GuidePedia

0

Ποιο υπερεθνικό όργανο θα επιβάλει στην Τουρκία, τη συμμόρφωσή της με τις δικαστικές αποφάσεις του ΔΔΧ;

Δρ. Δημήτρης Σταθακόπουλος
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) μπορεί να επιληφθεί δύο ειδών υποθέσεων:

α) διαφορές μεταξύ κρατών που υποβάλλονται ενώπιόν του με επιμέλεια και έκθεση των ενδιαφερομένων διάδικων κρατών (επίδικες υποθέσεις) και

β) αιτήματα για συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις επί νομικών ζητημάτων που υποβάλλονται ενώπιον του, από όργανα και οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών (συμβουλευτικές υποθέσεις).

Νομιμοποίηση διαδίκων:

Μόνο κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών και κράτη συμβαλλόμενα στο ιδρυτικό Καταστατικό του Δικαστηρίου, ή που έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του, μπορούν να είναι διάδικοι σε επίδικες υποθέσεις.

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιλύσει μια διαφορά, μόνο εάν τα διάδικα κράτη έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του.

Η προεργασία πριν τη δίκη, ξεκινά με τη σύναψη ειδικής γραπτής συμφωνίας υποβολής της διαφοράς στο Δικαστήριο, δυνάμει ρήτρας δικαιοδοσίας. Ορισμένες από αυτές τις δηλώσεις - οι οποίες πρέπει να κατατεθούν στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών - περιέχουν επιφυλάξεις των κρατών, με τις οποίες αποκλείονται ορισμένες κατηγορίες διαφορών.

Η διαδικασία μπορεί να κινηθεί με έναν από τους δύο παρακάτω τρόπους:

Α) Μέσω της κοινοποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ειδικής κοινής έγγραφης συμφωνίας, που μπορεί να κατατεθεί στο Δικαστήριο, είτε από ένα, είτε και από τα δύο διάδικα κράτη.

Η εν λόγω ειδική συμφωνία πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και τα διάδικα μέρη που την συνυπογράφουν. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κράτος ” ενάγων” ούτε ”εναγόμενο”, στις δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου τα ονόματά τους διαχωρίζονται με μια λοξή γραμμή στο τέλος του επίσημου τίτλου της υπόθεσης, π.χ. θα μπορούσε: Hellas/Turkiye.

Β) Μέσω αίτησης, που έχει μονομερή χαρακτήρα και υποβάλλεται από το αιτούν κράτος κατά άλλου κράτους. Η αίτηση αυτή κοινοποιείται στο αντίδικο κράτος, ενώ οι Κανονισμοί του Δικαστηρίου περιέχουν αυστηρά κριτήρια για το παραδεκτό του περιεχομένου της αίτησης και της κοινοποίησής της.

Εκτός από τ′ όνομα του κράτους κατά του οποίου ασκείται η αξίωση και το αντικείμενο της διαφοράς, το αιτούν κράτος πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αναφέρει εν συντομία σε ποια βάση - συνθήκη ή δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας - αξιώνει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, ενώ πρέπει να αναφέρει συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους στους οποίους βασίζεται ο ισχυρισμός του.

Στο τέλος του επίσημου τίτλου της υπόθεσης, τα ονόματα των δύο κρατών χωρίζονται με τη συντομογραφία vs ( το λατινικό έναντι/ κατά ), π.χ. Hellas vs Turkiye.

Η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ενώπιον του ΔΔΧ, είναι αυτή της παραλαβής της ειδικής συμφωνίας ή αίτησης, από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

Η επίδικη διαδικασία περιλαμβάνει ένα πρώτο στάδιο, στο οποίο οι διάδικοι υποβάλλουν και ανταλλάσσουν υπομνήματα, τα οποία περιέχουν λεπτομερή έκθεση των πραγματικών και νομικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται κάθε μέρος, καθώς και ένα προφορικό στάδιο που αποτελείται από δημόσιες ακροάσεις κατά τις οποίες οι εκπρόσωποι και οι δικηγόροι των κρατών , απευθύνονται στο Δικαστήριο (δικαστές).

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει δύο επίσημες γλώσσες (αγγλικά και γαλλικά), ό,τι γράφεται ή λέγεται στη μία γλώσσα μεταφράζεται αμελητί και στην άλλη. Τα γραπτά υπομνήματα δεν τίθενται στη διάθεση του Τύπου και του κοινού μέχρι την έναρξη της προφορικής διαδικασίας και μόνο τότε εάν τα μέρη δεν έχουν αντίρρηση, μπορούν να γίνουν γνωστά στα ΜΜΕ και το δημόσιο κοινό.

Τα κράτη δεν έχουν μόνιμους διαπιστευμένους αντιπροσώπους στο Δικαστήριο. Οπότε συνήθως επικοινωνούν με την Γραμματεία του Δικαστηρίου, είτε μέσω του Υπουργού Εξωτερικών τους, είτε του διαπιστευμένου στην Ολλανδία πρεσβευτή τους. Όταν καταστούν διάδικοι σε υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, εκπροσωπούνται από αντιπρόσωπο.

Ένας εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του διάδικου κράτους, διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο και έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως ένας δικηγόρος στις αστικές/ ποινικές/ διοικητικές διαφορές των εθνικών δικαστηρίων.

Ωστόσο, επειδή στις διεθνείς σχέσεις διακυβεύονται μεγάλα εθνικά θέματα κυριαρχίας και δημοσίου συμφέροντος, ο κρατικός εκπρόσωπος, είναι επίσης επικεφαλής ειδικής διπλωματικής αποστολής με εξουσίες να δεσμεύσει το κυρίαρχο κράτος του.

Λαμβάνει από την Γραμματεία του Δικαστηρίου οδηγίες και δικονομικές εντολές, σχετικά με την υπόθεση και διαβιβάζει αρμοδίως, νομίμως και εμπροθέσμως στη Γραμματεία, όλη την αλληλογραφία και τα υπομνήματα, δεόντως υπογεγραμμένα ή επικυρωμένα.

Στις δημόσιες ακροάσεις ο εκπρόσωπος του κράτους, επικαλείται και παρουσιάζει τα επιχειρήματα της κυβέρνησης που εκπροσωπεί και καταθέτει τις προτάσεις / υπόμνημά του επι της υποθέσεως, όπως προαναφέρθηκε.

Οι εκπρόσωποι των κρατών, συχνά επικουρούνται από αναπληρωτές ή βοηθούς δικηγόρους για να τους βοηθήσουν στην προετοιμασία των προτάσεων/υπομνημάτων καθώς και κυρίως, στην προφορική ακροαματική επιχειρηματολογίας.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδικός Δικηγορικός Σύλλογος Διεθνούς Δικαστηρίου, η επιλογή δικηγόρου ειδικού σε θέματα διεθνούς δικαίου είναι ελεύθερη.

Μετά την προφορική διαδικασία, το Δικαστήριο συσκέπτεται κεκλεισμένων των θυρών και στη συνέχεια εκδίδει την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση.

Η απόφαση είναι τελεσίδικη, δεσμευτική για τους διαδίκους και δεν χωρά Έφεση (σημ.: μπορεί όμως η απόφαση, να υπόκειται σε ερμηνεία ή, μετά τη διαπίστωση νέου γεγονότος, σε αναθεώρηση).

Οποιοσδήποτε δικαστής το επιθυμεί μπορεί να επισυνάψει γνώμη στην απόφαση.

Είναι σπάνιο μια απόφαση του ΔΔΧ να μην εκτελεστεί. Εν τούτοις, επειδή δεν υπάρχει αστυνομικό όργανο επιβολής της απόφασης, ούτε διεθνής δικαστικός επιμελητής εκτέλεσης της απόφασης, σε περίπτωση που ένα από τα δύο διάδικα κράτη, δεν συμμορφωθεί με την απόφαση και δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, τότε μπορεί να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να συστήσει ή να αποφασίσει μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εφαρμογή της απόφασης του ΔΔΧ.

Η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω είναι η συνήθης κανονική διαδικασία ενώπιον του ΔΔΧ. Ωστόσο, προβάλλονται ενστάσεις, όπως, ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη, που μπορούν να αλλάξουν την πορεία για την έκδοση απόφασης. Το Δικαστήριο κρίνει το παραδεκτό ή μη, των ενστάσεων. Υπάρχουν επίσης και τα προσωρινά μέτρα, τα οποία μπορεί να ζητήσει το αιτούν κράτος εάν κρίνει ότι τα δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο της αίτησής του διατρέχουν άμεσο κίνδυνο, έως της εκδόσεως της οριστικής απόφασης.

Επίσης, ένα τρίτο κράτος μπορεί να ζητήσει άδεια να παρέμβει προσθέτως, σε μια διαφορά που αφορά άλλα κράτη, εάν κρίνει ότι έχει συμφέρον νομικής φύσεως στην υπόθεση, που ενδέχεται να επηρεαστεί από την διαδικασία, την πιθανή απόφαση ή την απόφαση που ελήφθη.

Η δικονομία του ΔΔΧ, προβλέπει και ορίζει, πως σε περιπτώσεις που ένα κράτος δεν εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου (ερημοδικήσει) είτε γιατί απορρίπτει πλήρως τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν εμποδίζεται η εξέλιξη της διαδικασίας, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει πως είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης.

Τέλος, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα διάδικα κράτη, προβάλλουν τα ίδια επιχειρήματα κατά κοινού αντιπάλου και για το ίδιο ζήτημα, μπορεί να διατάξει τη συνεκδίκαση των υποθέσεων.

Το Δικαστήριο ασκεί/εκτελεί τα καθήκοντά του σε ολομέλεια, εν τούτοις, είναι δυνατόν, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων κρατών, να συσταθούν ad hoc τμήματα για την εξέταση συγκεκριμένων τμημάτων της γενικής υπόθεσης .

Οι πηγές του δικαίου που πρέπει να εφαρμόσει και βάσει των οποίων να δικάσει το Δικαστήριο είναι:

Οι ισχύουσες διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις.

Το διεθνές έθιμο, οι γενικές αρχές του δικαίου, οι δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι εργασίες/ μελέτες, διδασκαλίες των πιο εξειδικευμένων καθηγητών.

Επιπλέον, εάν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει σε μια υπόθεση, ex aequo et bono , δηλαδή, χωρίς να περιοριστεί στους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου δημιουργώντας νέα νομολογία.

Μια υπόθεση μπορεί να περατωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας με συμβιβασμό μεταξύ των μερών ή με διακοπή. Στην περίπτωση της διακοπής, το αιτούν κράτος μπορεί ανά πάσα στιγμή να ενημερώσει το Δικαστήριο πως δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη διαδικασία, ή και τα δύο μέρη, μπορούν να δηλώσουν ότι έχουν συμφωνήσει να αποσύρουν την υπόθεση.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αφαιρεί την υπόθεση από τον κατάλογό του και δεν εκδίδει απόφαση, απέχοντας αυτής.

Μήπως όμως υπάρχει κόλλημα να πάμε στη Χάγη, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει αρνηθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου σε θέματα κυριαρχίας, ήδη από τον Ιανουάριο του 2015;

Όταν η Τουρκία αμφισβητεί με το ακυρώσιμο Τουρκολιβυκό μνημόνιο κυριαρχία της Ελλάδας, πως θα υπογραφεί συνυποσχετικό;

* Σημαντική της απόφαση, που υιοθέτησε και ο ΟΗΕ, είναι η απόρριψη της αξίωσης του Ηνωμένου Βασιλείου για (αποικιοκρατική) κυριαρχία στα νησιά Τσάγκος.

Μήπως, η άποψή της, αποτελεί πρόκριμα απόρριψης κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, παρότι η Ελλάδα δεν είναι αποικιοκρατική στα νησιά της;

** Για τις διαδικασίες ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου του Δικαίου της Θάλασσας - (ITLOS / ΔΔΔΘ), που εδρεύει στο Αμβούργο, ιδρύθηκε από το 1982 και μετά , για να επιλύει διαφορές σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης του δικαίου της θάλασσας, καθώς και διαφορές από άλλες συμφωνίες που καλύπτονται από τη Σύμβαση, με τη σύμφωνη γνώμη των μερών, έχοντας - όπως και το ΔΔΧ - δικαστική και συμβουλευτική δικαιοδοσία, θα επανέλθω .

Ενδεικτικά να αναφέρω πως, το ΔΔΧ, δεν ασχολείται ιδιαιτέρως με το Δίκαιο της Θάλασσας, που το αφήνει στην αρμοδιότητα του Αμβούργου, αλλά ασχολείται περισσότερο με προγενέστερες αρχές Δικαίου ή ad hoc κανόνες που ίσχυαν σε παλαιότερες εποχές, πριν την ίδρυση του Δικαστηρίου του Αμβούργου.

Η Ελλάδα, δεν μπορεί να προσφύγει στο Αμβούργο για το Δίκαιο της Θάλασσας, γιατί η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την αποδοχή/εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας.

Επομένως τα πάντα θα κριθούν στο συνυποσχετικό μνημόνιο που θα υπογράψει η Ελλάδα με την Τουρκία, πριν προσφύγει/ουν στο ΔΔΧ .

Άραγε, η Ελλάδα θα δέχεται στο συνυποσχετικό, την ισχύ των γενικών κανόνων δικαίου, που ίσχυαν πριν το 1982, αγνοώντας τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας για πλήρη επήρεια των νησιών, απεμπολώντας τα δικαιώματα της πριν καν εκδικαστεί η υπόθεση στο ΔΔΧ, ή όχι;

*** Ομοίως θα επανέλθω για το ΔΕΕ ( Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), που μεριμνά για την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ σε κάθε χώρα μέλος, εξασφαλίζοντας ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ συμμορφώνονται με το δίκαιο της ΕΕ.

Το Δικαστήριο της ΕΕ, είναι αρμόδιο για ζητήματα οριοθέτησης ΑΟΖ τόσο μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ ( πχ με την Κύπρο ), αλλά και μεταξύ κρατών-μελών με υποψήφια προς ένταξη κράτη, όπως είναι η Τουρκία, αλλά και η Αλβανία , για καθορισμό ζωνών αλιείας μεταξύ αυτών. Θα μπορούσε να γίνει μονομερής προσφυγή από την Ελλάδα, με κλήση της Τουρκίας.

Ζητούμενο αν η Τουρκία προσέλθει ή ερημοδικήσει και το σημαντικότερο:

Ποιο υπερεθνικό όργανο θα επιβάλει στην Τουρκία, τη συμμόρφωσή της με τις δικαστικές αποφάσεις του ΔΔΧ, του Δικαστηρίου του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας, ή του Δικαστηρίου της ΕΕ ;

Ο ΟΗΕ, τον οποίο αγνοεί επιδεικτικά, όπως στην περίπτωση της Κύπρου ;

Η Ε.Ε , ή κάποια μεγάλη δύναμη που θα της επιβάλει την εφαρμογή της απόφασης, με δυναμικό στρατιωτικό τρόπο;Δυστυχώς δεν αισιοδοξώ και τα βλέπω ατελέσφορα όλα τα παραπάνω.

πηγή


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top