Τα «τερτίπια» του εκλογικού νόμου, το διακύβευμα της κάλπης και οι «καραμπόλες»
Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την κατανομή τους στα κόμματα και σε ποιες εκλογικές περιφέρειες αναμένονται ανατροπές.
ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ των κοινοβουλευτικών εδρών που δυνητικά μπορεί να αλλάξουν «χρώμα» είναι το διακύβευμα της κάλπης της 4ης Οκτωβρίου, σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα. O αποκαλούμενος και «νόμος Σκανδαλίδη», ο οποίος εφαρμόζεται για δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση,κατανέμει την πλειονότητα των βουλευτικών εδρών (260 στις 300) με αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν πανελλαδικά το 3%. Με δεδομένη ωστόσο τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεωντα δύο τρίτα των εδρών είναι σχεδόν βέβαιον πού θα καταλήξουν,ανεξαρτήτως της σειράς κατάταξης των κομμάτων. Το ενδιαφέρον της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, με άλλα λόγια, εστιάζεται..... σε περίπου εκατό έδρες, η κατανομή των οποίων στα κόμματα θα εξαρτηθεί από την πανελλαδική κατάταξή τουςαλλά και από το πόσα κόμματα θα εξασφαλίσουντο εισιτήριο εισόδου στην επόμενη Βουλή. Το τελευταίο αυτό ζήτημα, δηλαδή το αν η προσεχής κοινοβουλευτική σύνθεσηθα είναι τετρακομματική,όπως η αμέσως προηγούμενη, πεντακομματική, όπως η απελθούσα, ή εξακομματική, όπως προοιωνιζόταν το αποτέλεσμα της ευρωαναμέτρησης, θα καθορίσειεν πολλοίςκαι το μεγάλο ζητούμενο αυτής της κάλπης, που φαίνεται ότι είναι το ενδεχόμενο της κατάκτησης της αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Βασικό χαρακτηριστικό του ισχύοντος εκλογικού συστήματος είναι ότι, με εξαίρεση τις 40 έδρες που δίδονται στο πρώτο κόμμα, η κατανομή των υπολοίπων 260 γίνεται με βάση το σύνολο των ψήφων που λαμβάνει κάθε πολιτικός σχηματισμός στο σύνολο της επικρατείας. Ετσι, με εξαίρεση τις ψήφους που θα δοθούν στα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής, δεν υπάρχουν «χαμένες» ψήφοι. Κάθε ψηφοδέλτιο που λαμβάνει ένα κόμμα «μετρά» για το σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει, ανεξαρτήτως αν το ψηφοδέλτιο αυτό πέφτει σε κάλπη μιας «άγονης» για το ίδιο εκλογικής περιφέρειας.
▅ Οι μεγάλες περιφέρειες
Με δεδομένη πάντως τη διαίρεση της επικράτειας σε 57 εκλογικές περιφέρειες, η αναλογικότητα στη διανομή των βουλευτικών εδρών περιορίζεται στις μεγάλες περιφέρειες, όπως είναι αυτές του Λεκανοπεδίου της Αττικής, του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, καθώς και σε πολυεδρικούς νομούς της περιφέρειας, όπως η Αχαΐα (που εκλέγει εννέα βουλευτές), η Αιτωλοακαρνανία, το Ηράκλειο ή η Λάρισα (έχουν από οκτώ έδρες).
Το χαμηλότερο εκλογικό μέτρο για την κατάληψη έδρας που ισχύει στις μεγαλύτερες περιφέρειες (προκύπτει από τη διαίρεση των εδρών με το ποσοστό των εγκύρων ψηφοδελτίων και στην πλέον πολυάνθρωπη περιφέρεια που είναι η Β΄ Αθηνών, στην οποία εκλέγονται 42 βουλευτές, είναι μόλις 2,38%) εξασφαλίζει σίγουρη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε όλα τα μικρότερα κόμματα. Τα τελευταία, εξάλλου, ακόμη και όταν δεν καταφέρνουν να καλύψουν το εκλογικό μέτρο (που, επί παραδείγματι, στη 17εδρική Α΄ Αθηνών είναι 5,88%, στη 16εδρική Α΄ Θεσσαλονίκης 6,25% και στη 12εδρική Αττική 8,33%), εκλέγουν τον μεγαλύτερο αριθμό των βουλευτών τους στις περιφέρειες με το μεγαλύτερο εκλογικό σώμα, αφού κριτήριο για την κατάληψη έδρας είναι ο- κατά φθίνουσα σειράαπόλυτος αριθμός των ψήφων που λαμβάνουν σε κάθε περιφέρεια. Οσο πιο μικρή είναι μια περιφέρεια τόσο μειώνονται οι πιθανότητες για την εκλογή βουλευτή από μικρότερο κόμμα, όπως το 2007, που τις 42 από τις 46 έδρες τους οι «μικροί» τις πήραν στις 13 περιφέρειες όπου εκλέγουν έξι ή περισσότερους βουλευτές. Από τον γενικό αυτόν κανόνα στην τελευταία αναμέτρηση βουλευτικών εκλογών υπήρξαν μόνο δύο εξαιρέσεις: η τριεδρική Λέσβος, στην οποία εκλέγεται παραδοσιακά βουλευτής του ΚΚΕ, όπως και η επίσης τριεδρική Κέρκυρα, στην οποία αυξήθηκαν εντυπωσιακά οι «κόκκινες» ψήφοι (έφθασαν στο 14,89% από 8,16% το 2004).
Ενώ οι «μικροί» εξαντλούν στις μεγαλύτερες περιφέρειες ταόποια- «δικαιώματά» τους σε έδρες, στους μεσαίου ή μικρού μεγέθους νομούς, όπου εκλέγονται τρεις ως έξι βουλευτές, το ισχύον σύστημα λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι συντριπτικά περισσότεροι βουλευτές να προέρχονται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα αλλά με την κατανομή μεταξύ τους να γίνεται εν τέλει κατά απολύτως άνισο τρόπο.
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η «σφαγή» του δεύτερου ΠαΣοΚ που έγινε στην προηγούμενη βουλευτική αναμέτρηση στις οκτώ τετραεδρικές περιφέρειες- Βοιωτία, Εβρος, Ημαθία, Καβάλα, Κορινθία, Πέλλα, Πιερία και Χανιά - στις οποίες το... σκορ των εδρών ήταν σταθερά 3-1 υπέρ της πανελλαδικά πρώτης ΝΔ, ακόμη και εκεί όπου το ΠαΣοΚ ήταν μπροστά, όπως στην περιφέρεια Χανίων, όπου, αν και προηγήθηκε με έξι εκατοστιαίες μονάδες, εξέλεξε μόνο έναν βουλευτή.
Αντίστοιχες μεγάλες ανατροπές στη σειρά κατάταξης των κομμάτων και καραμπόλες στην κατανομή των εδρών κατεγράφησαν σε πενταεδρικές και εξαεδρικές περιφέρειες, όπως η Ηλεία, στην οποία η δεύτερη ΝΔ εξέλεξε τέσσερις βουλευτές και το ΠαΣοΚ, αν και πρώτο στα Δωδεκάνησα, έλαβε δύο έδρες έναντι τριών της δεύτερης ΝΔ, ή ακόμη η Καρδίτσα, όπου η σχετική διαφορά που απέσπασε η ΝΔ τής απέφερε τέσσερις βουλευτές έναντι μόνο ενός του ΠαΣοΚ.
▅ Ανταγωνισμός υποψηφίων
Τα προηγούμενα αυτά αποτελούν τον «εφιάλτη» για όποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα βρεθεί στη δεύτερη θέση, καθώς για να καλυφθεί το «μπόνους» των 40 εδρών υπέρ του νικητή ο δεύτερος θα δει τις έδρες του να «αποδεκατίζονται», ακόμη και σε περιφέρειες όπου διατηρεί εκλογικό προβάδισμα. Το φαινόμενο αυτό εντείνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό μεταξύ των υποψηφίων που εκτίθενται στους συνδυασμούς των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, έκαστο των οποίων ξεκινάει τη μάχη έχοντας ως δεδομένες 85-90 έδρες και το πόσο ψηλότερα θα φθάσει μπορεί να εξαρτηθεί ακόμη και με διαφορά μιας ψήφου που θα του δώσει την πανελλαδική πρωτιά. Ετσι, σιγουριά για την εκλογή τους μπορεί να έχουν μόνο όσοι από τους υποψηφίους «πλασαριστούν» στις πρώτες θέσεις των κομματικών ψηφοδελτίων τους.
Η κατανομή
Το Επικρατείας και οι μονοεδρικές
Πρώτες από όλες και χωριστά από τις υπόλοιπες, αν και μετρούν στο αθροιστικό σύνολο, διανέμονται οι 12 έδρες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, η κατανομή των οποίων γίνεται με αναλογικό τρόπο, γεγονός που δίνει ελπίδες για την εκλογή βουλευτή από αυτή τη λίστα και στα μικρά κόμματα, όπως συνέβη στην πρώτη εφαρμογή του ισχύοντος συστήματος το 2007, οπότε κατέλαβαν ανά μία έδρα το ΚΚΕ (με 8,15%) και ο ΣΥΡΙΖΑ (με 5,04%). Το εκλογικό μέτρο διαμορφώνεται σε ποσοστό 8% επί του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων εφόσον τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής λάβουν αθροιστικό ποσοστό της τάξεως του 4%. Ετσι, με επίδοση άνω του 32% τα μεγάλα κόμματα εξασφαλίζουν τέσσερις έδρες και με ποσοστό πάνω από 40% «κλειδώνουν» την εκλογή πέντε βουλευτών.
Από εκεί και ύστερα συγκρίνονται τα υπόλοιπα όλων των κομμάτων στη διεκδίκηση των αδιάθετων εδρών- δύο, τριών ή τεσσάρων, αναλόγως- ενώ μετέχουν και τα μικρότερα κόμματα που μπορεί να εκλέξουν (σχεδόν σίγουρα το τρίτο και το τέταρτο και ενδεχομένως και το πέμπτο)
βουλευτή Επικρατείας, ακόμη και με επίδοση κοντά στο 3% (στην οριακή περίπτωση που είτε το δεύτερο κόμμα μείνει κάτω του 35% ή το πρώτο δεν υπερβεί το 43%).
Απλά είναι εξάλλου τα πράγματα στις οκτώ μονοεδρικές περιφέρειες (Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθο, Θεσπρωτία, Κεφαλλονιά, Λευκάδα, Σάμο και Φωκίδα), στις οποίες ισχύει ουσιαστικά «πλειοψηφικό», αφού η έδρα δίδεται στο κόμμα που θα λάβει την πρώτη θέση, ενώ χωρίς ιδιαίτερο σασπένς είναι η μάχη στις έξι διεδρικές περιφέρειες (Καστοριά, Λασίθι, Πρέβεζα, Ρέθυμνο, Φλώρινα και Χίο), στις οποίες θα είναι μεγάλη έκπληξη αν το ΠαΣοΚ και η ΝΔ δεν πάρουν από μία έδρα, όπως συμβαίνει δεκαετίες τώρα. Οπως και στη λίστα Επικρατείας, πάντως, οι έδρες που θα πάρει κάθε κόμμα είτε στις μονοεδρικές είτε στις διεδρικές περιφέρειες υπολογίζονται στο γενικό σύνολο των βουλευτών που δικαιούται να εκλέξει και άρα η νίκη του ενός ή του άλλου θα έχει επίπτωση μόνο στο... χρώμα που θα λάβει ο χάρτης με τα αποτελέσματα το βράδυ της εκλογικής Κυριακής.
Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την κατανομή τους στα κόμματα και σε ποιες εκλογικές περιφέρειες αναμένονται ανατροπές.
ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ των κοινοβουλευτικών εδρών που δυνητικά μπορεί να αλλάξουν «χρώμα» είναι το διακύβευμα της κάλπης της 4ης Οκτωβρίου, σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα. O αποκαλούμενος και «νόμος Σκανδαλίδη», ο οποίος εφαρμόζεται για δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση,κατανέμει την πλειονότητα των βουλευτικών εδρών (260 στις 300) με αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν πανελλαδικά το 3%. Με δεδομένη ωστόσο τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεωντα δύο τρίτα των εδρών είναι σχεδόν βέβαιον πού θα καταλήξουν,ανεξαρτήτως της σειράς κατάταξης των κομμάτων. Το ενδιαφέρον της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, με άλλα λόγια, εστιάζεται..... σε περίπου εκατό έδρες, η κατανομή των οποίων στα κόμματα θα εξαρτηθεί από την πανελλαδική κατάταξή τουςαλλά και από το πόσα κόμματα θα εξασφαλίσουντο εισιτήριο εισόδου στην επόμενη Βουλή. Το τελευταίο αυτό ζήτημα, δηλαδή το αν η προσεχής κοινοβουλευτική σύνθεσηθα είναι τετρακομματική,όπως η αμέσως προηγούμενη, πεντακομματική, όπως η απελθούσα, ή εξακομματική, όπως προοιωνιζόταν το αποτέλεσμα της ευρωαναμέτρησης, θα καθορίσειεν πολλοίςκαι το μεγάλο ζητούμενο αυτής της κάλπης, που φαίνεται ότι είναι το ενδεχόμενο της κατάκτησης της αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Βασικό χαρακτηριστικό του ισχύοντος εκλογικού συστήματος είναι ότι, με εξαίρεση τις 40 έδρες που δίδονται στο πρώτο κόμμα, η κατανομή των υπολοίπων 260 γίνεται με βάση το σύνολο των ψήφων που λαμβάνει κάθε πολιτικός σχηματισμός στο σύνολο της επικρατείας. Ετσι, με εξαίρεση τις ψήφους που θα δοθούν στα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής, δεν υπάρχουν «χαμένες» ψήφοι. Κάθε ψηφοδέλτιο που λαμβάνει ένα κόμμα «μετρά» για το σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει, ανεξαρτήτως αν το ψηφοδέλτιο αυτό πέφτει σε κάλπη μιας «άγονης» για το ίδιο εκλογικής περιφέρειας.
▅ Οι μεγάλες περιφέρειες
Με δεδομένη πάντως τη διαίρεση της επικράτειας σε 57 εκλογικές περιφέρειες, η αναλογικότητα στη διανομή των βουλευτικών εδρών περιορίζεται στις μεγάλες περιφέρειες, όπως είναι αυτές του Λεκανοπεδίου της Αττικής, του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, καθώς και σε πολυεδρικούς νομούς της περιφέρειας, όπως η Αχαΐα (που εκλέγει εννέα βουλευτές), η Αιτωλοακαρνανία, το Ηράκλειο ή η Λάρισα (έχουν από οκτώ έδρες).
Το χαμηλότερο εκλογικό μέτρο για την κατάληψη έδρας που ισχύει στις μεγαλύτερες περιφέρειες (προκύπτει από τη διαίρεση των εδρών με το ποσοστό των εγκύρων ψηφοδελτίων και στην πλέον πολυάνθρωπη περιφέρεια που είναι η Β΄ Αθηνών, στην οποία εκλέγονται 42 βουλευτές, είναι μόλις 2,38%) εξασφαλίζει σίγουρη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε όλα τα μικρότερα κόμματα. Τα τελευταία, εξάλλου, ακόμη και όταν δεν καταφέρνουν να καλύψουν το εκλογικό μέτρο (που, επί παραδείγματι, στη 17εδρική Α΄ Αθηνών είναι 5,88%, στη 16εδρική Α΄ Θεσσαλονίκης 6,25% και στη 12εδρική Αττική 8,33%), εκλέγουν τον μεγαλύτερο αριθμό των βουλευτών τους στις περιφέρειες με το μεγαλύτερο εκλογικό σώμα, αφού κριτήριο για την κατάληψη έδρας είναι ο- κατά φθίνουσα σειράαπόλυτος αριθμός των ψήφων που λαμβάνουν σε κάθε περιφέρεια. Οσο πιο μικρή είναι μια περιφέρεια τόσο μειώνονται οι πιθανότητες για την εκλογή βουλευτή από μικρότερο κόμμα, όπως το 2007, που τις 42 από τις 46 έδρες τους οι «μικροί» τις πήραν στις 13 περιφέρειες όπου εκλέγουν έξι ή περισσότερους βουλευτές. Από τον γενικό αυτόν κανόνα στην τελευταία αναμέτρηση βουλευτικών εκλογών υπήρξαν μόνο δύο εξαιρέσεις: η τριεδρική Λέσβος, στην οποία εκλέγεται παραδοσιακά βουλευτής του ΚΚΕ, όπως και η επίσης τριεδρική Κέρκυρα, στην οποία αυξήθηκαν εντυπωσιακά οι «κόκκινες» ψήφοι (έφθασαν στο 14,89% από 8,16% το 2004).
Ενώ οι «μικροί» εξαντλούν στις μεγαλύτερες περιφέρειες ταόποια- «δικαιώματά» τους σε έδρες, στους μεσαίου ή μικρού μεγέθους νομούς, όπου εκλέγονται τρεις ως έξι βουλευτές, το ισχύον σύστημα λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι συντριπτικά περισσότεροι βουλευτές να προέρχονται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα αλλά με την κατανομή μεταξύ τους να γίνεται εν τέλει κατά απολύτως άνισο τρόπο.
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η «σφαγή» του δεύτερου ΠαΣοΚ που έγινε στην προηγούμενη βουλευτική αναμέτρηση στις οκτώ τετραεδρικές περιφέρειες- Βοιωτία, Εβρος, Ημαθία, Καβάλα, Κορινθία, Πέλλα, Πιερία και Χανιά - στις οποίες το... σκορ των εδρών ήταν σταθερά 3-1 υπέρ της πανελλαδικά πρώτης ΝΔ, ακόμη και εκεί όπου το ΠαΣοΚ ήταν μπροστά, όπως στην περιφέρεια Χανίων, όπου, αν και προηγήθηκε με έξι εκατοστιαίες μονάδες, εξέλεξε μόνο έναν βουλευτή.
Αντίστοιχες μεγάλες ανατροπές στη σειρά κατάταξης των κομμάτων και καραμπόλες στην κατανομή των εδρών κατεγράφησαν σε πενταεδρικές και εξαεδρικές περιφέρειες, όπως η Ηλεία, στην οποία η δεύτερη ΝΔ εξέλεξε τέσσερις βουλευτές και το ΠαΣοΚ, αν και πρώτο στα Δωδεκάνησα, έλαβε δύο έδρες έναντι τριών της δεύτερης ΝΔ, ή ακόμη η Καρδίτσα, όπου η σχετική διαφορά που απέσπασε η ΝΔ τής απέφερε τέσσερις βουλευτές έναντι μόνο ενός του ΠαΣοΚ.
▅ Ανταγωνισμός υποψηφίων
Τα προηγούμενα αυτά αποτελούν τον «εφιάλτη» για όποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα βρεθεί στη δεύτερη θέση, καθώς για να καλυφθεί το «μπόνους» των 40 εδρών υπέρ του νικητή ο δεύτερος θα δει τις έδρες του να «αποδεκατίζονται», ακόμη και σε περιφέρειες όπου διατηρεί εκλογικό προβάδισμα. Το φαινόμενο αυτό εντείνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό μεταξύ των υποψηφίων που εκτίθενται στους συνδυασμούς των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, έκαστο των οποίων ξεκινάει τη μάχη έχοντας ως δεδομένες 85-90 έδρες και το πόσο ψηλότερα θα φθάσει μπορεί να εξαρτηθεί ακόμη και με διαφορά μιας ψήφου που θα του δώσει την πανελλαδική πρωτιά. Ετσι, σιγουριά για την εκλογή τους μπορεί να έχουν μόνο όσοι από τους υποψηφίους «πλασαριστούν» στις πρώτες θέσεις των κομματικών ψηφοδελτίων τους.
Η κατανομή
Το Επικρατείας και οι μονοεδρικές
Πρώτες από όλες και χωριστά από τις υπόλοιπες, αν και μετρούν στο αθροιστικό σύνολο, διανέμονται οι 12 έδρες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, η κατανομή των οποίων γίνεται με αναλογικό τρόπο, γεγονός που δίνει ελπίδες για την εκλογή βουλευτή από αυτή τη λίστα και στα μικρά κόμματα, όπως συνέβη στην πρώτη εφαρμογή του ισχύοντος συστήματος το 2007, οπότε κατέλαβαν ανά μία έδρα το ΚΚΕ (με 8,15%) και ο ΣΥΡΙΖΑ (με 5,04%). Το εκλογικό μέτρο διαμορφώνεται σε ποσοστό 8% επί του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων εφόσον τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής λάβουν αθροιστικό ποσοστό της τάξεως του 4%. Ετσι, με επίδοση άνω του 32% τα μεγάλα κόμματα εξασφαλίζουν τέσσερις έδρες και με ποσοστό πάνω από 40% «κλειδώνουν» την εκλογή πέντε βουλευτών.
Από εκεί και ύστερα συγκρίνονται τα υπόλοιπα όλων των κομμάτων στη διεκδίκηση των αδιάθετων εδρών- δύο, τριών ή τεσσάρων, αναλόγως- ενώ μετέχουν και τα μικρότερα κόμματα που μπορεί να εκλέξουν (σχεδόν σίγουρα το τρίτο και το τέταρτο και ενδεχομένως και το πέμπτο)
βουλευτή Επικρατείας, ακόμη και με επίδοση κοντά στο 3% (στην οριακή περίπτωση που είτε το δεύτερο κόμμα μείνει κάτω του 35% ή το πρώτο δεν υπερβεί το 43%).
Απλά είναι εξάλλου τα πράγματα στις οκτώ μονοεδρικές περιφέρειες (Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθο, Θεσπρωτία, Κεφαλλονιά, Λευκάδα, Σάμο και Φωκίδα), στις οποίες ισχύει ουσιαστικά «πλειοψηφικό», αφού η έδρα δίδεται στο κόμμα που θα λάβει την πρώτη θέση, ενώ χωρίς ιδιαίτερο σασπένς είναι η μάχη στις έξι διεδρικές περιφέρειες (Καστοριά, Λασίθι, Πρέβεζα, Ρέθυμνο, Φλώρινα και Χίο), στις οποίες θα είναι μεγάλη έκπληξη αν το ΠαΣοΚ και η ΝΔ δεν πάρουν από μία έδρα, όπως συμβαίνει δεκαετίες τώρα. Οπως και στη λίστα Επικρατείας, πάντως, οι έδρες που θα πάρει κάθε κόμμα είτε στις μονοεδρικές είτε στις διεδρικές περιφέρειες υπολογίζονται στο γενικό σύνολο των βουλευτών που δικαιούται να εκλέξει και άρα η νίκη του ενός ή του άλλου θα έχει επίπτωση μόνο στο... χρώμα που θα λάβει ο χάρτης με τα αποτελέσματα το βράδυ της εκλογικής Κυριακής.