Όταν ο Ερντογάν φθάνει να θυμάται μέχρι και την Άλωση της Τριπολιτσάς (αν μη τι άλλο, προβάλλοντας αναχρονιστικά τα σύγχρονα κριτήρια διεξαγωγής του πολέμου σε εξεγερμένους ατάκτους των αρχών του 19ου αιώνα) τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Διότι αποστροφές αυτού του τύπου υποδηλώνουν διάθεση να δαιμονοποιηθεί ό,τι το ελληνικό και να φιλοτεχνηθεί μια εικόνα προαιώνιας, υπεριστορικής και εκτός συμφραζομένων ελληνο-τουρκικής εχθρότητας.
Συνδυαζόμενα δε όλα αυτά (μετά από ενδιάμεση στάση και στην επίκαιρη, λόγω εκατοστής επετείου, Μικρασιατική Καταστροφή) με τα τρέχοντα ζητήματα προκύπτει κάτι το εξαιρετικό ανησυχητικό. Η ρητορική αυτή, που απηχεί στερεότυπα αναγόμενα στην οθωμανική εποχή, για τους Έλληνες ως "δόλιους”, "υπηρέτες ξένων δυνάμεων” και ταυτοχρόνως "υποδεέστερους”, δεν είναι απλώς (ή μόνο) "ντοπάρισμα” του τουρκικού ακροατηρίου. Αν είναι, αποβλέπουν στην προληπτική νομιμοποίηση πιθανής κλιμάκωσης πολύ πραγματικών επιθετικών κινήσεων. Προειδοποιήσεις του τύπου "απέναντι στην Ελλάδα που παρακολουθούμε σε κάθε τομέα, δεν θα παραλείψουμε, αν χρειαστεί, να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της χώρας μας, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας” δεν πρέπει ποτέ να προσπερνώνται ελαφρά τη καρδία.
Και πάντως οι δηλώσεις Ερντογάν απευθύνονται (με την κατάλληλη καταγγελία λ.χ. της Ελλάδας για επαναπροωθήσεις προσφύγων) και στο εκτός συνόρων ακροατήριο. Συμπεριλαμβανομένου, παραδόξως, και του ελληνικού.
"Γνωρίζουμε ότι οι πραγματικές προθέσεις εκείνων που προκάλεσαν και εξαπέλυσαν τους Έλληνες πολιτικούς επάνω μας, είναι να εμποδίσουν το πρόγραμμά μας για την οικοδόμηση μιας μεγάλης και ισχυρής Τουρκίας. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, τόσο για τους Έλληνες πολιτικούς, το ελληνικό κράτος, τον ελληνικό λαό και όσους τους χρησιμοποιούν ως μαριονέτες (...) Οι Έλληνες κυβερνήτες, οι οποίοι οδήγησαν τη χώρα τους σε οικονομική, πολιτική και στρατιωτική κατοχή για τα μικροσυμφέροντα τους θα λογοδοτήσουν πρώτα στον δικό τους λαό (...) Η ανάπτυξη [αμερικανικών] στρατιωτικών δυνάμεων σε όλη την Ελλάδα πρέπει να ενοχλεί τους Έλληνες, όχι εμάς. Πολιτικές δεσμεύσεις που θα υποθηκεύσουν το επόμενο τέταρτο του αιώνα της Ελλάδας και που σίγουρα θα πληρωθούν τα τιμήματα, πρέπει να ανησυχούν τον ελληνικό λαό, όχι εμάς”.
Άγνωστο παραμένει πόσους και τι είδους αποδέκτες αναμένει να βρει με αυτές τις φράσεις του ο Τούρκος πρόεδρος ανάμεσα στο ελληνικό κοινό, το οποίο αντιμετωπίζει με μιαν αφ' υψηλού συμπάθεια (ή μήπως προληπτική αυτοδικαίωση;), ως θύμα της ηγεσίας του και ως λαό περιορισμένης ανεξαρτησίας. Είναι πάντως ολότελα εμφανές ότι η ανθελληνική ρητορική δεν είναι παρά αντι-αμερικανική... δι' αντιπροσώπου.
Η Ελλάδα δεν στοχοποιείται αυτοτελώς, αλλά στον βαθμό που (αντί να διαλέγεται διμερώς με την Τουρκία, υποτασσόμενη στον ασύμμετρο συσχετισμό) μετατρέπεται σε "ενεργούμενο” κάποιων μη κατονομαζόμενων ευθέως τρίτων, οι οποίοι επιθυμούν να ανακόψουν την τουρκική "ανάδυση”.
Άλλωστε, η άμεση αφορμή αυτών των δηλώσεων του Ερντογάν, μετά την συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου που αφιερώθηκε ακριβώς σε αυτό το ζήτημα, ήταν η φερόμενη εγκατάσταση στη Σάμο και τη Λέσβο τεθωρακισμένων προερχόμενων από αμερικανική δωρεά.
Αυτό που πραγματικά εξοργίζει τον Ερντογάν είναι ό,τι προσλαμβάνει ως αμερικανική "περικύκλωση” της χώρας του. Πράγμα που προϋποθέτει ότι οι ΗΠΑ δεν νοούνται ως μια πραγματικά "ισαπέχουσα” δύναμη στα θέματα της περιοχής, ούτε καν ως αυθεντικά συμμαχική. Συμμαχική μπορεί να είναι μόνο "α λα καρτ” και με αναγνώριση της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας του ΝΑΤΟ ως ηγεμονικής στην ιδιαίτερη γεωγραφική σφαίρα που διεκδικεί.
Όμως το πραγματικά ανησυχητικό είναι η μετά βίας υποκρυπτόμενη πεποίθηση του Ερντογάν (αδιάφορο, εν προκειμένω, πόσο ρεαλιστική) ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ελλάδα μπορούν υπό πίεση να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τη μεταξύ τους σχέση. Πρόκειται για συνταγή μεγάλων περιπετειών.
Δημοσίευση σχολίου