Περτίνι, [αλλά και του Μουσολίνι για να μην ξεχνιόμαστε], έχει επικεφαλής τον Σ. Μπερλουσκόνι. Έχει μ’ άλλα λόγια μεγάλη σημασία ν' απαντήσουμε χωρίς στρεψοδικίες στα εξής ερωτήματα: «με ποιό τρόπο θα βγούμε από την κρίση, ποιοί θ’ αναλάβουν να προχωρήσουν την επιχείρηση ανανέωσης και πώς θα θωρακιστούν οι θεσμοί ώστε να μην καταντήσουμε Ιταλία.
NEWSTIME
Δημοσίευση σχολίου