Aλέξανδρος Τάρκας
Η ανασκόπηση της τακτικής της κυβέρνησης, κατά τη δεύτερη επέτειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δικαιώνει τη διακήρυξή της ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», αλλά αποκαλύπτει και πλήθος λανθασμένων χειρισμών.
Τα λάθη άρχισαν, άλλωστε, τρεις μήνες πριν από τη ρωσική επίθεση. Όταν, το Νοέμβριο του 2021, ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ, Τζ. Πάιατ, προέβη σε απόρρητη ενημέρωση του Μεγάρου Μαξίμου, με ρητή μάλιστα προειδοποίηση για έναρξη της επίθεσης περί την 20η Φεβρουαρίου 2022, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Υιοθέτησε την κυρίαρχη άποψη στην Ε.Ε. ότι οι Αμερικανοί ακολουθούσαν παραπλανητική τακτική προς προώθηση δικών τους συμφερόντων.
Η λανθασμένη εκτίμηση καθυστέρησε τη λήψη μέτρων για την ενεργειακή επάρκεια με σοβαρές επιπτώσεις στα τιμολόγια φυσικού αερίου και στον προγραμματισμό παραγγελιών LNG. Η ενεργειακή κρίση αποφεύχθηκε, όπως και σε άλλα μέλη της Ε.Ε., επειδή συμπτωματικά (σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της Μόσχας) οι καιρικές συνθήκες ήταν και είναι, πανευρωπαϊκά, πολύ καλύτερες από τις συνήθεις.
Στη συνέχεια, το Δεκέμβριο του 2021, ο Πρωθυπουργός πραγματοποίησε προγραμματισμένο ταξίδι στην εξοχική κατοικία του προέδρου Β. Πούτιν, στο Σότσι. Αντί των φιλόδοξων -ή, ορθότερα, ματαιόδοξων- σχεδίων για «ιστορική μεσολάβηση» μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας (που καμία εκ των δύο πλευρών δεν είχε ζητήσει), ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε ανανέωση της συνεργασίας με την Gazprom και την ενοικίαση και αγορά πυροσβεστικών αεροσκαφών. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν τα προμηθεύθηκε, επειδή -πάλι συμπτωματικά- η υπογραφή των συμβολαίων είχε προγραμματιστεί τρεις εβδομάδες μετά την εισβολή.
Ξεκινώντας από αυτή την αρνητική αφετηρία, ο Πρωθυπουργός έσπευσε -ορθώς- να καταδικάσει τη ρωσική επίθεση. Βέβαια, ήταν εθνικά αυτονόητο η Ελλάδα να βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» και του Διεθνούς Δικαίου, αφού απειλείται από την Τουρκία, βιώνει την κατοχή της βόρειας Κύπρου και αντιμετωπίζει την περικύκλωση των τουρκολιβυκών μνημονίων στη Μεσόγειο. Ωστόσο, μετά τη «σωστή πλευρά», αρχίζουν τα ερωτήματα για τα λάθη και τις μελλοντικές επιπτώσεις:
Πρώτον, ασφαλώς, η Ουάσιγκτον εγκωμιάζει την αποστολή ελληνικού στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία, αλλά δεν είναι δυνατόν η κυβέρνηση να τρέφει ψευδαισθήσεις για ανταλλάγματα. Αν και η βοήθεια είναι μεγάλη για τα ελληνικά μεγέθη (δωρεά συστημάτων και πυρομαχικών αξίας σχεδόν 150 εκατομμυρίων ευρώ και συμφωνίες πώλησης σε τρίτους προς προώθηση στην Ουκρανία), πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό συγκριτικά με τα δεκάδες δισεκατομμύρια που χορήγησαν οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι και Ασιάτες σύμμαχοι. Η αναλογία θα καθορίσει, μοιραία, τον καταμερισμό των συμβολαίων ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Επίσης, η αμερικανική πλευρά έχει καταγράψει τους πιο αργούς -συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν- ρυθμούς της ελληνικής βοήθειας, με αποτέλεσμα τμήμα ενός προτεινόμενου δανείου των ΗΠΑ να συνδέεται πλέον με νέες αποστολές υλικού.
Δεύτερον, οι αυστηρές ανακοινώσεις της Αθήνας και, κυρίως, η αποστολή επιθετικών συστημάτων στην Ουκρανία έχουν εξοργίσει το «σκληρό» ρωσικό κατεστημένο. Ο εκάστοτε Πρωθυπουργός που, εκ της θέσεώς του, γνωρίζει και περισσότερα και απόρρητα στοιχεία, ελπίζεται πως ζυγίζει την πρέπουσα αναλογία μέτρων και αντίμετρων μεταξύ Αθήνας και Μόσχας. Πάντως, δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από δυτικούς διπλωμάτες ορισμένες αφανείς κινήσεις της κυβέρνησης σε αντίθεση με τη δημόσια αντιρωσική ρητορική της. Μεταξύ αυτών, «διπλωματικές διευκολύνσεις» με τη δικαιολογία της αμοιβαιότητας, οι κατάπλοι ρωσικών πλοίων στις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας και το «πάγωμα», μέσω της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της αποχώρησης της Gazprom από την ελληνική αγορά.
Τρίτον, μπορεί ο πρόεδρος Β. Ζελένσκι να είναι αφόρητα πιεστικός και πολλοί ν’ αναλογίζονται ότι οι συνθήκες απαιτούσαν έναν έμπειρο ηγέτη, αλλά είναι λογικό να ζητεί τα πολλά οπλικά συστήματα που ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης του υποσχέθηκε (ή δεν του αρνήθηκε ρητά) τον περασμένο Αύγουστο. Επιπλέον, αποτελεί αφέλεια να αναμένει κανείς οικονομική εξόρμηση της Ελλάδας στη μεταπολεμική Ουκρανία μετά το επενδυτικό συνέδριο-παρωδία που οργάνωσε το υπουργείο Εξωτερικών προ εβδομάδος. Δυστυχώς, καμία σχέση συγκριτικά με όσα -άριστα- είχαν εγκαίρως σχεδιαστεί και υλοποιηθεί, παλαιότερα, για την ελληνική οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, καταγράφονται δευτερογενείς συνέπειες με κορυφαίο παράδειγμα τη στάση του Γερμανού καγκελάριου, Ο. Σολτς. Σε αντίθεση με το Στέητ Ντηπάρτμεντ και το Πεντάγωνο των ΗΠΑ, που επιβεβαίωσαν κατηγορηματικά ότι δεν τίθενται περιορισμοί στις παραδόσεις αμυντικού υλικού και, ειδικά, ως προς την εγκατάστασή του στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ο κ. Σολτς υιοθέτησε διφορούμενη στάση, τον Οκτώβριο του 2022. Δήλωσε ότι για «τα (τεθωρακισμένα) Marder, που παραδόθηκαν στην Ελλάδα (σ.σ.: σε αντάλλαγμα των BMP-1 που εστάλησαν από τα νησιά, μέσω Γερμανίας, στην Ουκρανία), δεν δίνεται καθημερινή αναφορά πού βρίσκονται και ούτε τη ζητάμε».
Ο παριστάμενος Πρωθυπουργός δεν ζήτησε διευκρινίσεις, σπεύδοντας να ανακοινώσει ότι «τα Marder θα κατευθυνθούν στον Έβρο, διότι εκεί κρίνουν οι Ένοπλες Δυνάμεις ότι θα είναι πιο χρήσιμα». Είναι αληθές ότι υπήρχε σχετική έκθεση του -κατεξοχήν αρμόδιου- ΓΕΕΘΑ, αλλά δεν απαντάται το διπλωματικό και νομικό ερώτημα: με αφορμή την ουκρανική κρίση, η Γερμανία θέτει περιορισμούς ή αποδέχεται τον εξοπλισμό των νησιών;
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου