Μίχας Ζαχαρίας
Ενώ η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά παραμένει πραγματικά τεταμένη και επιβάλει περίσκεψη και προσεκτικές κινήσεις εκ μέρους της Αθήνας, ήρθε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στον ιστοχώρο in.gr. να ταράξει τα ύδατα, αφού στοχοποιούσε τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Κωνσταντίνο Φλώρο. Το παρόν σχόλιο, στόχο έχει να επιχειρήσει, αποστασιοποιημένα και ψύχραιμα, να τοποθετήσει το θέμα στις σωστές του διαστάσεις, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και πάντα υπό την οπτική γωνία της ελληνικής εθνικής ασφάλειας έναντι του κινδύνου εξ Ανατολών.
Κεντρικό επιχείρημα, αλλά και κίνητρο του σχολίου, είναι η πεποίθηση ότι για μια ακόμη φορά, στην Ελλάδα χάθηκε το μέτρο. Όποια ερμηνεία και να υιοθετήσει κανείς, δυστυχώς, η εικόνα που εκπέμπει η χώρα στο εξωτερικό είναι εξαιρετικά δυσάρεστη. Αυταπόδεικτα αυτό αντανακλά και στην εθνική αποτρεπτική προσπάθεια. Επίσης, όπως υπήρξε αντίδραση στην περίπτωση της στοχοποίησης του αρχηγού Στόλου, αντιναυάρχου Λυμπέρη, έτσι δεν θα μπορούσε, για λόγους αρχής, να μην υπάρξει και στην περίπτωση του Α/ΓΕΕΘΑ. Ασφαλώς βέβαια, οι δυο περιπτώσεις είναι διαφορετικές. Χωρίς καν να συνυπολογιστεί το ότι πολλοί χρέωσαν την επίθεση στον Στόλαρχο, στον στρατηγό Φλώρο.
Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, λοιπόν, κατηγορείται στο άρθρο του in.gr. που υπογράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Παναγόπουλος, ότι «έχει δημιουργήσει μια ομάδα από δικούς του πιστούς αξιωματικούς, δικά του media και ακολουθεί πιστά τις ανορθόδοξες τακτικές πολέμου στην καθημερινή του πρακτική διοίκησης», ενώ οι υπόλοιποι αρχηγοί και ο υπουργός Εθνικής «είναι τουλάχιστον αμήχανοι απέναντι του και δείχνουν αιφνιδιασμένοι κάθε φορά από την προσωπική του στρατηγική. Όπως και το Μαξίμου και το ΥΠΕΞ ενίοτε».
Του καταλογίζονται επίσης “φιέστες” με νεοσύλλεκτους να φωνάζουν συνθήματα εναντίον της τουρκικής προπαγάνδας περί… έλευσης κάποια νύχτα, αλλά και «ασκήσεις τις νύκτες με φουσκωτά και ΟΥΚάδες σε βραχονησίδες». Εν ολίγοις του καταλογίζεται “αυτονόμηση”, η οποία φέρεται να τορπίλισε το κλίμα στη συνάντηση των υπουργών Άμυνας Ελλάδας-Τουρκίας και χάλασε τις «συνεννοήσεις που είχαν γίνει για την έκδοση ακόμη και κοινής δήλωσης των δύο υπουργών».
Αυτοπροβολή ή αυτονόμηση
Με προφανή απαξιωτική διάθεση, ο υπογράφων ρωτά εάν ο Α/ΓΕΕΘΑ θέλει πόλεμο και συμπληρώνει: «Έχει φαντασιωθεί τον εαυτό του στρατηλάτη και τη χώρα σε πολεμική σύρραξη; Τον εξυπηρετεί στον προσωπικό του σχεδιασμό η ένταση;». Το κάπως… χιουμοριστικό του πράγματος είναι ότι παραπέμπει με ενεργό σύνδεσμο σε άρθρο άλλου συντάκτη, λίγες ημέρες νωρίτερα, του ιδίου μέσου ενημέρωσης, όπου αναφέρεται, ότι «ο καταδρομέας Φλώρος γνωρίζει εξίσου καλά ότι συνεχείς πρέπει να είναι και οι ενέσεις ηθικού». Αναρωτιέται κανείς εύλογα, εάν λίγες ημέρες νωρίτερα εντασσόταν στα φιλικά προς τον Α/ΓΕΕΘΑ media και εάν αυτό ισχύει, ποιος ο λόγος που οδήγησε στην αλλαγή γραμμής. Διότι π.χ. η συνάντηση Παναγιωτόπουλου–Ακάρ είχε προηγηθεί και η κριτική που ασκήθηκε τώρα δεν βρήκε τον δρόμο για τη δημοσιότητα τότε.
Γενικώς ακολουθούν αναφορές σε περιστατικά που ερμηνεύονται ως «πρωτοβουλίες αυτοπροβολής» του στρατηγού Φλώρου, για να καταλήξει ότι σημασία έχει «το συνολικότερο πλαίσιο. Δείχνει ότι κάτι σοβαρό τρέχει… [που θα πρέπει] να μην είναι εθνικά επικίνδυνο. Ιδίως τώρα που υπάρχουν εντάσεις με την Τουρκία.» Για να οδηγηθεί ο αρθρογράφος στο συμπέρασμα: «Ίσως ο κ. Φλώρος να έχει πολιτικές φιλοδοξίες και να αναζητά την ευκαιρία να συνεχίσει την καριέρα του στην πολιτική ή να δημιουργήσει μια νέα δομή συγκροτώντας αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και καταργώντας το ΓΕΕΘΑ.» Για να ακολουθήσει αναφορά στις επερχόμενες κρίσεις της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η αλήθεια είναι ότι όσα αναφέρονται στο άρθρο δεν προκαλούν κατάπληξη στους παρεπιδημούντες… Είναι μια συζήτηση που εξελίσσεται εδώ και πολύ καιρό και κάνει λόγο για δυσαρμονία στην κορυφή της πυραμίδας των Ενόπλων Δυνάμεων. Προφανώς και ο υπογράφων έχει μια άποψη επ’ αυτών. Δεν είναι αυτός όμως ο στόχος του σημερινού σχολίου. Άλλες είναι οι παρατηρήσεις που λείπουν, πάντα κατά την υποκειμενική μου άποψη. Διότι ακόμα και η μέθοδος με την οποία αναδεικνύεται αυτό που περιγράφεται ως πρόβλημα, αναδύει παθογένεια.
Ερμηνείες και παρερμηνείες
Προφανώς, το άρθρο προκάλεσε μεγάλη συζήτηση και επιχειρήθηκαν ερμηνείες. Κάποιες θα παρατεθούν άνευ σχολιασμού. Πολιτικά βολικές ως επί το πλείστον, αναλόγως της πολιτικής τοποθέτησης ενός εκάστου. Από τους αντιπολιτευόμενους διατυπώθηκε η υποψία ότι η ευθύνη της διαρροής ανήκει στο Μέγαρο Μαξίμου, με στόχο να προβάλει έμμεσα μια εύλογη δικαιολογία για ποιον λόγο παρακολουθούσε τον Α/ΓΕΕΘΑ! Άλλοι έδειχναν ως υπεύθυνο τον ίδιο τον υπουργό Άμυνας τον οποίον περιέγραφαν ως “αγανακτισμένο” με τον επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων!
Μια τρίτη, πιο πονηρή κατηγορία, συνέδεε την υπόθεση με συμφέροντα που θέλουν να ελέγξουν εν εξελίξει μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα, εμπλέκοντας πρόσωπα από γνωστές πολιτικές οικογένειες που κινούνται στο παρασκήνιο και “παραδοσιακούς” αντιπροσώπους αμυντικών βιομηχανιών στην Ελλάδα. Παράλληλα, ξεπηδούσαν από το πουθενά και πρόσωπα με θέσεις εξουσίας στον τομέα της άμυνας, τα οποία ενώ αναλάμβαναν “να καθαρίσουν τη μπουγάδα”, στο τέλος μεροληπτούσαν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς! Κάπου εκεί εμφανίζουν και τη στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων «να διατυπώνει τις δικές τις απόψεις».
Κρίσιμες σταθερές
Ας επιχειρήσουμε όμως να καταγράψουμε κάποια βασικά που για κάποιο λόγο δεν έχουν ακόμα… εισαχθεί στον δημόσιο διάλογο.
- Πρώτον, στις δημοκρατίες η στρατιωτική ηγεσία είναι απόλυτα υποταγμένη στην πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι αφενός ο προϊστάμενος υπουργός και ο πρωθυπουργός, έχουν κάθε δικαίωμα να ανακαλέσουν στην τάξη όποιον “ξεφεύγει”, ή ακόμα και να τον απομακρύνουν από τα καθήκοντά του εάν αρνούνταν να συμμορφωθεί. Ας αξιολογήσει ο καθένας το πως έκανε η κάθε πλευρά τη δουλειά της, προς εντοπισμό πράξεων και παραλείψεων.
- Δεύτερον, την ιεραρχία στις Ένοπλες Δυνάμεις την έχουμε ώστε η χώρα να είναι σε θέση να διεξάγει πόλεμο και να τον κερδίσει εάν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Ο δε αρχηγός έχει την ευθύνη να ετοιμάσει το στράτευμα με τον καλύτερο τρόπο ώστε να μπορέσει, εάν απαιτηθεί, να φέρει σε πέρας την αποστολή. Εάν θεωρηθεί πως “δεν τα καταφέρνει”, η πολιτική ηγεσία έχει κάθε ευχέρεια να κινηθεί. Εφόσον αυτό δεν έγινε, η στοχοποίηση με αυτό τον τρόπο οποιουδήποτε αρχηγού, από όποιον και αν ενορχηστρώνεται, είναι εξ ορισμού επιλήψιμη και δεν δείχνει σοβαρότητα.
- Τρίτον, στις διακρατικές σχέσεις όταν υφίσταται κατάσταση έντασης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή και ενδεχομένως πολεμική εμπλοκή, υπάρχει η αποκαλούμενη αποτρεπτική ρητορική. Οι δημόσιες αναφορές της πολιτικής, κυρίως, αλλά και της στρατιωτικής ηγεσίας στο θέμα, στόχο έχουν να πείσουν τον αντίπαλο περί της αποφασιστικότητας για αντίσταση / αντίδραση και μη αποδοχή των οποιονδήποτε τετελεσμένων. Η παρόξυνση της ρητορικής της Άγκυρας είναι που οδήγησε τον ίδιο τον πρωθυπουργό σε επανειλημμένες δηλώσεις αποτρεπτικού περιεχομένου, δηλώσεις οι οποίες προκάλεσαν οργή στην Άγκυρα.
Κατά συνέπεια, είναι από υπερβολικό ως υποβολιμαίο να επιχειρείται να φορτωθεί ο Α/ΓΕΕΘΑ… επιθυμία να οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο, διανθίζοντας μάλιστα οι καταγγέλλοντες αυτή την “προτίμηση” με ιδιοτελείς προσωπικές στοχεύσεις. Αγνοώντας ότι στρατηγικά, η λογική της επίδειξης και μιας “δόσης τρέλας” είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, ενίοτε γεννώντας αποτροπή; Διότι εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς και να υποπτευθεί… κινητοποίηση γνωστών κύκλων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που ακόμα και σε αυτή τη συγκυρία όπου η Τουρκία έχει ξεπεράσει κάθε όριο, δεν διστάζουν να μέμφονται την ελληνική πλευρά!
Η υποψία είναι δηλαδή, μήπως έχουμε σε εξέλιξη μια απόπειρα με αυτό το περιεχόμενο; Δηλαδή, την αναζήτηση αποδιοπομπαίου. Αφού φορτώσουμε… πολεμοχαρή πρόθεση και κάθε πρόβλημα στις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας στον Α/ΓΕΕΘΑ, να τον οδηγήσουμε στο “πολιτικό θυσιαστήριο” σε ένα είδος… ομολογίας πίστεως στη μεγάλη αγάπη που κατά βάθος υπάρχει ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους! “Ομολογώντας” ότι κατά βάθος κι εμείς ήμασταν… αμετροεπείς!
Κι όλα αυτά, απέναντι σε μια Τουρκία που στερεί παντελώς το δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες στα ελληνικά νησιά (πώς αλλιώς θα έστηνε το τουρκολιβυκό μνημόνιο;) και αμφισβητεί πλέον αυτή καθαυτή την κυριαρχία των ελληνικών νήσων στο ανατολικό Αιγαίο, με το πρόσχημα της αποστρατιωτικοποίησης. Εάν αυτή είναι η πρόθεση της χώρας, εάν δηλαδή πιστεύει ότι μπορεί με τέτοιους όρους να διεξάγει συζήτηση με την Τουρκία, πέραν της αμφιβολίας για το αν ενδιαφέρεται η Άγκρα, πάνω από όλα θα επιβαλλόταν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Διότι κανείς δεν έχει δώσει εντολή σε κανέναν να προωθήσει τέτοια πολιτική. Ούτε όμως προκύπτει τέτοια πρόθεση από τις δημόσιες δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας.
Οι σκιές δεν πρέπει να σέρνονται
Εάν όμως η χώρα παραμένει στη γραμμή που φαίνεται να έχει χαράξει, τότε, όπως και στην περίπτωση του αρχηγού Στόλου, ο Α/ΓΕΕΘΑ πρέπει να καλυφθεί επισήμως. Όσοι δε, έχουν σήμερα θεσμικά την ευθύνη να τον καλύψουν, είναι αδιάφορο εάν έχουν ενστάσεις για το πως άσκησε την ηγεσία ο στρατηγός Φλώρος, από τη στιγμή που είχαν την εξουσία να πειθαρχούν με συνοπτικές διαδικασίες όποιον θεωρηθεί ότι εκτρέπεται. Εάν δεν το έπραξαν, είναι το λιγότερο συνεργοί. Η αβουλία μπορεί εύλογα να ληφθεί ως έμμεση συγκατάθεση. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι οι πολιτικές ισορροπίες υπερισχύουν του στιβαρού χεριού που πρέπει να διασφαλίζει τόσο την εθνική άμυνα, όσο και τον πολιτικό έλεγχο επί των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκτός κι αν η αφωνία ήταν το αποτέλεσμα φόβου μήπως ενδεχόμενη κλιμάκωση θα επέβαλλε -ηθικά-παραιτήσεις και απώλεια της εξουσίας.
Εν κατακλείδι και ίσως το πιο σημαντικό. Η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία οξύνεται διαρκώς. Βουλευτής εθνικιστικού κόμματος (της Μεράλ Ακσενέρ) είναι στην εντατική, χτυπημένος από Ισλαμιστή βουλευτή (AKP). Την ίδια στιγμή, δημοσκοπικά, φαίνεται πως ανακόπτεται η ανοδική δυναμική του Ερντογάν. Δεδομένου ότι ο συνδυασμός ισλαμισμού και ακραίου εθνικισμού έχει αποδειχθεί συνταγή επιτυχίας στην Τουρκία, πόσο πιο θελκτική προοπτική έχει καταστεί ένας στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός εναντίον της Ελλάδας; Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πρόθεση διεξαγωγής συζήτησης της Τουρκίας με την Ελλάδα χωρίς την εκ προοιμίου παραίτηση της δεύτερης από κυριαρχικά δικαιώματα τουλάχιστον.
Αν αυτά ισχύουν, απασχολεί κανέναν ποια είναι η εικόνα που δημιουργεί η Ελλάδα στην Τουρκία, τη στιγμή που υποτίθεται πως καλείται να την αποτρέψει; Πάλι θα σφυρίζουμε αδιάφορα όπως στην περίπτωση του αρχηγού Στόλου; Επικρατεί αμηχανία όπως αυτή διαφόρων “κύκλων” απέναντι στον Μενέντεζ, ή μήπως δεν θέλουμε να χάσουμε με τίποτα τον Ερντογάν, οπότε θα προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να τον στηρίξουμε;
Δημοσίευση σχολίου