Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Η νίκη του Ερντογάν δεν αναμένεται να αλλάξει τίποτα στις σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο, αλλά σίγουρα θα έχει βαθύτερες επιπτώσεις στις σχέσεις με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε πορεία αποσύνδεσης και η επανεκλογή Ερντογάν θα επισπεύσει αυτή τη δεκαετή διαδικασία.
Οι πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ στις δύο χώρες θεωρούν ότι η άλλη πλευρά σαμποτάρει ενεργά τους δικούς της στόχους. Η σχέση συνεχίζεται ακόμη λόγω θεσμικής αδράνειας και ΝΑΤΟϊκών δεσμεύσεων. Αυτό ισχύει και με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες με εξαίρεση τη Βρετανία. Η νίκη του Ερντογάν αποκαλύπτει αυτό που ήταν εδώ και καιρό εμφανές, ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν καταρρεύσει. Εκεί που παλαιότερα οι ΗΠΑ υποστήριζαν με θέρμη την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, έχουν πλέον συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι τέτοια προοπτική δεν υπάρχει.
Η Τουρκία δεν θα ενταχθεί στην ΕΕ και επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τη θέση της στο ΝΑΤΟ για να διαταράσσει τις αποφάσεις της Συμμαχίας. Ο Ερντογάν βλέπει τις ΗΠΑ ως εμπόδιο στην αμυντική αυτονομία και προσπαθεί να σπάσει την εξάρτηση της Τουρκίας από αμερικανικά όπλα. Αυτή η δυναμική έχει συνέπειες για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στο εγγύς μέλλον.
Μετά από κάθε εκλογές στην Τουρκία, κάποιοι δυτικοί αναλυτές προβλέπουν ότι ο Ερντογάν θα χαμηλώσει τους τόνους, επειδή θα αναζητήσει οικονομική βοήθεια και επενδύσεις. Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι πρέπει να γίνουν δυτικές επενδύσεις για να σπρώξουν τον Ερντογάν στη μετριοπάθεια. Αυτό, όμως, ποτέ δεν συνέβη στο παρελθόν και τίποτα δεν δείχνει κάτι να αλλάζει. Ο Ερντογάν έχει καλλιεργήσει αντιδυτικό μένος, ορίζοντας τα τουρκικά συμφέροντα σε αντίθεση με αυτά της Δύσης.
Τα μαχητικά και η Σουηδία
Ο Ερντογάν έχει επωφεληθεί από δεκαετίες επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει προγράμματα κατασκευής βασικών πλατφορμών, προκειμένου να ενισχύσει την αμυντική ανεξαρτησία της από την Δύση. Αυτή η τάση λέει πολλά για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας και υπογραμμίζουν τον τρόπο με τον οποίο το ερντογανικό καθεστώς βλέπει τη σχέση του με την Δύση.
Το θέμα των F-35 έφερε αναμνήσεις στην Τουρκία του πενταετούς εμπάργκο όπλων που επέβαλε το Κογκρέσο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το αποτέλεσμα, τότε, ήταν μια σοβαρή έλλειψη ανταλλακτικών για τις δυνάμεις της Άγκυρας πράγμα που ατσάλωσε τις προσπάθειες των Τούρκων να επιταχύνουν τις προσπάθειες για την ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Θέλοντας να μπει στο πρόγραμμα των F-35 η τουρκική βιομηχανία σχεδίαζε να ενσωματώσει εγχώριας σχεδίασης και παραγωγής όπλα, ενώ παράλληλα τουρκικές αμυντικές εταιρείες θα κατασκεύαζαν εξαρτημάτα για το αεροσκάφος. Ως αποτέλεσμα, οι τουρκικές εταιρείες θα είχαν οικονομικά οφέλη και θα εδραίωναν την παρουσία τους στην αλυσίδα κατασκευής του αεροσκάφους.
Εθνικισμός και κακές αποφάσεις
Το πώς ένα μείγμα εθνικισμού και κακών αποφάσεων ανέτρεψε αυτό το πρόγραμμα είναι γνωστό. Η αγορά των S-400 έγινε αμέσως μετά τις κυρώσεις στη Ρωσία. Αμερικανοί ανησυχούσαν ότι η “συγκατοίκηση” των S-400 με το F-35 κινδύνευε να αποκαλύψει μυστικά σχετικά με τα χαρακτηριστικά stealth του αεροσκάφους. Έτσι, η Τουρκία τελικά απεβλήθη από το πρόγραμμα των F-35.
Η αποβολή ανέτρεψε το σχέδιο της τουρκικής Αεροπορίας να αποσύρει τα F-4 και τα παλαιότερα F-16. Η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία το 2019 οδήγησε και σε de facto εμπάργκο όπλων από το Κογκρέσο. Η Άγκυρα είναι πλέον αναγκασμένη να παρατείνει τη ζωή των παλαιότερων F-16 της, προσπαθώντας να αντικαταστήσει τα F-35 με μαχητικά εγχώριας παραγωγής.
Το πρόγραμμα μαχητικών 5ης γενιάς της Τουρκίας ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία και πάνω. Πριν τις εκλογές της 14ης Μαΐου, το πρώτο πρωτότυπο του μαχητικού Kaan αποκαλύφθηκε στο κοινό. Ο μεγάλος χρόνος από την έναρξη του προγράμματος έως την ολοκλήρωση του πρώτου πρωτοτύπου υποδηλώνει ότι οι τουρκικές εταιρείες έχουν άλυτα πολλά προβλήματα. Το κόστος ανά αεροσκάφος βαίνει αυξανόμενο και η ενσωμάτωση του αεροσκάφους στην τουρκική Αεροπορία δεν θα πραγματοποιηθεί μέχρι το 2030. Και όλα αυτά εν μέσω μιας νομισματικής κρίσης, η οποία επηρεάζει μεγάλα, κρατικά χρηματοδοτούμενα έργα που είναι στενά συνδεδεμένα με τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Εγχώριο μαχητικό
Ο κίνδυνος για την Άγκυρα είναι ότι εάν υιοθετήσει το εγχώριο μαχητικό, που παράγεται σε μικρούς αριθμούς, ο στόλος της θα είναι αδύναμος. Δεν μπορούν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας όταν η συνολική παραγωγή είναι μόλις 100 αεροσκάφη. Αυτό εξηγεί γιατί η Άγκυρα προσπάθησε να προσεγγίσει τις ΗΠΑ για να αγοράσει αναβαθμισμένα F-16 και κιτ εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, η σχετική σύμβαση παρεμποδίστηκε από το Κογκρέσο, το οποίο συνδέει την έγκρισή της με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Άγκυρα απορρίπτει τη σύνδεση, αλλά δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων των ΗΠΑ. Μέχρι σήμερα, ο Ερντογάν έχει αρνηθεί να υποκύψει στις αμερικανικές πιέσεις. Αντίθετα, ζήτησε από τη Σουηδία να τροποποιήσει τους νόμους της για να επιτρέψει την έκδοση πλήθους Τούρκων και Κούρδων, φαινομενικά για αδικήματα που σχετίζονται με τρομοκρατία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, η επέκταση του ΝΑΤΟ εμποδίζεται από τις εθνικιστικές ιδιοτροπίες στην Τουρκία. Η Άγκυρα μπορεί, φυσικά, τελικά να συμφωνήσει με την ένταξη της Σουηδίας. Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει την πώληση των F-16. Η απροθυμία της Άγκυρας να υποτάξει τα δικά της προβλήματα στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ είναι σαφής ένδειξη του τρόπου, με τον οποίο ο Ερντογάν θα συνεχίσει να ασκεί εξωτερική πολιτική.
Η προσέγγιση με τη Ρωσία
Η Τουρκία είναι εθνικιστική χώρα, με τα κόμματα να υπερθεματίζουν σε εθνικισμό. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις τελευταίες εκλογές. Ο Ερντογάν και το κόμμα του έχασε ψήφους, αλλά παραμένει ο πιο επιτυχημένος πολιτικός της Τουρκίας. Ο Ερντογάν επέκρινε τους αντιπάλους του ότι προσπαθούν να υποτάξουν την πολιτική της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον. Ο Ερντογάν, αντίθετα, δηλώνει ότι θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τη Μόσχα.
Η τουρκική πολιτική από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία είναι ξεκάθαρα οικονομικά και γεωστρατηγικά εθνικιστική. Η Τουρκία επωφελείται από το ρωσικό εμπόριο, την εισροή ξένων νομισμάτων τόσο από την κυβέρνηση Πούτιν όσο και από Ρώσους φυγόστρατους και τουρίστες, μαζί με το σκληρό νόμισμα από την πώληση όπλων στην Ουκρανία. Επισήμως, αντιτίθεται στη ρωσική εισβολή, αλλά έχει μεσολαβήσει μεταξύ των δύο πλευρών. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα είναι ουδέτερη, παρόλο που το ΝΑΤΟ στηρίζει με κάθε τρόπο την Ουκρανία. Η πολιτική Ερντογάν έχει νόημα για την Τουρκία, αλλά δεν συνάδει με τα συμφέροντα της Δύσης.
Οι δυτικοί αναλυτές δεν κατανοούν ότι η Τουρκία δεν έχει κανένα πολιτικό ή οικονομικό κίνητρο να αλλάξει πορεία. Πουλάει όπλα στην Ουκρανία και συνεργάζεται με ουκρανικές εταιρείες σε τουρκικά αμυντικά προγράμματα και ταυτόχρονα έχει ανοικτό κανάλι με τη Μόσχα. Ο Ερντογάν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη βρίσκονται σε παρακμή και ότι η Τουρκία δεν πρέπει να υποτάξει τα συμφέροντά της στη Δύση.
Λοξοκοιτώντας ανατολικά
Καθώς η Ακροδεξιά στην Τουρκία εδραιώνει την κυριαρχία της, οι αντιθέσεις με τη Δύση οξύνθηκαν και για εκλογικό όφελος. Κανείς δεν πρέπει να περιμένει σημαντική αλλαγή στην τουρκική εξωτερική πολιτική μετά την εκλογή Ερντογάν. Η Άγκυρα θα παραμείνει προσκολλημένη στις πολιτικές αντιλήψεις μιας εθνικιστικής ελίτ σταθερά εχθρικής προς τη Δύση.
Εφεξής, ο Ερντογάν θα επιδιώξει προσέγγιση με τη Ρωσία και θα παίξει το χαρτί της Σουηδίας. Υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμό, που ίσως οδηγήσει σε συμφωνία για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και πώληση F-16, αλλά οι ευρύτερες τάσεις είναι σαφείς. Η Άγκυρα δεν θέλει πλέον να εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό ίσως αναζητήσει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από την Κίνα και συσφίξει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη.
Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν έχει προοπτική. Η έλλειψη κοινού στρατηγικού οράματος, παρασύρει τις υπόλοιπες σχέσεις, καθιστώντας τις εξ ολοκλήρου συναλλακτικές και εξαρτημένες από τις σκοπιμότητες του Ερντογάν. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι έρχονται μεγάλες αλλαγές στην πολιτική του, ή ότι οξύτατα προβλήματα θα επιλυθούν τώρα που οι εκλογές τελείωσαν. Η Ελλάδα πρέπει να περιμένει ότι μέρος του αντιδυτικού μένους του Ερντογάν θα εκδηλωθεί σε βάρος της. Εφόσον βρει τα μέσα, θα έρθει η στιγμή που ο Τούρκος πρόεδρος θα θελήσει να τεστάρει τις ανοχές της Δύσης στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Δημοσίευση σχολίου