GuidePedia

0
, του Νίκου Πέλπα
Η έναρξη των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας με βρήκε στην Πρίστινα, σε κάποια σοκάκια κοντά στη λαϊκή αγορά, όπου αναζητούσα...πανικό.
Πανικό δεν συνάντησα ποτέ, η πόλη έσφυζε από ζωή λες και βγήκαν στους δρόμους ακόμη και εκείνοι που σπάνια κατέβαιναν στο κέντρο.


Η μοναδική εικόνα που πρόδιδε κάποια αναστάτωση ήταν οι μεγάλες ουρές έξω από φούρνους, όπου, όποιος έμπαινε… έβγαινε με μια αγκαλιά ψωμιά.

Στις 19:40 όταν ήχησαν οι σειρήνες όλοι εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα οι μαγαζάτορες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, οι καφετέριες άδειασαν, οι μάνες πανικόβλητες τράβηξαν τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Η πόλη ερήμωσε! Έπιασε σούρουπο, ο εφιάλτης άρχιζε…

Μερικές ώρες νωρίτερα στην καφετερία, έξω από το ξενοδοχείο Grand, δεν έπεφτε καρφίτσα.

Δημοσιογράφοι, ασφαλίτες, μαυραγορίτες και κλεφτρόνια περίμεναν το μοιραίο για να αναλάβουν δράση. «Λιάζουμε τα αρχ....α μας για να προκαλέσουμε το ΝΑΤΟ» μου λέει ο «Τσαούς» - γνωστός Σέρβος μαυραγορίτης – που διαισθάνεται ότι φτάνουν, για αυτόν, οι «καλύτερες μέρες».

Αλβανός, δεν τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο Grand, από το 1998 όταν μετά την ενοχοποίηση των Σέρβων για τη σφαγή στο Ράτσακ, κρίθηκαν από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου ανεπιθύμητοι.

Έτσι λοιπόν, οι αλβανοί οπερατέρ που δούλευαν για ξένους καθόντουσαν στην καφετερία ενός ομοεθνούς τους που βρισκόταν απέναντι από το ξενοδοχείο. Εκεί συνάντησα και τον Σουλειμάν Κλοκότσι εικονολήπτη του Associated press να μιλάει στο κινητό με την Σερβίδα παραγωγό του που καθόταν τριάντα μέτρα απέναντί, στην καφετερία του Grand.

«Θα χτυπήσουν Νίκο και θα χτυπήσουν άσχημα!» μου λέει ο Σουλειμάν «οι Σέρβοι δεν το πιστεύουν… εσύ αν δεν έχεις λόγο να μείνεις, φύγε» με συμβούλεψε.

Τέτοιο γεγονός δεν χάνεται, του απαντάω και χαιρετηθήκαμε. Από τότε δεν ξαναείδα τον Σουλειμάν, μέχρι την είσοδο των νατοϊκών δυνάμεων τον Ιούνιο. Όταν συναντηθήκαμε, έμαθα ότι δυόμισι μήνες κρυβόταν με την γυναίκα του, τα δυο τους μικρά παιδιά και καμιά δεκαριά συγγενής στο υπόγειο του σπιτιού του.

Στο στρατόπεδο «Στρατάρχης Τίτο» έξω από την Πρίστινα επικρατεί συνωστισμός.

Χιλιάδες επίστρατοι ξαπλωμένοι στο πλατό μπροστά από τον στρατώνα. Κάποιοι παίζουν χαρτιά, κάποιοι σκάκι, άλλοι αναμετρούν τη δύναμή τους παλεύοντας η «βάζοντας χέρι». Από τα τέσσερα εξωτερικά μαγειρεία που τοποθετήθηκαν, για τις ανάγκες, στον προαύλιο χώρο του στρατοπέδου αναδύεται πυκνός ατμός που ταξιδεύει τη μυρωδιά της φασολάδας χιλιόμετρα μακριά. Έξω από το στρατόπεδο στα γύρω χωράφια επίσης βρισκόταν εκατοντάδες επίστρατοι. Αυτούς πλησιάσαμε με τον κάμεραμαν μου τον Μάτκε, αλλά ούτε λόγος να γίνεται για δηλώσεις.

«Θα στα κόψω τα χέρια αν την σηκώσεις» είπε ένας γραφικός μουστακαλής στον Μάτκε που ετοίμαζε την κάμερα για να κάνει λήψεις. Για κουβέντα ωστόσο, χωρίς την κάμερα, ήταν διατεθειμένοι. Τους ρώτησα γιατί δεν μπαίνουν στο στρατόπεδο και μου είπαν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι καλύτερα να βρίσκονται σε «ιστορική απόσταση» αν βομβαρδίσει το ΝΑΤΟ. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι θα φτάσουν τα πράγματα ως εκεί.

«Θα τα βρει ο Μιλόσεβιτς πάλι με τους ξένους εμείς θα φάμε μια φασολάδα κι αύριο θα μας στείλουν στα σπίτια μας» μου είπε κάποιος επίστρατος από την πόλη Μπλάτσε στη νότια Σερβία. Η συντριπτική πλειοψηφία των επιστράτων προέρχονταν από τη νότια Σερβία και ήταν κυρίως αγρότες. Νοιάζονταν περισσότερο για τα καπνά και τα ζαρζαβατικά που έμειναν αφύτευτα παρά για το ΝΑΤΟ και τα πολεμικά παιχνίδια των ισχυρών του κόσμου. Δυστυχώς σε λίγες ώρες θα συνειδητοποιούσαν ότι και αυτοί ήταν τα πιόνια στη μακέτα των πολεμικών παιχνιδιών.

Το στρατόπεδο «Στρατάρχης Τίτο» βομβαρδιζόταν καθημερινά από το ΝΑΤΟ μέχρι που καταστράφηκε ολοσχερώς.

Οι βομβαρδισμοί ξεκίνησαν, οι πρώτες εκρήξεις ακούστηκαν από το αεροδρόμιο, μετά από το στρατόπεδο και ύστερα από παντού. Οι λάμψεις διαδέχονταν η μία την άλλη κι όταν ο ήχος έφτανε σ εμάς σείονταν το ξενοδοχείο. Τα αντιαεροπορικά πυρά διέσχιζαν το σκοτεινό ουρανό και μοιάζανε φωτεινές αλυσίδες που κρέμονται απ το πουθενά. Τα δορυφορικά τηλέφωνα των δημοσιογράφων πήραν φωτιά οι εικονολήπτες τρέχουν από δωμάτιο σε δωμάτιο αναζητώντας την καλύτερη θέση για εικόνα.

Με τον εικονολήπτη μου τον Μάτκε πήγαμε στην ταράτσα του ενδεκαόροφου ξενοδοχείου. Η εικόνα ήταν συγκλονιστική!

Δέος και τρόμος. Αν και βρισκόμασταν στο υψηλότερο κτίριο της πόλης αισθανόμασταν τόσο μικροί τόσο ασήμαντοι, τόσο αδύναμοι βλέποντας τις λάμψεις και ακούγοντας τους ήχους των εκρήξεων. Είχα ζήσει όλους τους πολέμους στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο απροστάτευτος, τόσο ανίκανος. Είχα την εντύπωση ότι όλη η φωτιά του σύμπαντος θα έπεφτε στο κεφάλι μας.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top