Η Ελλάδα στην παρούσα φάση βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής, έχοντος χάσει σημαντικά μερίδια της εθνικής της κυριαρχίας αλλά και τον στρατηγικά ορίζοντα της εξόδου της από τη σημερινή ασφυκτική συνθήκη. Μπορεί υπό το καθεστώς του ΔΝΤ και της ευρωπαϊκής νέας «Βαυαροκρατίος» να προχωρεί σε δημοσιονομικούς δραστικούς περιορισμούς και απαραίτητες από χρόνια διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα και τη λειτουργία του κρότους,
όμως αυτό δεν φθάνει.
Γιατί η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία δεν στηρίζεται σε κάποιο «σχέδιο Μάρσαλ» ή πακέτο Ντελόρ, αλλά αναλαμβάνει υποχρεώσεις μέσω δανείων, με επιτόκια της τάξης του 3%-5%. Δάνεια που πολύ δύσκολο θα τα αποπληρώσει μέσα στα επόμενα χρόνιο, εάν δεν υπάρξουν εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης ή αλλαγή στη δομή των προϋπολογισμών.
Το πρώτο δείχνει πολύ δύσκολος στόχος σε συνθήκες αυξανόμενης ύφεσης, που προκαλούν τα περιοριστικά μέτρα με συνταγή Βερολίνου-ΔΝΤ, ενώ το δεύτερο δεν είναι σε κάθε περίπτωση υπόθεση του υπουργείου Οικονομικών.
Η Ελλάδα χρειάζεται στη φάση αυτή αλλά και τα χρόνια που έρχονται μια δραστική αλλαγή στον στρατηγικό προσονατολισμό της, εάν τουλάχιστον θέλει να υπάρξει και στο μέλλον ως αυτόνομο έθνος-κράτος. Η πολιτική της ηγεσία οφείλει να βρει τον τρόπο να πει εν τοις πράγμασι το μεγάλο «όχι» στον εξανδραποδισμό της σε μια νέα Τουρκοκρατία ή μια νέα Ενετοκρατία. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει η διπλωματία της να αναζητήσει ουσιαστικές διεθνείς στρατηγικές συμμαχίες, που θα έχουν απολύτως πρακτικό επίπεδο εφαρμογών και θα συντείνουν στην έξοδό της από το σημερινό δημοσιονομικά, διπλωματικό και εθνικό αδιέξοδο. Εγκαταλείποντας την αόριστη και τελικά εθελόδουλη ευρωλαγνεία θα πρέπει να αντιμετωπίσει το μέλλον πολύ διαφορετικά από τα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά σύνδρομα. Πέρα από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, αναλαμβάνοντας έστω και σε περιορισμένο επίπεδο την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Το κρίσιμο ζήτημα για την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών της χώρος είναι ο στρατιωτικός τομέας και το κόστος των δυσθεώρητων για τις δυνατότητες της χώρας εξοπλισμών. Η δραστική περικοπή του κόστους αυτού θα πρέπει να απαντά στο ιστορικό δίλημμα, που επανειλημμένο έχει τεθεί: «Βούτυρο ή κανόνια». Η απάντηση θα πρέπει να είναι και βούτυρο και κανόνια. Σε πρακτικό επίπεδο και διατηρώντας την ευρωπαϊκή της ταυτότητα η Ελλάδα θα μπορούσε νο στραφεί και νο συζητήσει με την παραδοσιακή και μόνιμη σύμμοχο στην ιστορική διαδρομή Γαλλία τη δημιουργία ενός συμφώνου, που ούτως ή άλλως δεν διαθέτει η παρούσα Ευρώπη. Μια ένωση σε στρατιωτικό επίπεδο των ενόπλων δυνάμεων στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα, που στην ελληνική περίπτωση θα διασφάλιζε τα εθνικά σύνορα και θα έδινε ένα τέλος στην καταστροφική για την οικονομική επιβίωση της χώρος μας «διπλωματία των εξοπλισμών».
Ουσιαστικά Γαλλία και Ελλάδα θα είχαν κοινό στρατό, δύο σημαίες και κατανομή δυνάμεων τέτοια που θα εξυπηρετούσε την ασφάλεια των εθνικών περιοχών. Σε αντίθεση με τη λογική του NATO, κάθε πόλεμος της μιας χώρας ή κατάσταση απειλής θα είναι αυτόματα πόλεμος ή απειλή και για την άλλη. Η Ελλάδα με τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις στο Αιγαίο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ηπειρο θα μπορούσε να προχωρήσει στα επόμενα χρόνια σε δραματική μείωση των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, που ούτως ή άλλως δεν της εγγυώνται εθνική ασφάλεια απέναντι της Τουρκίας.
Επίσης δραστική αναδιάρθρωση του κόστους των Ενόπλων Δυνάμεων, που προσομοιάζουν στη σημερινή τους δομή με τα δεδομένα του Μεσοπολέμου και όχι τα ζητούμενα του 21ου αιώνα. Βεβαίως ένα σημαντικό κονδύλι από τα κεφάλαια αυτά του κρατικού προϋπολογισμού θα συνέχιζε να υφίσταται και θα προστίθετο στα ανάλογα κονδύλια για άμυνα κοι τεχνολογία του γαλλικού Δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά η Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί αναζητεί έναν νέο εμπεδωμένο ρόλο σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και η στρατιωτική συμφωνία με την Ελλάδα, καθώς και η παρουσία του γαλλικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο, θα έδινε το στίγμα αυτής της νέος εποχής για τη Νότιο Ευρώπη. Πολύ περισσότερο εάν το σύμφωνο αυτό αποτελούσε πρελούδιο για μια επόμενη φάση, κατά την οποία σε αυτό θα εντάσσονταν και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που βρίσκοντοι επίσης σε δυσμενή οικονομική και γεωπολιτική θέοη, εξαιτίας της Ευρώπης του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, εάν η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, με τις ένοπλες δυνάμεις τους, την πολεμική τους βιομηχανία τις τεχνολογικές τους μονάδες και τη θέση τους στο διεθνές σύστημα, εντάσσονταν σε αυτό το σχήμα, μέσα στην επόμενη τριετία, θο μπορούσαμε να μιλάμε για μιο σαφώς σημαντική και υπολογίσιμη ισχύ σε διεθνές επίπεδο και μια νέα Ευρώπη, μέσα στην Ευρώπη και το NATO. Ταυτόχρονα οι οικονομίες κλίμακος και οι συνέργειες για τις χώρες αυτές του Συμφώνου Νοτίου Ευρώπης (SEC) θα ήταν εντυπωσιακές κοι καθοριστικές γιο τη λειτουργία όλων των οικονομιών των συμμετεχόντων. Ενώ θα είχε αποκλεισθεί η ανόητη συσσωμάτωση που επιδιώκει το τάχα «φεντεραλιστικό» Βερολίνο της ενιαίας Γερμανίας, που θέλει πρωτεύουσά του το Παρίσι και δουλοπάροικους τους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου. Το στρατιωτικό σύμφωνο πολύ εύκολα και χωρίς αναγκαστικό χαρακτήρα θα μπορούοε να μετεξελιχθεί, εκ των πραγμάτων, σε πολιτικό και διπλωματικό, στη βάση της δέσμης ιδεών του Ντε Γκωλ και του Σουμάν γιο την Ευρώπη των Εθνών και των Λαών και μακριά οπό τη θεσμική ανηθικότητα του προτεστάντη τραπεζίτη, που έχει επιβληθεί σήμερα στην Ευρώπη απά τις ανώνυμες γραφειοκρατίες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
Παράλληλα, οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, εκτός Ευρώπης, θα έβρισκαν στο Σύμφωνο του Νότου έναν αξιόπιστο συνομιλητή για διεθνή ζητήματα και μια Ευρώπη εξωστρεφή και ικανή νο επεκταθεί αναπτυξιακά στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινκή Αμερική, υιοθετώντας χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, πολιτικά · θεσμικά – οικονομικά · στρατιωτικά (ασφάλεια). Αμερική, Ρωσία, Κίνα είναι δεδομένο ότι θα αναδιάτασσαν τα πλάνα τους, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, σε μια προσπάθεια να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να δημιουργήσουν επιμέρους συμμαχίες με τη νέα δύναμη. Αλλωστε, εξαιτίας της μετανάστευσης που πνίγει τις χώρε αυτές που βρέχονται από τη Μεσόγειο και στη δομή της Λεγεώνας των Ξένων και της παράδοσης του μισθοφορικού στρατού της Γαλλίας, θα μπορούσε να «κτιστεί» μια τεράστια στρατιά, 200.000 – 500.000 άρτια εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων, μεταξύ των άλλων και μουσουλμάνων, που θα μπορούσε να πολεμά, ύστερα από απόφαση του Συμφώνου, όπου Γης.
Η Αθήνα δεν πρέπει να ξεχνά ούτε και σήμερα, υπό τις απαγορευτικές συνθήκες που επικρατούν, ότι η έννοια της Ευρώπης είναι μια ακόμη αρχαιοελληνική προσέγγιση, που θα πρέπει να εκφραοτεί με όρους παρόντος και μέλλοντος. Το γαλλικό πνεύμα είναι η καλύτερη εγγύηση γι’αυτό.
Εφημερίδα: ΑΞΙΑ
όμως αυτό δεν φθάνει.
Γιατί η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία δεν στηρίζεται σε κάποιο «σχέδιο Μάρσαλ» ή πακέτο Ντελόρ, αλλά αναλαμβάνει υποχρεώσεις μέσω δανείων, με επιτόκια της τάξης του 3%-5%. Δάνεια που πολύ δύσκολο θα τα αποπληρώσει μέσα στα επόμενα χρόνιο, εάν δεν υπάρξουν εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης ή αλλαγή στη δομή των προϋπολογισμών.
Το πρώτο δείχνει πολύ δύσκολος στόχος σε συνθήκες αυξανόμενης ύφεσης, που προκαλούν τα περιοριστικά μέτρα με συνταγή Βερολίνου-ΔΝΤ, ενώ το δεύτερο δεν είναι σε κάθε περίπτωση υπόθεση του υπουργείου Οικονομικών.
Η Ελλάδα χρειάζεται στη φάση αυτή αλλά και τα χρόνια που έρχονται μια δραστική αλλαγή στον στρατηγικό προσονατολισμό της, εάν τουλάχιστον θέλει να υπάρξει και στο μέλλον ως αυτόνομο έθνος-κράτος. Η πολιτική της ηγεσία οφείλει να βρει τον τρόπο να πει εν τοις πράγμασι το μεγάλο «όχι» στον εξανδραποδισμό της σε μια νέα Τουρκοκρατία ή μια νέα Ενετοκρατία. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει η διπλωματία της να αναζητήσει ουσιαστικές διεθνείς στρατηγικές συμμαχίες, που θα έχουν απολύτως πρακτικό επίπεδο εφαρμογών και θα συντείνουν στην έξοδό της από το σημερινό δημοσιονομικά, διπλωματικό και εθνικό αδιέξοδο. Εγκαταλείποντας την αόριστη και τελικά εθελόδουλη ευρωλαγνεία θα πρέπει να αντιμετωπίσει το μέλλον πολύ διαφορετικά από τα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά σύνδρομα. Πέρα από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, αναλαμβάνοντας έστω και σε περιορισμένο επίπεδο την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Το κρίσιμο ζήτημα για την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών της χώρος είναι ο στρατιωτικός τομέας και το κόστος των δυσθεώρητων για τις δυνατότητες της χώρας εξοπλισμών. Η δραστική περικοπή του κόστους αυτού θα πρέπει να απαντά στο ιστορικό δίλημμα, που επανειλημμένο έχει τεθεί: «Βούτυρο ή κανόνια». Η απάντηση θα πρέπει να είναι και βούτυρο και κανόνια. Σε πρακτικό επίπεδο και διατηρώντας την ευρωπαϊκή της ταυτότητα η Ελλάδα θα μπορούσε νο στραφεί και νο συζητήσει με την παραδοσιακή και μόνιμη σύμμοχο στην ιστορική διαδρομή Γαλλία τη δημιουργία ενός συμφώνου, που ούτως ή άλλως δεν διαθέτει η παρούσα Ευρώπη. Μια ένωση σε στρατιωτικό επίπεδο των ενόπλων δυνάμεων στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα, που στην ελληνική περίπτωση θα διασφάλιζε τα εθνικά σύνορα και θα έδινε ένα τέλος στην καταστροφική για την οικονομική επιβίωση της χώρος μας «διπλωματία των εξοπλισμών».
Ουσιαστικά Γαλλία και Ελλάδα θα είχαν κοινό στρατό, δύο σημαίες και κατανομή δυνάμεων τέτοια που θα εξυπηρετούσε την ασφάλεια των εθνικών περιοχών. Σε αντίθεση με τη λογική του NATO, κάθε πόλεμος της μιας χώρας ή κατάσταση απειλής θα είναι αυτόματα πόλεμος ή απειλή και για την άλλη. Η Ελλάδα με τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις στο Αιγαίο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ηπειρο θα μπορούσε να προχωρήσει στα επόμενα χρόνια σε δραματική μείωση των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, που ούτως ή άλλως δεν της εγγυώνται εθνική ασφάλεια απέναντι της Τουρκίας.
Επίσης δραστική αναδιάρθρωση του κόστους των Ενόπλων Δυνάμεων, που προσομοιάζουν στη σημερινή τους δομή με τα δεδομένα του Μεσοπολέμου και όχι τα ζητούμενα του 21ου αιώνα. Βεβαίως ένα σημαντικό κονδύλι από τα κεφάλαια αυτά του κρατικού προϋπολογισμού θα συνέχιζε να υφίσταται και θα προστίθετο στα ανάλογα κονδύλια για άμυνα κοι τεχνολογία του γαλλικού Δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά η Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί αναζητεί έναν νέο εμπεδωμένο ρόλο σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και η στρατιωτική συμφωνία με την Ελλάδα, καθώς και η παρουσία του γαλλικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο, θα έδινε το στίγμα αυτής της νέος εποχής για τη Νότιο Ευρώπη. Πολύ περισσότερο εάν το σύμφωνο αυτό αποτελούσε πρελούδιο για μια επόμενη φάση, κατά την οποία σε αυτό θα εντάσσονταν και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που βρίσκοντοι επίσης σε δυσμενή οικονομική και γεωπολιτική θέοη, εξαιτίας της Ευρώπης του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, εάν η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, με τις ένοπλες δυνάμεις τους, την πολεμική τους βιομηχανία τις τεχνολογικές τους μονάδες και τη θέση τους στο διεθνές σύστημα, εντάσσονταν σε αυτό το σχήμα, μέσα στην επόμενη τριετία, θο μπορούσαμε να μιλάμε για μιο σαφώς σημαντική και υπολογίσιμη ισχύ σε διεθνές επίπεδο και μια νέα Ευρώπη, μέσα στην Ευρώπη και το NATO. Ταυτόχρονα οι οικονομίες κλίμακος και οι συνέργειες για τις χώρες αυτές του Συμφώνου Νοτίου Ευρώπης (SEC) θα ήταν εντυπωσιακές κοι καθοριστικές γιο τη λειτουργία όλων των οικονομιών των συμμετεχόντων. Ενώ θα είχε αποκλεισθεί η ανόητη συσσωμάτωση που επιδιώκει το τάχα «φεντεραλιστικό» Βερολίνο της ενιαίας Γερμανίας, που θέλει πρωτεύουσά του το Παρίσι και δουλοπάροικους τους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου. Το στρατιωτικό σύμφωνο πολύ εύκολα και χωρίς αναγκαστικό χαρακτήρα θα μπορούοε να μετεξελιχθεί, εκ των πραγμάτων, σε πολιτικό και διπλωματικό, στη βάση της δέσμης ιδεών του Ντε Γκωλ και του Σουμάν γιο την Ευρώπη των Εθνών και των Λαών και μακριά οπό τη θεσμική ανηθικότητα του προτεστάντη τραπεζίτη, που έχει επιβληθεί σήμερα στην Ευρώπη απά τις ανώνυμες γραφειοκρατίες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
Παράλληλα, οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, εκτός Ευρώπης, θα έβρισκαν στο Σύμφωνο του Νότου έναν αξιόπιστο συνομιλητή για διεθνή ζητήματα και μια Ευρώπη εξωστρεφή και ικανή νο επεκταθεί αναπτυξιακά στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινκή Αμερική, υιοθετώντας χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, πολιτικά · θεσμικά – οικονομικά · στρατιωτικά (ασφάλεια). Αμερική, Ρωσία, Κίνα είναι δεδομένο ότι θα αναδιάτασσαν τα πλάνα τους, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, σε μια προσπάθεια να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να δημιουργήσουν επιμέρους συμμαχίες με τη νέα δύναμη. Αλλωστε, εξαιτίας της μετανάστευσης που πνίγει τις χώρε αυτές που βρέχονται από τη Μεσόγειο και στη δομή της Λεγεώνας των Ξένων και της παράδοσης του μισθοφορικού στρατού της Γαλλίας, θα μπορούσε να «κτιστεί» μια τεράστια στρατιά, 200.000 – 500.000 άρτια εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων, μεταξύ των άλλων και μουσουλμάνων, που θα μπορούσε να πολεμά, ύστερα από απόφαση του Συμφώνου, όπου Γης.
Η Αθήνα δεν πρέπει να ξεχνά ούτε και σήμερα, υπό τις απαγορευτικές συνθήκες που επικρατούν, ότι η έννοια της Ευρώπης είναι μια ακόμη αρχαιοελληνική προσέγγιση, που θα πρέπει να εκφραοτεί με όρους παρόντος και μέλλοντος. Το γαλλικό πνεύμα είναι η καλύτερη εγγύηση γι’αυτό.
Εφημερίδα: ΑΞΙΑ
Δημοσίευση σχολίου