GuidePedia

0
H προσήλωση του Βενιζέλου στη Σμύρνη υπήρξε εξαρχής άστοχη, τόσο από στρατιωτική όσο και από οικονομική άποψη. Η στρατιωτική άποψη έχει συζητηθεί περισσότερο, επειδή συνδέεται άμεσα με την επέλευση της Μικρασιατικής Καταστροφής, που δικαίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο τις αρνητικές εκτιμήσεις. Οπως είχε έγκαιρα διαγνώσει ο Ιωάννης Μεταξάς, η γεωγραφική διαμόρφωση της Δυτικής Μικράς Ασίας καθιστούσε προβληματική τη χάραξη «φυσικών» συνόρων που θα εξασφάλιζαν αποτελεσματική άμυνα. Κατά συνέπεια, για την Ελλάδα ήταν μακροπρόθεσμα δυσβάστακτο ή και εντελώς ανέφικτο να διατηρήσει τη Σμύρνη και τα παράλια της Μικράς Ασίας πολεμώντας διαρκώς με την Τουρκία, που δεν επρόκειτο ποτέ να συμφιλιωθεί με την απώλειά τους.
Αντίθετα, η οικονομική άποψη δεν έχει συζητηθεί σχεδόν καθόλου, επειδή ακριβώς συνδέεται με την προοπτική που ματαίωσε η Καταστροφή, δηλ. με την προοπτική οριστικής ενσωμάτωσης της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος. Οπως είναι γνωστό, η οικονομική ακμή της Σμύρνης και κατ’ επέκταση η οικονομική και πνευματική άνθηση του Ελληνισμού εκεί, πήγασε από τη σημασία που απέκτησε η πόλη ως το κύριο λιμάνι («πνεύμονας») για το εξωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας. Αν όμως νέα κρατικά σύνορα είχαν αποκόψει τη Σμύρνη από την ευρύτερη μικρασιατική ενδοχώρα της, η πόλη θα είχε αναπόφευκτα μαραζώσει ως οικονομικό κέντρο......
Συχνά δεν γίνεται κατανοητό ότι οι συνθήκες στις οποίες βασίστηκε η οικονομική και πολιτισμική άνθηση μιας πόλης ή μιας κοινότητας δεν είναι αιώνιες ούτε εγγυημένες. Ακόμη και σήμερα, η άκρατη νοσταλγία για τη Σμύρνη και τις άλλες «χαμένες πατρίδες» στηρίζεται στην άκριτη (αλλά και άρρητη) προϋπόθεση ότι τάχα οι τοπικές συνθήκες δεν θα είχαν μεταβληθεί ποτέ, αν δεν είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική εκστρατεία ή/και η Καταστροφή.
Στη χώρα μας, η Ερμούπολη αποτελεί το πιο γνωστό και απλό παράδειγμα πόλης που άνθησε ως λιμάνι χάρη σε μια παροδική οικονομική συγκυρία. Μόλις αυτή πέρασε, η πόλη ουσιαστικά έμεινε υπέροχο άδειο σκηνικό. Περισσότερο συγκρίσιμη με τη Σμύρνη παρουσιάζεται η εύγλωττη περίπτωση της Θεσσαλονίκης, που μπορούσε και έπρεπε να είχε μελετηθεί μέχρι το 1919. Εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων και των νέων κρατικών συνόρων που προέκυψαν, η Θεσσαλονίκη αποκόπηκε ξαφνικά από τη βαλκανική της ενδοχώρα. Αυτή την απότομη συρρίκνωση της οικονομικής της εμβέλειας διαπίστωσε και εισέπραξε προπαντός η ντόπια ισπανοεβραϊκή κοινότητα.
Η Θεσσαλονίκη, ωστόσο, παρέμεινε σημαντική για τα γειτονικά κράτη (Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία), αφού δεν κατάφεραν τελικά να αποκτήσουν δική τους διέξοδο στο Αιγαίο. Το μαρτυρεί η λειτουργία ελεύθερης ζώνης για τη Γιουγκοσλαβία και η διεκδίκηση ανάλογης ρύθμισης από τη Βουλγαρία.
Εντελώς αντίθετα, η εθνικιστική Τουρκία διέθετε απέραντη ακτογραμμή και πολλές επιλογές για την ανάπτυξη άλλων λιμανιών (όπως άλλωστε συνέβη). Ασφαλώς θα έκανε το παν ώστε το εξωτερικό της εμπόριο να παρακάμπτει εντελώς το ελληνικό λιμάνι, τη «Γκιαούρ Ιζμίρ». Χρειάζεται κάποτε να κατανοήσουμε επιτέλους ότι ένας από τους πιο άμεσους και εύλογους στόχους του τουρκικού εθνικισμού υπήρξε η απελευθέρωση των Τούρκων από τηνοικονομική εκμετάλλευση των Ρωμιών (και άλλων).
Με τις συνθήκες αυτές, ήταν τελείως ανεδαφική η προσδοκία ότι η Σμύρνη, ως λιμάνι πλέον του ελληνικού κράτους, θα παρέμενε τάχα οικονομικός «πνεύμονας» της τουρκικής Μικράς Ασίας. Ακόμη και η ελεύθερη ζώνη στο λιμάνι της Σμύρνης, που προβλεπόταν ρητά από τη Συνθήκη των Σεβρών, θα ήταν για τους Τούρκους ιδεολογικά απαράδεκτη ή, το πολύ πολύ, μία εντελώς προσωρινή λύση. Κατά συνέπεια, η Σμύρνη θα είχε παρακμάσει ακατάσχετα, όπως η Ερμούπολη. Δεν θα την είχαν σώσει ούτε τα λαμπρά κτίρια ούτε η πνευματική της ζωή ούτε καν το φιλόδοξο ολοκαίνουργιο πανεπιστήμιό της.
Αν η εμμονή στη Σμύρνη υπήρξε εξαρχής λάθος, το λάθος δεν πληρώθηκε μόνο με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πληρώθηκε επίσης με τα «διαφυγόντα κέρδη» που μπορούσε διαφορετικά να είχε αποκτήσει και διατηρήσει η Ελλάδα, αν στη θέση της Σμύρνης είχε τεθεί εγκαίρως άλλος πρωταρχικός στόχος (ή συνδυασμός στόχων): Ανατολική Θράκη (με ή χωρίς την Κωνσταντινούπολη), Βόρεια Ηπειρος, Δωδεκάνησα ή και Κύπρος.
Από τους στόχους αυτούς, ο πρώτος μπορεί να θεωρηθεί απολύτως ρεαλιστικός. Είναι μάλιστα γενικά παραδεκτό ότι, αν δεν είχε μεσολαβήσει η εμπλοκή και η συντριπτική ήττα της στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα μπορούσε ασφαλώς να κρατήσει την Ανατολική Θράκη (έστω χωρίς την Κωνσταντινούπολη), τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, ακόμη κι αν η κεμαλική Τουρκία αρνιόταν για απροσδιόριστο διάστημα να το αποδεχθεί. Για τη Βόρεια Ηπειρο και τα Δωδεκάνησα, αρκούσε ίσως ένα παζάρι με την Ιταλία την κατάλληλη στιγμή, παραπλήσιο με την (ανεφάρμοστη) συμφωνία Βενιζέλου - Τιτόνι τον Ιούλιο του 1919, αλλά με μία καίρια διαφορά: η Ελλάδα θα έπαυε να αποτελεί εμπόδιο για τις ιταλικές βλέψεις στη Μικρά Ασία και στην ίδια τη Σμύρνη. Τέλος, η Κύπρος αποτελούσε οπωσδήποτε τον πιο εφικτό στόχο. Η Μεγάλη Βρετανία την πρόσφερε, άλλωστε, στον Κωνσταντίνο τον Οκτώβριο του 1915 (μαζί με τη Δυτική Θράκη) με μοναδικό όρο να βοηθήσει επιτέλους η Ελλάδα τη Σερβία. Δεν θα την είχε αρνηθεί στον Βενιζέλο αν εκείνος την είχε ζητήσει, την κατάλληλη στιγμή, και δεν είχε τυφλωθεί από την απατηλή λάμψη της Σμύρνης.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top