ΛΥΓΕΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Από το 2017 ο Ερντογάν έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι αυτός θα κάνει ό,τι μπορεί για να συμβεί το δεύτερο. Και επειδή δεν μπορεί να πει ευθέως ότι επιδιώκει να καταλάβει εδάφη γειτονικών χωρών, ο Τούρκος πρόεδρος έχει ντύσει τον δομικό τουρκικό επεκτατισμό με το εύρημα για τα “σύνορα της καρδιάς του”! Και η Συρία βρίσκεται σ’ αυτά τα σύνορα!
Όποιος παρακολουθεί με προσοχή την τουρκική εξωτερική πολιτική θα έχει διαπιστώσει πως σταθερά της είναι να διακηρύσσει τους στρατηγικούς στόχους της, όπως σήμερα στην Συρία. Η Άγκυρα και επί μετακεμαλικού και επί νεοοθωμανικού καθεστώτος τους διακηρύσσει για να εξοικειώνει τη διεθνή κοινότητα. Στα μέσα του 2022, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου είχε προβεί σε μία δήλωση που τα λέει όλα: «Η Τουρκία δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα σύνορα της, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη Τουρκία από την χώρα μας»! Ο δε αντιπρόεδρος της Τουρκίας Φουάτ Οκτάι είχε δηλώσει από την κατεχόμενη Κύπρο πως «…η ιστορία στα Κατεχόμενα θα γραφτεί με τους μουτζαχεντίν»! Στην πραγματικότητα, έστειλε το μήνυμα πως η Τουρκία θα διεκδικήσει την εδαφική επέκτασή της με το “ξίφος”.
Είναι συνηθισμένο να χαρακτηρίζεται η πολιτική της Άγκυρας αναθεωρητική. Ο όρος “αναθεωρητισμός”, όμως, παραπέμπει σε κράτη, τα οποία ηττήθηκαν σε πόλεμο, έχασαν εδάφη κι όταν ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, επειδή νοιώθουν αδικημένα, επιδιώκουν την αναθεώρηση της Συνθήκης που αποτύπωσε την ήττα τους σε δυσμενείς εδαφικές ρυθμίσεις. Η περίπτωση της σημερινής Τουρκίας δεν είναι καθόλου αυτή. Η Τουρκική Δημοκρατία συγκροτήθηκε στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτύπωσε το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν οι νικητές στο μέτωπο με την Ελλάδα το 1922. Άρα, αυτό που βιώνει ο Ελληνισμός, σε Κύπρο και Ελλάδα από το 1973-74. δεν είναι κλασικός αναθεωρητισμός, αλλά κλασικός επεκτατισμός.
Όποιος παρακολουθεί με προσοχή την τουρκική εξωτερική πολιτική θα έχει διαπιστώσει πως σταθερά της είναι να διακηρύσσει τους στρατηγικούς στόχους της, όπως σήμερα στην Συρία. Η Άγκυρα και επί μετακεμαλικού και επί νεοοθωμανικού καθεστώτος τους διακηρύσσει για να εξοικειώνει τη διεθνή κοινότητα. Στα μέσα του 2022, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου είχε προβεί σε μία δήλωση που τα λέει όλα: «Η Τουρκία δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα σύνορα της, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη Τουρκία από την χώρα μας»! Ο δε αντιπρόεδρος της Τουρκίας Φουάτ Οκτάι είχε δηλώσει από την κατεχόμενη Κύπρο πως «…η ιστορία στα Κατεχόμενα θα γραφτεί με τους μουτζαχεντίν»! Στην πραγματικότητα, έστειλε το μήνυμα πως η Τουρκία θα διεκδικήσει την εδαφική επέκτασή της με το “ξίφος”.
Είναι συνηθισμένο να χαρακτηρίζεται η πολιτική της Άγκυρας αναθεωρητική. Ο όρος “αναθεωρητισμός”, όμως, παραπέμπει σε κράτη, τα οποία ηττήθηκαν σε πόλεμο, έχασαν εδάφη κι όταν ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, επειδή νοιώθουν αδικημένα, επιδιώκουν την αναθεώρηση της Συνθήκης που αποτύπωσε την ήττα τους σε δυσμενείς εδαφικές ρυθμίσεις. Η περίπτωση της σημερινής Τουρκίας δεν είναι καθόλου αυτή. Η Τουρκική Δημοκρατία συγκροτήθηκε στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτύπωσε το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν οι νικητές στο μέτωπο με την Ελλάδα το 1922. Άρα, αυτό που βιώνει ο Ελληνισμός, σε Κύπρο και Ελλάδα από το 1973-74. δεν είναι κλασικός αναθεωρητισμός, αλλά κλασικός επεκτατισμός.
Αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης
Προφανώς, η δήλωση Ερντογάν για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης συνιστά αναθεωρητισμό. Και είναι, επειδή οι Τούρκοι μετράνε το “μπόι” της χώρας τους όχι με βάση την Τουρκική Δημοκρατία, αλλά με βάση την Οθωμανική Αυτοκρατορία! Η προσάρτηση της Αλεξανδρέττας τη δεκαετία του 1930, έγινε το πρώτο βήμα. Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι δεν θεώρησαν ποτέ ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης καθόρισαν οριστικά τα σύνορά τους και βεβαίως ούτε τους λογαριασμούς τους με τον Ελληνισμό.
Έτσι, από την επομένη σχεδόν ημέρα, το κεμαλικό καθεστώς δρομολόγησε την κατάλυση του προβλεπόμενου από τη Συνθήκη της Λωζάννης καθεστώτος μερικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου και σταδιακά διέλυσε την ελληνορθόδοξη μειονότητα, με κορύφωση το πογκρόμ του 1955. Το κεμαλικό δόγμα “ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα” μετέτρεψε εξαρχής τις μειονότητες σε “ξένο σώμα”, από το οποίο η Τουρκία “έπρεπε” με κατάλληλους δράσεις να απαλλαγεί.
Η Άγκυρα, όμως, δεν περιορίστηκε σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις. Αυτό φάνηκε στην Κύπρο από τη δεκαετία του 1950 μέχρι την εισβολή του 1974. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ενθαρρυμένη από την εισβολή-κατοχή άρχισε να προβάλει και να καλλιεργεί δυναμικά τις επιδιώξεις της σε Αιγαίο και Θράκη. Από το 1973-74, το καλάθι με τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας σταδιακά γεμίζει. Στη δεκαετία 2002-2012, ο Ερντογάν επεδίωκε χαμηλή θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, επειδή μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος και φοβόταν ότι οι στρατηγοί θα χρησιμοποιούσαν μία κρίση με την Ελλάδα για να τον ανατρέψουν. Από το 2013 και ειδικά από το 2016, όταν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εκκαθάρισε σε βάθος το κράτος από τους αντιπάλους του και έλεγξε τους κρατικούς μηχανισμούς, ο “σουλτάνος” πλέον Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του.
Η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη
Το μετακεμαλικό καθεστώς ήταν σχετικά προσεκτικό στις εξωτερικές επεμβάσεις του, όχι μόνο λόγω της συντηρητικής παρακαταθήκης του Κεμάλ, αλλά και επειδή – με την εξαίρεση της δεκαετίας του 1990– κινήθηκε σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου. Αντιθέτως, οι νεοοθωμανοί και λόγω διαφορετικού διεθνούς κλίματος και ιδεολογίας είναι πιο τολμηροί. Όπως προανέφερα, “μετράνε το μπόι” της χώρας τους με βάση την Οθωμανική Αυτοκρατορία κι όχι την Τουρκική Δημοκρατία.
Έτσι, η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά στο βόρειο Ιράκ, στη Λιβύη και στον Καύκασο, μέσω του Αζερμπαϊτζάν. Στη δε βόρεια Συρία κατέχει τρεις ζώνες, τις οποίες κατέλαβε με διαδοχικές στρατιωτικές εισβολές με πρόσχημα το Κουρδικό και επιπροσθέτως δημιούργησε έναν ουσιαστικά μισθοφορικό στρατό ισλαμιστών, μέσω του οποίου επιδιώκει να μετατρέψει τη Συρία σε άτυπο προτεκτοράτο της. Είναι αυτός ο μισθοφορικός σουνιτικός στρατός, ο οποίος μαζί με τους τζιχαντιστές της Αλ Νούσρα είχε αποτύχει να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ και είχε περιοριστεί στο Ιντλίμπ υπό την προστασία της Τουρκίας. Είναι ο ίδιος στρατός που μαζί με τους τζιχαντιστές τις προηγούμενες ημέρες κατάφεραν αυτό που δεν είχαν καταφέρει μερικά χρόνια πριν.
Η νεοοθωμανική ιδεολογία ωθεί την Τουρκία σε μία επιθετικού χαρακτήρα εξωστρέφεια, η οποία –όπως προανέφερα– συνιστά στροφή (αν και όχι 180 μοιρών) σε σύγκριση με την πολιτική του μετακεμαλικού καθεστώτος. Ο τρόπος που οι νεοοθωμανοί αντιλαμβάνονται τον ρόλο της Τουρκίας στον κόσμο είναι πολύ πιο φιλόδοξος από τον τρόπο που τον αντιλαμβάνονταν οι κεμαλιστές. Γι’ αυτούς η Συνθήκη της Λωζάννης είναι η γενέθλιος πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας και γι’ αυτό δεν την αμφισβητούν.
Ο δικός τους επεκτατισμός είναι γεωγραφικά πιο περιορισμένος, στρέφεται κυρίως προς Κύπρο και Ελλάδα. Και επειδή δεν θέλουν να αγγίξουν τη Συνθήκη της Λωζάννης, επινοούν νομικές ερμηνείες κομμένες και ραμμένες στα επεκτατικά τους σχέδια (τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, “γκρίζες ζώνες” κλπ). Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, το μέτωπο με τον Ελληνισμό, οι κεμαλιστές είναι συχνά ρητορικά πιο ακραίοι και από τον Ερντογάν, προκαλώντας τον να καταλάβει ελληνικά νησιά! Από την πλευρά τους, οι νεοοθωμανοί δεν έχουν την επιφύλαξη των προκατόχων τους αναφορικά με τις επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Αντιθέτως, την θεωρούν σχεδόν προνομιακό πεδίο παρέμβασης, λόγω και της φιλοδοξίας του αρχηγού τους να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου.
Η Συρία και ο φόβος για το Κουρδικό
Εκτός από τον επεκτατισμό που είναι δομικό στοιχείο του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού, κληρονομημένο από το οθωμανικό παρελθόν, τα δύο ρεύματα του τουρκικού πολιτικού συστήματος έχουν και δεύτερο κοινό παρονομαστή: Βιώνουν τον κουρδικό αλυτρωτισμό ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, εξ ου και αμφότεροι έχουν χρησιμοποιήσει άγρια καταστολή. Μπορεί ο Ερντογάν σε μία πρώτη φάση να επιχείρησε να προσδέσει το κουρδικό εθνικό κίνημα στο νεοοθωμανικό ιδεολογικό άρμα («Τούρκοι και Κούρδοι είναι παιδιά των Οθωμανών»), αλλά όταν απέτυχε, επέστρεψε στην πεπατημένη των μαζικών εξοντωτικών διώξεων. Και μόνο τώρα που φοβάται μήπως Ισραήλ και ΗΠΑ χρησιμοποιήσουν το Κουρδικό για να αποσταθεροποιήσουν την Τουρκία, πραγματοποιεί πολιτικό άνοιγμα προς τους Κούρδους της χώρας του.
Το τουρκικό εθνικό ιδεολόγημα εμπεριέχει σφιχταγκαλιασμένους τον επεκτατισμό και τον διάχυτο προαναφερθέντα φόβο ότι η Τουρκία κινδυνεύει με ακρωτηριασμό. Την τελευταία δεκαετία, μάλιστα, ο διάχυτος αυτός φόβος έχει πάρει σχήμα: Τον ακρωτηριασμό μεθοδεύει η χριστιανική Δύση, χρησιμοποιώντας σαν “εργαλείο” τους Κούρδους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι Αμερικανοί συμμάχησαν με τους Κούρδους της Συρίας και τους εξόπλισαν για να συντριβεί το ISIS, σε συνδυασμό ότι στη βορειοανατολική Συρία λειτουργεί πρόπλασμα κουρδικού κράτους, επιστρατεύεται από τους νεοοθωμανούς σαν απόδειξη της δυτικής αντιτουρκικής “συνωμοσίας”. Η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, μάλιστα, παρόξυνε τον σχετικό φόβο. Ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν με σκοπό να ελέγξουν την Τουρκία και στο πλαίσιο της κυοφορούμενης “νέας τάξης πραγμάτων” στην περιοχή να προωθήσουν την ίδρυση κουρδικού κράτους, το οποίο εκ των πραγμάτων οδηγεί σε ακρωτηριασμό της χώρας του.
Είναι ξεκάθαρο πως το Κουρδικό Ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Στην ίδια την Τουρκία, μάλιστα, έχουν δειλά αρχίσει συζητήσεις που πριν θα ήταν αδιανόητες. Το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει αναφανδόν ταχθεί υπέρ του κουρδικού εθνικού κινήματος –ειδικά τώρα που έχει επέλθει ρήξη στις σχέσεις του με την Άγκυρα– πυροδοτεί περαιτέρω τους τουρκικούς φόβους. Η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, οι τουρκικές στρατιωτικές επεμβάσεις σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη και Καύκασο, καθώς και η γεωστρατηγική πίεση προς Κύπρο και Ελλάδα, είναι ένα διαρκές μήνυμα προς τη Δύση και κάθε άλλη κατεύθυνση ότι η διαφαινόμενη ρευστοποίηση των γεωπολιτικών δεδομένων στην ευρύτερη περιοχή βρίσκει την Τουρκία σε ρόλο ενεργού διεκδικητή.
Αρκετά πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, ο Ερντογάν είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του. Δεν είχε περιοριστεί στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους “αδελφούς” της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έχει κάνει ένα κρίσιμο βήμα παραπέρα. Όπως είπε το 2017, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε» (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης). Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του –όπως προανέφερα– είχε πει: «Η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου