ΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
Το 1947 οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την ίδρυση δύο κρατών, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού.
Το διεθνές υποσύστημα της Μέσης Ανατολής όπου συναντώνται τρεις ήπειροι, έχει εξέχουσα γεωπολιτική σημασία. Διατρέχεται από στρατηγικές οδούς μεταφορών και επικοινωνιών με το 30% του παγκόσμιου εμπορίου να διακινείται μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Διαθέτει τα μεγαλύτερα γνωστά αποθέματα ορυκτών καυσίμων και συγκεκριμένα τα 2/3 των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου με εξαιρετικά χαμηλό κόστος εξόρυξης. Διαχρονικά η περιοχή αποτελούσε πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα τελευταία 80 χρόνια είναι ιδιαίτερης σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Μαζί με την Ευρώπη και την Άπω Ανατολή αναδεικνύονται ως οι πιο σημαντικοί πόλοι στη διαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών ισχύος. Για το λόγο αυτό οι ΗΠΑ ακολουθούν σταθερή πολιτική στη Μέση Ανατολή για την επίτευξη των εξής στόχων:Πρόσβαση σε ζωτικές ενεργειακές πηγές.
Ανάσχεση της Ρωσίας και της ιρανικής επιρροής.
Παροχή προστασίας στο Ισραήλ και στους Άραβες συμμάχους.
Αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Προώθηση της δημοκρατίας.
Μείωση των μεταναστευτικών ροών.
Μολονότι το Ισραήλ είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος των ΗΠΑ, οι τελευταίες έχουν επιδιώξει να προωθήσουν μια διπλωματική λύση που να συμβιβάζει τις ανταγωνιστικές απαιτήσεις των δύο αντιμαχόμενων μερών. Η δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών, του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, αποτελεί πάγια θέση τους. Για την πραγμάτωση της λύσης αυτής διαφορετικές αμερικανικές προεδρίες έχουν προτείνει τους αντίστοιχους οδικούς χάρτες. Στο πλαίσιο αυτό επιδίωξαν να επιλύσουν την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, η οποία υπήρξε μακροχρόνια ο κύριος οδηγός στη διαμόρφωση των δυναμικών στην περιοχή, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ της υποστήριξης προς το Ισραήλ και της προώθησης της ευρύτερης περιφερειακής σταθερότητας. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ αυτή η διένεξη αποτελεί σημείο αναφοράς για την αμερικανοεβραϊκή κοινότητα και τους χριστιανούς ευαγγελιστές, δύο ομάδες συμφερόντων που υποστηρίζουν με θέρμη το Ισραήλ.
Οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι
Το 1947 οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την ίδρυση δύο κρατών, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού. Υπήρξαν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ ως κυρίαρχο έθνος (1948). Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967) επιδίωξαν να μεσολαβήσουν στην ευρύτερη αραβο-ισραηλινή διένεξη μαζί με τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Σοβιετική Ένωση και τον ΟΗΕ. Όμως ήταν ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973) που ανάγκασε τις ΗΠΑ να ηγηθούν του ζητήματος στην κονίστρα της διεθνούς διπλωματίας, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αν και το Ισραήλ κέρδισε μια ακόμη αναμέτρηση, ο αρχικός αιφνιδιασμός από τη Συρία και την Αίγυπτο κατάφεραν ένα κρίσιμης σημασίας ψυχολογικό πλήγμα στο εβραϊκό κράτος. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε σημείο καμπής για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφού οδήγησε στο εμπάργκο πετρελαίου από τις χώρες του Κόλπου έναντι των ΗΠΑ, επηρεάζοντας άμεσα την οικονομία τους. Επίσης έφερε τις ΗΠΑ, ως υποστηρικτές του Ισραήλ, και τη Σοβιετική Ένωση, που εξόπλισε Αίγυπτο και Συρία, κοντά σε πυρηνική σύγκρουση, ύστερα από μια περίοδο ύφεσης.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τον Χένρι Κίσινγκερ, υπουργό Εξωτερικών να μεσολαβήσει μεταξύ των αραβικών κρατών και του Ισραήλ. Η επιδέξια διπλωματία του με τις συνεχείς επισκέψεις σε κράτη της Μέσης Ανατολής το 1974 και το 1975 συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση του πολεμικού κλίματος και στην απεμπλοκή των αντιμαχομένων πλευρών. Το 1978 ο Αμερικανός πρόεδρος Τζιμι Κάρτερ φιλοξένησε στο Καμπ Ντέιβιντ ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου, δημιουργώντας δύο πλαίσια τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για το μέλλον της μεσανατολικής διπλωματίας. Το πρώτο καλούσε για συνομιλίες την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη με αντικείμενο τις αυτοδιοικούμενες περιοχές της Γάζας και της Δυτικής Όχθης. Το δεύτερο προέβλεπε συμφωνίες ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, τις οποίες οι δύο χώρες υπέγραψαν στο Λευκό Οίκο το 1979. Ιορδανία και Ισραήλ έπραξαν το ίδιο, 15 χρόνια αργότερα.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε μεγαλύτερη δυνατότητα και ευελιξία στην αμερικανική πλευρά να δράσει στην κατεύθυνση επίλυσης της παρατεταμένης διένεξης που αποτελούσε εστία αστάθειας στη Μέση Ανατολή και πηγή τροφοδότησης του αντιαμερικανισμού. Η αμερικανική διπλωματία επικεντρώθηκε στα ζητήματα των συνόρων, της Ιερουσαλήμ, των προσφύγων, της ασφάλειας, της αμοιβαίας αναγνώρισης των δύο κρατών και του τέλους της διένεξης. Ειδικότερα οι ΗΠΑ σταθερά υποστηρίζουν την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, θέτοντας όμως ως αυστηρή προϋπόθεση τη συμφωνία του Ισραήλ για την αναγνώρισή του.
Για το καθεστώς της Ιερουσαλήμ απέφυγαν επιμελώς για δεκαετίες να πάρουν θέση, παραπέμποντας το ζήτημα για επίλυση σε μια συνολική μελλοντική διευθέτηση μεταξύ των δύο πλευρών. Ωστόσο το 1995 η νομοθετική εξουσία αποφάσισε τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, η οποία δεν υλοποιήθηκε από διαδοχικές αμερικανικές προεδρίες έως το 2018, που έγινε πράξη από τον Ντόναλντ Τραμπ. Για χρόνια καταδίκαζαν τους εβραϊκούς εποικισμούς στα εδάφη που το Ισραήλ κατέλαβε με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967) θεωρώντας τους ως σοβαρό εμπόδιο για την επίτευξη ειρήνης. Εντούτοις ποτέ δεν τους χαρακτήρισαν παράνομους, προκειμένου να αποφύγει το Ισραήλ να υποστεί διεθνείς κυρώσεις.
Η προεδρία Μπιλ Κλίντον αφιερώθηκε επισταμένως και στις δύο θητείες της προκειμένου να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο πλαίσιο συνεννόησης και μακροχρόνιας ειρήνευσης μεταξύ των δύο μερών. Οι συμφωνίες του Όσλο (1993), όπου η παλαιστινιακή ηγεσία αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ και το τελευταίο αναγνώρισε την παλαιστινιακή αυτονομία στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, αποτέλεσαν τη σημαντικότερη εξέλιξη έως τότε, με το τελικό κείμενο να υπογράφεται στο Λευκό Οίκο.
Θα ακολουθήσουν το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας (1997), το Μνημόνιο Γούει Ρίβερ (1998), το Μνημόνιο Σαρμ ελ Σέιχ (1999), η Σύνοδος Καπ Ντέιβιντ (2000) και τέλος οι Παράμετροι Κλίντον (2000) για τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών. Η επίμονη ενασχόληση οκτώ ετών για την εξεύρεση και εφαρμογή μιας πραγματιστικής λύσης δεν ευοδώθηκε. Από τότε οι τρεις αμερικανικές κυβερνήσεις κατέθεσαν ισάριθμα σχέδια στη βάση των δύο ανεξάρτητων κρατών. Ο Οδικός Χάρτης για την Ειρήνη (2003) του Τζόρτζ Μπους, οι Έξι Αρχές (2016) επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα και η Ειρήνη για την Ευημερία (2020) του Ντόναλντ Τραμπ παρέμειναν κενό γράμμα.
Παρόλο που οι ΗΠΑ προσπαθούν με το διαμεσολαβητικό ρόλο τους να φέρουν σε συμφωνία τα δύο μέρη, δεν έχουν αναγνωρίσει επίσημα την Παλαιστίνη ως ξεχωριστή κρατική οντότητα και μονίμως προστατεύουν το Ισραήλ από τη διεθνή κριτική, γεγονός που δρα αποτρεπτικά στην επίλυση της σύγκρουσης. Από το 1970 χρησιμοποιούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, εμποδίζοντας τις αποφάσεις που καταδικάζουν το Ισραήλ, με το πρόσχημα ότι ο Οργανισμός είναι προκατειλημμένος εναντίον του. Μόνο μια φορά οι ΗΠΑ επέτρεψαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας να καταδικάσει το Ισραήλ για την οικοδόμηση εποικισμών, όταν η απερχόμενη διοίκηση του Μπαράκ Ομπάμα απέφυγε να ασκήσει βέτο (2016). Η Παλαιστινιακή Αρχή έχει καταθέσει αίτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την εισδοχή μέλους στον Οργανισμό από το 2011, η έγκριση του οποίου απαιτεί και την ψήφο των ΗΠΑ προκειμένου να γίνει η σχετική εισήγηση στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Οι συνέπειες των πολιτικών Μπους-Ομπάμα
Η αμερικανική διπλωματία δεν κατάφερε να δώσει λύσεις στα κεντρικά ζητήματα της σύνθετης αυτής σύγκρουσης. Εν μέρει λόγω της απροθυμίας της να ασκήσει πίεση στο Ισραήλ για παραχωρήσεις, κυρίως αναφορικά με τους εποικισμούς και τους πρόσφυγες. Κατά συνέπεια εμφανίζεται να έχει μονομερή πολιτική υπέρ του Ισραήλ, διατηρώντας το status quo. Με αυτά τα δεδομένα η λύση για ένα μόνο κράτος αποτελεί, όχι μόνο πιθανή προοπτική, αλλά ουσιαστικά έχει ήδη γίνει πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια το αμερικανικό ενδιαφέρον για την επίλυση του προβλήματος μειώθηκε σημαντικά. Η αναταραχή που προκλήθηκε από την Αραβική Άνοιξη, οι πόλεμοι στη Συρία και στην Υεμένη, η επιδίωξη του Ιράν για κυριαρχία στην περιοχή, η δράση των τρομοκρατικών ομάδων με προεξέχουσες την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος δημιούργησαν νέες απειλές που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Οι καταστροφικές επιλογές του Τζόρτζ Μπους για τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας και εν συνεχεία του Μπαράκ Ομπάμα για την Αραβική Άνοιξη υπήρξαν δύο μεγάλες τραγωδίες της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Οι συνέπειες των αποτυχιών αυτών, σε συνδυασμό με τη στροφή προς την περιοχή του ινδοειρηνικού, μείωσαν την προσοχή τους στο μεσανατολικό υποσύστημα, μην αποτελώντας την πρώτη προτεραιότητα στον αμερικανικό σχεδιασμό. Τα ζητήματα μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης δεν παίζουν πια καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν και τα κράτη του Κόλπου, καθιστώντας την εν λόγω σύγκρουση ζήτημα ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με το παρελθόν. Η προεδρία Τραμπ υιοθέτησε τη λογική της “δημιουργικής αποχώρησης”, επιλέγοντας να αφήσει τα φιλικά και συμμαχικά κράτη στην περιοχή να γίνουν τοποτηρητές των συμφερόντων των ΗΠΑ με τη μερική μεταβίβαση των ευθυνών τους στις περιφερειακές δυνάμεις.
Ακολουθώντας στρατηγική έμμεσης προσέγγισης αποφάσισαν να παρακάμψουν το παλαιστινιακό ζήτημα που αποτελεί πρόσκομμα στις σχέσεις του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη. Αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής επιλογής ήταν οι Συμφωνίες του Αβραάμ που υπογράφηκαν υπό την αιγίδα των ΗΠΑ ανάμεσα στο Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν αρχικά (2020) και το Μαρόκο και το Σουδάν στη συνέχεια (2021), ως συνθήκες ειρήνης, διπλωματικών σχέσεων και πλήρους εξομάλυνσης. Το Ισραήλ αποδέχτηκε να σταματήσει προσωρινά την προσάρτηση του 30% των εδαφών της Δυτικής Όχθης. Αναμφισβήτητα ήταν μια κορυφαία επιτυχία της αμερικανικής διπλωματίας, στο βαθμό όπου η ισραηλινοαραβική σύγκρουση έπαψε να μονοπωλεί τη συζήτηση για τη βελτίωση των σχέσεων Αράβων και Ισραηλινών.
Αμερικανικοί ευσεβείς πόθοι…
Η προοπτική μιας “μετααμερικανικής Μέσης Ανατολής”, όπου οι δεσμεύσεις και η επεμβατικότητα των ΗΠΑ ελαχιστοποιούνται σε σχέση με το παρελθόν, αποτέλεσε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία στην περιοχή οι εντάσεις και οι συγκρούσεις έδειχναν να βρίσκονται σε ύφεση. Η δήλωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, Τζακ Σάλιβαν ότι «η περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι πιο ήσυχη σήμερα από ότι ήταν εδώ και δύο δεκαετίες» (29 Σεπτεμβρίου 2023) στο συνέδριο του The Atlantic και η δημοσίευσή του στο Foreign Affairs στην οποία έγραψε ότι «παρά τις σοβαρές προστριβές έχουμε αποκλιμακώσει τις κρίσεις στη Γάζα» (2 Οκτωβρίου 2023) αποτυπώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη θεώρηση των ΗΠΑ για τα τεκταινόμενα.
Όπως αποδείχθηκε δεν ήταν παρά ευσεβείς πόθοι, αφού η επιτυχής αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στο ισραηλινό έδαφος (7 Οκτωβρίου 2023) και η πρωτοφανής πολεμική επιχείρηση του Ισραήλ που ακόμη εξελίσσεται στη Λωρίδα της Γάζας, ανάγκασαν τις ΗΠΑ να ξανασυρθούν εκ νέου και ολοκληρωτικά στη δίνη μιας διένεξης που επανήλθε στο προσκήνιο με τέτοια ένταση και δυναμική που επηρεάζει όχι μόνο τους τοπικούς και περιφερειακούς, αλλά και τους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος, καθώς και τις ανακατανομές συμφερόντων.
Η αμερικανική πλευρά με τον πιο εμφατικό τρόπο επιβεβαίωσε την απόλυτη υποστήριξή της στο Ισραήλ, δημιουργώντας νέο κύμα αντιπάθειας και μνησικακίας στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Εν πολλοίς για τα κράτη αυτά και όχι μόνο οι ΗΠΑ με την πολιτική μονομερούς ταύτισης με το Ισραήλ θεωρούνται μέρος του προβλήματος. Εν τέλει η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη αποτελεί για τις ΗΠΑ μια ανεπιθύμητη ευθύνη στην περιοχή που θα επιθυμούσαν να εξαφανιστεί.
Δημοσίευση σχολίου