Του Θεόδωρου Κ. Καρυώτη*
Η διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία στο Αιγαίο Πέλαγος και ο ρόλος που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σε αυτό το πρόβλημα η Ευρωπαϊκή Ένωση
Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1973-1982) ήταν η δημιουργία και η κωδικοποίηση του θεσμού της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Έτσι, δόθηκε ένα τέλος στη χαώδη κατάσταση που επικρατούσε μέχρι τότε στο Διεθνές Δίκαιο Αλιείας.
Με βάση τα άρθρα 55, 56, 57 της νέας Σύμβασης, ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή, το πλάτος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 ναυτικά μίλια (ν.μ.), από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης και εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών ζώντων ή μη των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα, που αναφέρονται στην εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων.
Οι θάλασσες και οι ωκεανοί καλύπτουν περίπου 105,5 εκατ. τετραγωνικά ν.μ., δηλαδή καλύπτουν το 71% της επιφάνειας της Γης. Εάν όλα τα παράκτια κράτη κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους για ΑΟΖ 200 ν.μ., τότε η περιοχή των ωκεανών που θα ανήκει σε αυτά τα κράτη υπολογίζεται ότι θα καλύπτει γύρω στα 37,7 εκατ. τετρ. ν.μ. ή το 35,8% της παγκόσμιας θαλάσσιας επιφάνειας. Μέσα στις ζώνες αυτές περιλαμβάνεται πάνω από το 90% της παγκόσμιας αλιείας, πάνω από το 87% των υπολογιζόμενων αποθεμάτων πετρελαίου και γύρω στο 10% των πολυμεταλλικών κονδύλων. Επομένως, εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την κρίσιμη σημασία που έχει η ΑΟΖ όχι μόνο για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά γενικότερα για την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Σημαντικές διαφορές
Το καθεστώς της ΑΟΖ καλύπτει όλους τους φυσικούς πόρους, ζωντανούς και μη, ενώ η υφαλοκρηπίδα καλύπτει μόνο τους µη ζωντανούς πόρους. Μια άλλη σημαντική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα δικαιώματα ενός κράτους πάνω στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν ipso facto και ab initio, ενώ η ύπαρξη της ΑΟΖ είναι δυνατή μόνο κατόπιν διακήρυξης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους. Επομένως, το παράκτιο κράτος μπορεί να έχει υφαλοκρηπίδα χωρίς να έχει ΑΟΖ, ενώ το αντίστροφο δεν είναι δυνατόν.
Η Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει ρητά (άρθρο 121, παράγραφο 2) ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Επομένως, η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια επιχειρήματα για την ΑΟΖ που προβάλλει για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου, ότι, δηλαδή, τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι βρίσκονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας. Επιπλέον, η νέα Σύμβαση έχει καταργήσει τη γεωλογική έννοια της υφαλοκρηπίδας και έτσι η Τουρκία έχει χάσει άλλο ένα επιχείρημα.
Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το γεγονός και μόνο ότι η ΕΕ διέθετε μεγάλο μήκος ακτών ήταν αρκετό για να ενδιαφερθεί για διάσκεψη που θα δημιουργούσε το νέο Σύνταγμα των Θαλασσών του πλανήτη μας. Βέβαια, ο κύριος λόγος της συμμετοχής της ΕΕ στη διάσκεψη ήταν το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη της είχαν μεταβιβάσει ορισμένες αρμοδιότητες στην Κοινότητα. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούσαν βασικά στα θέματα της αλιείας, της εμπορικής πολιτικής και της διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Η Σύμβαση του 1982 (στο Μέρος XVIΙ και στο Annex IX) παρέχει τη δυνατότητα συμμετοχής Διεθνών Οργανισμών στη νέα Σύμβαση αμέσως μετά τη συμμετοχή της απολύτου πλειοψηφίας των κρατών-μελών στη Σύμβαση. Ήδη όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς και η ίδια η ΕΕ, έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας. Με βάση τα άρθρα 309 και 310 της νέας Σύμβασης του 1982 δεν επιτρέπεται να διατυπωθούν επιφυλάξεις ή εξαιρέσεις, όταν τα διάφορα κράτη καταθέτουν την επικύρωση της Σύμβασης. Έτσι, τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να έχουν επιφυλάξεις σχετικά με τις αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβάσει σε αυτή.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ΕΕ αντιλήφθηκε ότι ΑΟΖ 200 ν.μ. σύντομα θα εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους, αποφάσισε να μελετήσει το θέμα για να διαπιστώσει αν πρέπει και η ίδια να αποκτήσει μια τέτοια ζώνη. Έτσι, έχοντας αναλύσει τις απώλειες και τα κέρδη της ΕΕ σε καθεστώς ΑΟΖ 200 ν.μ., η Ένωση προχώρησε σε ένα σημαντικό βήμα το Νοέμβριο του 1976, συμφωνώντας σε τρεις βασικές αρχές:
1. Την προέκταση των αλιευτικών ζωνών όλων των μελών της σε 200 ν.μ.
2. Τη μεταβίβαση στην Κοινότητα της αποκλειστικής αρμοδιότητας για τις διαπραγματεύσεις για αλιευτικές συμφωνίες της ΕΚ με κράτη μη μέλη της Κοινότητας.
3. Σε ορισμένες αρχές για τη μελλοντική της πολιτική σε θέματα διαχείρισης και διατήρησης των αλιευτικών πόρων.
Έτσι, από τα τέλη του 1976 η Κοινότητα προσπάθησε να δημιουργήσει κοινή αλιευτική πολιτική που να είναι αποδεκτή σε όλα τα μέλη της και να έχει μακροπρόθεσμους στόχους. Τελικά, μετά από έξι χρόνια επίπονων και επίμονων διαβουλεύσεων, δημιουργήθηκε η νέα «Κοινή Αλιευτική Πολιτική» με τον Κανονισμό του Συμβουλίου Νο. 170/83 της 25ης Ιανουαρίου 1983. Ο κανονισμός αυτός αναφέρει στο άρθρο 6, παράγραφο 1 τα εξής:
«Από την 1η Ιανουαρίου 1983 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, τα κράτη-μέλη επιτρέπεται να διατηρήσουν το καθεστώς που ορίζεται στο άρθρο 100 της πράξης προσχώρησης του 1972 και να γενικεύσουν το όριο των έξι μιλίων, το οποίο προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, μέχρι δώδεκα ναυτικά μίλια για όλα τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία τους».
Αιγιαλίτιδα ζώνη
Ο κανονισμός αυτός ξεκάθαρα αναφέρει ότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των κρατών-μελών δεν έχει καμία επίπτωση στην αλιευτική ζώνη. Δηλαδή, κράτη-μέλη που είχαν αιγιαλίτιδα ζώνη 3 ή 6 ν.μ. θα έπρεπε να αποκτήσουν αλιευτική ζώνη 12 ν.μ.
Η Ελλάδα δεν έκανε τότε καμία ενέργεια για να δημιουργήσει αλιευτική ζώνη 12 ν.μ. Αργότερα, η Τουρκία, βλέποντας πολλές χώρες της ΕΕ να επεκτείνουν την αλιευτική τους ζώνη στα 12 ν.μ. και φοβούμενη ότι και η Ελλάδα θα έκανε το ίδιο πράγμα, αντέδρασε και κάλεσε στην Άγκυρα, την 25η Οκτωβρίου 1990, όλους τους τότε πρεσβευτές της ΕΕ, εκτός του Έλληνα, ζητώντας από τα κράτη-μέλη να μην επεκτείνουν την αλιευτική ζώνη τους στα 12 ν.μ. στη Μεσόγειο. Δυστυχώς, η ΕΕ αποδέχτηκε το τουρκικό διάβημα αλλά, ακόμα χειρότερα, το δέχτηκε και η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όταν η ΕΕ αποφάσισε να δημιουργήσει ΑΟΖ 200 ν.μ. για όλα τα κράτη-μέλη της, η Τουρκία ζήτησε να μην δημιουργηθεί τέτοια ζώνη στη Μεσόγειο, αίτημα που πάλι αποδέχτηκε και η ΕΕ και η Ελλάδα. Η εξήγηση που δόθηκε από την ΕΕ είναι ότι τα ψάρια σε αυτή τη θάλασσα έχουν υψηλή μεταναστευτική τάση και έτσι δεν κρίθηκε χρήσιμο να επεκταθούν τα 200 ν.μ. και σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή. Κατά συνέπεια, ούτε η Ελλάδα ούτε και η Ιταλία διαθέτουν ΑΟΖ 200 ν.μ., ενώ η Γαλλία και η Ισπανία διαθέτουν ΑΟΖ 200 ν.μ. αλλά όχι στην περιοχή της Μεσογείου. Έτσι, το μοναδικό κράτος της ΕΕ που διαθέτει ΑΟΖ στη Μεσόγειο είναι η Κύπρος, για την οποία δεν έφερε καμία αντίρρηση η ΕΕ.
Η κατάσταση αυτή, δηλαδή η εξαίρεση της Μεσογείου από τη ζώνη των 200 ν.μ., δεν εξυπηρετεί τα συνολικά συμφέροντα της ΕΕ και ιδιαίτερα των κρατών-μελών της που βρέχονται από τη Μεσόγειο και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αναιρεθεί, ιδιαίτερα τώρα που η Κύπρος διαθέτει τέτοια ΑΟΖ, καθώς και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι πολύ πρόσφατα και η Γαλλία αποφάσισε να δημιουργήσει παρόμοια ΑΟΖ στη Μεσόγειο. Μόνο ένα 4% του αλιεύματος στη Μεσόγειο προέρχεται από τα ύδατα άλλων κρατών και η ύπαρξη ΑΟΖ στη Μεσόγειο δεν θα επιδράσει αρνητικά στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία, που αλιεύουν έξω από τις ακτές της Αλγερίας, του Μαρόκου και της Τυνησίας. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να ζητήσει από τους εταίρους της στις Βρυξέλλες να επεκτείνουν την ΑΟΖ και στη Μεσόγειο.
Σήμερα, το μήκος των ακτών της ΕΕ των «27» ξεπερνά τα 66.000 χλμ. και η Ελλάδα διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτή από όλα τα κράτη-μέλη, που φτάνει τα 13.676 χλμ., καθώς επίσης και τα περισσότερα νησιά και νησίδες που είναι 3.100, και 2.463 από αυτά βρίσκονται στο Αιγαίο Πέλαγος. Βέβαια, αν υπολογιστούν και οι βραχονησίδες, τότε ξεπερνούν συνολικά τις 10.000. Συγκριτικά, οι ακτές των ΗΠΑ είναι 21.000 χλμ., της Λατινικής Αμερικής 25.000 χλμ., της Αφρικής 30.000 χλμ. και της Αυστραλίας 27.000 χλμ. Επίσης, με την επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών σε 200 ν.μ., η περιοχή που ανήκει στα κράτη-μέλη της ΕΕ ξεπερνά τα επτά εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τη μεγαλύτερη αλιευτική δύναμη στον κόσμο.
Η Τουρκία, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχει απειλήσει την Ελλάδα ότι η δημιουργία ελληνικής ΑΟΖ θα αποτελέσει και αυτή casus belli. Όμως, σε περίπτωση που δοθεί εντολή από την ΕΕ να δημιουργηθεί ΑΟΖ σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ίσως η Τουρκία να αρχίσει τις απειλές της και γι’ αυτό το θέμα, αλλά τότε θα είναι αναγκασμένη και υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει το casus belli και κατά της ΕΕ!
Έχω την εντύπωση ότι η ΕΕ δεν θα δώσει εντολή στην Ελλάδα να δημιουργήσει ΑΟΖ σε όλες τις θάλασσες που την περιβρέχουν, διότι προφανώς δεν επιθυμεί να δυσαρεστήσει την Τουρκία. Βέβαια, η ΕΕ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δίνει συνεχώς οδηγίες στα κράτη-μέλη της για διάφορα οικονομικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα. Φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. Επιπλέον, η Τουρκία προσπαθεί να ξεχάσει ότι ένας από τους όρους πλήρους ένταξής της στην ΕΕ είναι η υποχρέωσή της να επικυρώσει τη νέα Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας και βέβαια το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών «ξεχνά» να υπενθυμίσει στην Τουρκία αυτό το σημαντικό όρο κάθε φορά που παραβιάζει τα δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Φανταστείτε την υποθετική περίπτωση κατά την οποία οι ΗΠΑ, εάν και εφόσον υπάρξει κάποια διαφορά ανάμεσα στη Φλόριντα και την Κούβα, ισχυριστούν ότι δεν εμπλέκονται σε αυτή τη διένεξη γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν την Κούβα!
Τελικά, δε, τι εννοούσε ο πρόεδρος Σαρκοζί όταν έλεγε πρόσφατα: «Θέλουμε μια ενωμένη Ευρώπη. Η Ευρώπη πρέπει να έχει σύνορα. Διότι μια Ευρώπη χωρίς σύνορα θα είναι μια Ευρώπη χωρίς θέληση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αξίες. Κι αν η Ευρώπη δεν υπερασπίζεται τις αξίες της, τότε ποιος θα το κάνει γι’ αυτή;».
* O Θεόδωρος Κ. Καρυώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας. Υπήρξε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και επιμελήθηκε το βιβλίο Greece and the Law of the Sea.
Η διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία στο Αιγαίο Πέλαγος και ο ρόλος που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σε αυτό το πρόβλημα η Ευρωπαϊκή Ένωση
Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1973-1982) ήταν η δημιουργία και η κωδικοποίηση του θεσμού της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Έτσι, δόθηκε ένα τέλος στη χαώδη κατάσταση που επικρατούσε μέχρι τότε στο Διεθνές Δίκαιο Αλιείας.
Με βάση τα άρθρα 55, 56, 57 της νέας Σύμβασης, ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή, το πλάτος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 ναυτικά μίλια (ν.μ.), από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης και εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών ζώντων ή μη των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα, που αναφέρονται στην εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων.
Οι θάλασσες και οι ωκεανοί καλύπτουν περίπου 105,5 εκατ. τετραγωνικά ν.μ., δηλαδή καλύπτουν το 71% της επιφάνειας της Γης. Εάν όλα τα παράκτια κράτη κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους για ΑΟΖ 200 ν.μ., τότε η περιοχή των ωκεανών που θα ανήκει σε αυτά τα κράτη υπολογίζεται ότι θα καλύπτει γύρω στα 37,7 εκατ. τετρ. ν.μ. ή το 35,8% της παγκόσμιας θαλάσσιας επιφάνειας. Μέσα στις ζώνες αυτές περιλαμβάνεται πάνω από το 90% της παγκόσμιας αλιείας, πάνω από το 87% των υπολογιζόμενων αποθεμάτων πετρελαίου και γύρω στο 10% των πολυμεταλλικών κονδύλων. Επομένως, εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την κρίσιμη σημασία που έχει η ΑΟΖ όχι μόνο για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά γενικότερα για την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Σημαντικές διαφορές
Το καθεστώς της ΑΟΖ καλύπτει όλους τους φυσικούς πόρους, ζωντανούς και μη, ενώ η υφαλοκρηπίδα καλύπτει μόνο τους µη ζωντανούς πόρους. Μια άλλη σημαντική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα δικαιώματα ενός κράτους πάνω στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν ipso facto και ab initio, ενώ η ύπαρξη της ΑΟΖ είναι δυνατή μόνο κατόπιν διακήρυξης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους. Επομένως, το παράκτιο κράτος μπορεί να έχει υφαλοκρηπίδα χωρίς να έχει ΑΟΖ, ενώ το αντίστροφο δεν είναι δυνατόν.
Η Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει ρητά (άρθρο 121, παράγραφο 2) ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Επομένως, η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια επιχειρήματα για την ΑΟΖ που προβάλλει για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου, ότι, δηλαδή, τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι βρίσκονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας. Επιπλέον, η νέα Σύμβαση έχει καταργήσει τη γεωλογική έννοια της υφαλοκρηπίδας και έτσι η Τουρκία έχει χάσει άλλο ένα επιχείρημα.
Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το γεγονός και μόνο ότι η ΕΕ διέθετε μεγάλο μήκος ακτών ήταν αρκετό για να ενδιαφερθεί για διάσκεψη που θα δημιουργούσε το νέο Σύνταγμα των Θαλασσών του πλανήτη μας. Βέβαια, ο κύριος λόγος της συμμετοχής της ΕΕ στη διάσκεψη ήταν το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη της είχαν μεταβιβάσει ορισμένες αρμοδιότητες στην Κοινότητα. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούσαν βασικά στα θέματα της αλιείας, της εμπορικής πολιτικής και της διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Η Σύμβαση του 1982 (στο Μέρος XVIΙ και στο Annex IX) παρέχει τη δυνατότητα συμμετοχής Διεθνών Οργανισμών στη νέα Σύμβαση αμέσως μετά τη συμμετοχή της απολύτου πλειοψηφίας των κρατών-μελών στη Σύμβαση. Ήδη όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς και η ίδια η ΕΕ, έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας. Με βάση τα άρθρα 309 και 310 της νέας Σύμβασης του 1982 δεν επιτρέπεται να διατυπωθούν επιφυλάξεις ή εξαιρέσεις, όταν τα διάφορα κράτη καταθέτουν την επικύρωση της Σύμβασης. Έτσι, τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να έχουν επιφυλάξεις σχετικά με τις αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβάσει σε αυτή.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ΕΕ αντιλήφθηκε ότι ΑΟΖ 200 ν.μ. σύντομα θα εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους, αποφάσισε να μελετήσει το θέμα για να διαπιστώσει αν πρέπει και η ίδια να αποκτήσει μια τέτοια ζώνη. Έτσι, έχοντας αναλύσει τις απώλειες και τα κέρδη της ΕΕ σε καθεστώς ΑΟΖ 200 ν.μ., η Ένωση προχώρησε σε ένα σημαντικό βήμα το Νοέμβριο του 1976, συμφωνώντας σε τρεις βασικές αρχές:
1. Την προέκταση των αλιευτικών ζωνών όλων των μελών της σε 200 ν.μ.
2. Τη μεταβίβαση στην Κοινότητα της αποκλειστικής αρμοδιότητας για τις διαπραγματεύσεις για αλιευτικές συμφωνίες της ΕΚ με κράτη μη μέλη της Κοινότητας.
3. Σε ορισμένες αρχές για τη μελλοντική της πολιτική σε θέματα διαχείρισης και διατήρησης των αλιευτικών πόρων.
Έτσι, από τα τέλη του 1976 η Κοινότητα προσπάθησε να δημιουργήσει κοινή αλιευτική πολιτική που να είναι αποδεκτή σε όλα τα μέλη της και να έχει μακροπρόθεσμους στόχους. Τελικά, μετά από έξι χρόνια επίπονων και επίμονων διαβουλεύσεων, δημιουργήθηκε η νέα «Κοινή Αλιευτική Πολιτική» με τον Κανονισμό του Συμβουλίου Νο. 170/83 της 25ης Ιανουαρίου 1983. Ο κανονισμός αυτός αναφέρει στο άρθρο 6, παράγραφο 1 τα εξής:
«Από την 1η Ιανουαρίου 1983 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, τα κράτη-μέλη επιτρέπεται να διατηρήσουν το καθεστώς που ορίζεται στο άρθρο 100 της πράξης προσχώρησης του 1972 και να γενικεύσουν το όριο των έξι μιλίων, το οποίο προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, μέχρι δώδεκα ναυτικά μίλια για όλα τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία τους».
Αιγιαλίτιδα ζώνη
Ο κανονισμός αυτός ξεκάθαρα αναφέρει ότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των κρατών-μελών δεν έχει καμία επίπτωση στην αλιευτική ζώνη. Δηλαδή, κράτη-μέλη που είχαν αιγιαλίτιδα ζώνη 3 ή 6 ν.μ. θα έπρεπε να αποκτήσουν αλιευτική ζώνη 12 ν.μ.
Η Ελλάδα δεν έκανε τότε καμία ενέργεια για να δημιουργήσει αλιευτική ζώνη 12 ν.μ. Αργότερα, η Τουρκία, βλέποντας πολλές χώρες της ΕΕ να επεκτείνουν την αλιευτική τους ζώνη στα 12 ν.μ. και φοβούμενη ότι και η Ελλάδα θα έκανε το ίδιο πράγμα, αντέδρασε και κάλεσε στην Άγκυρα, την 25η Οκτωβρίου 1990, όλους τους τότε πρεσβευτές της ΕΕ, εκτός του Έλληνα, ζητώντας από τα κράτη-μέλη να μην επεκτείνουν την αλιευτική ζώνη τους στα 12 ν.μ. στη Μεσόγειο. Δυστυχώς, η ΕΕ αποδέχτηκε το τουρκικό διάβημα αλλά, ακόμα χειρότερα, το δέχτηκε και η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όταν η ΕΕ αποφάσισε να δημιουργήσει ΑΟΖ 200 ν.μ. για όλα τα κράτη-μέλη της, η Τουρκία ζήτησε να μην δημιουργηθεί τέτοια ζώνη στη Μεσόγειο, αίτημα που πάλι αποδέχτηκε και η ΕΕ και η Ελλάδα. Η εξήγηση που δόθηκε από την ΕΕ είναι ότι τα ψάρια σε αυτή τη θάλασσα έχουν υψηλή μεταναστευτική τάση και έτσι δεν κρίθηκε χρήσιμο να επεκταθούν τα 200 ν.μ. και σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή. Κατά συνέπεια, ούτε η Ελλάδα ούτε και η Ιταλία διαθέτουν ΑΟΖ 200 ν.μ., ενώ η Γαλλία και η Ισπανία διαθέτουν ΑΟΖ 200 ν.μ. αλλά όχι στην περιοχή της Μεσογείου. Έτσι, το μοναδικό κράτος της ΕΕ που διαθέτει ΑΟΖ στη Μεσόγειο είναι η Κύπρος, για την οποία δεν έφερε καμία αντίρρηση η ΕΕ.
Η κατάσταση αυτή, δηλαδή η εξαίρεση της Μεσογείου από τη ζώνη των 200 ν.μ., δεν εξυπηρετεί τα συνολικά συμφέροντα της ΕΕ και ιδιαίτερα των κρατών-μελών της που βρέχονται από τη Μεσόγειο και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αναιρεθεί, ιδιαίτερα τώρα που η Κύπρος διαθέτει τέτοια ΑΟΖ, καθώς και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι πολύ πρόσφατα και η Γαλλία αποφάσισε να δημιουργήσει παρόμοια ΑΟΖ στη Μεσόγειο. Μόνο ένα 4% του αλιεύματος στη Μεσόγειο προέρχεται από τα ύδατα άλλων κρατών και η ύπαρξη ΑΟΖ στη Μεσόγειο δεν θα επιδράσει αρνητικά στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία, που αλιεύουν έξω από τις ακτές της Αλγερίας, του Μαρόκου και της Τυνησίας. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να ζητήσει από τους εταίρους της στις Βρυξέλλες να επεκτείνουν την ΑΟΖ και στη Μεσόγειο.
Σήμερα, το μήκος των ακτών της ΕΕ των «27» ξεπερνά τα 66.000 χλμ. και η Ελλάδα διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτή από όλα τα κράτη-μέλη, που φτάνει τα 13.676 χλμ., καθώς επίσης και τα περισσότερα νησιά και νησίδες που είναι 3.100, και 2.463 από αυτά βρίσκονται στο Αιγαίο Πέλαγος. Βέβαια, αν υπολογιστούν και οι βραχονησίδες, τότε ξεπερνούν συνολικά τις 10.000. Συγκριτικά, οι ακτές των ΗΠΑ είναι 21.000 χλμ., της Λατινικής Αμερικής 25.000 χλμ., της Αφρικής 30.000 χλμ. και της Αυστραλίας 27.000 χλμ. Επίσης, με την επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών σε 200 ν.μ., η περιοχή που ανήκει στα κράτη-μέλη της ΕΕ ξεπερνά τα επτά εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τη μεγαλύτερη αλιευτική δύναμη στον κόσμο.
Η Τουρκία, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχει απειλήσει την Ελλάδα ότι η δημιουργία ελληνικής ΑΟΖ θα αποτελέσει και αυτή casus belli. Όμως, σε περίπτωση που δοθεί εντολή από την ΕΕ να δημιουργηθεί ΑΟΖ σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ίσως η Τουρκία να αρχίσει τις απειλές της και γι’ αυτό το θέμα, αλλά τότε θα είναι αναγκασμένη και υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει το casus belli και κατά της ΕΕ!
Έχω την εντύπωση ότι η ΕΕ δεν θα δώσει εντολή στην Ελλάδα να δημιουργήσει ΑΟΖ σε όλες τις θάλασσες που την περιβρέχουν, διότι προφανώς δεν επιθυμεί να δυσαρεστήσει την Τουρκία. Βέβαια, η ΕΕ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δίνει συνεχώς οδηγίες στα κράτη-μέλη της για διάφορα οικονομικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα. Φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. Επιπλέον, η Τουρκία προσπαθεί να ξεχάσει ότι ένας από τους όρους πλήρους ένταξής της στην ΕΕ είναι η υποχρέωσή της να επικυρώσει τη νέα Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας και βέβαια το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών «ξεχνά» να υπενθυμίσει στην Τουρκία αυτό το σημαντικό όρο κάθε φορά που παραβιάζει τα δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Φανταστείτε την υποθετική περίπτωση κατά την οποία οι ΗΠΑ, εάν και εφόσον υπάρξει κάποια διαφορά ανάμεσα στη Φλόριντα και την Κούβα, ισχυριστούν ότι δεν εμπλέκονται σε αυτή τη διένεξη γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν την Κούβα!
Τελικά, δε, τι εννοούσε ο πρόεδρος Σαρκοζί όταν έλεγε πρόσφατα: «Θέλουμε μια ενωμένη Ευρώπη. Η Ευρώπη πρέπει να έχει σύνορα. Διότι μια Ευρώπη χωρίς σύνορα θα είναι μια Ευρώπη χωρίς θέληση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αξίες. Κι αν η Ευρώπη δεν υπερασπίζεται τις αξίες της, τότε ποιος θα το κάνει γι’ αυτή;».
* O Θεόδωρος Κ. Καρυώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας. Υπήρξε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και επιμελήθηκε το βιβλίο Greece and the Law of the Sea.
Δημοσίευση σχολίου