William Thay-Marion Pariset
Το ταξίδι της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν σηματοδοτεί την έναρξη της τρίτης εποχής διεθνών σχέσεων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την εποχή της αμερικανικής υπερδύναμης ο 21ος αιώνας θα διαμορφωθεί από τη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Όλες οι διεθνείς σχέσεις θα πρέπει στο εξής να διαβάζονται μέσα από το πρίσμα της σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον Φράνσις Φουκουγιάμα, επρόκειτο να οδηγήσει στο «τέλος της Ιστορίας» χάρη στη νίκη του καπιταλισμού και την απόλυτη και αδιαμφισβήτητη υπεροχή της φιλελεύθερης ιδεολογίας ως μετρονόμου των σχέσεων μεταξύ των εθνών. Η πρόβλεψη αυτή διαψεύστηκε με το τέλος της φιλελεύθερης εποχής και την επιστροφή των συγκρούσεων μεταξύ των εθνών. Γινόμαστε μάρτυρες, αφενός, της αναζωπύρωσης πολυάριθμων περιφερειακών συγκρούσεων, όπως αυτή μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, και, αφετέρου, τον πολλαπλασιασμό των εντάσεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ που προοιωνίζουν μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση.
Αυτό το τέλος του «τέλους της ιστορίας» συνδέεται με τη δυτική παρακμή : οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο χωροφύλακας του κόσμου και ο οικονομικός πυρετός έχει μετακινηθεί από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την συντριπτική υπεροχή που είχαν παλιά. Τα λάθη που έγιναν στη Μέση Ανατολή, ειδικότερα, έχουν προκαλέσει δυσαρέσκειες από κράτη που αρνούνται το μοντέλο που έχει επιβάλλει η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας ενώ ήταν προηγουμένως στον Ατλαντικό με τις δυτικές χώρες του G7 έχει μετακινηθεί προς την ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, η οποία εκπροσωπεί τώρα το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Εκτός από την Κίνα άλλες πέντε χώρες είναι μέλη του G20 (Αυστραλία, Νότια Κορέα, Ινδία, Ινδονησία, Ιαπωνία). Πάνω απ' όλα αυτή η ζώνη είναι δυναμική σε όλους τους δείκτες καθώς ο Ινδο-Ειρηνικός θα αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας το 2040.
Ανταγωνισμός για την παγκόσμια ηγεμονία
Ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον Φράνσις Φουκουγιάμα, επρόκειτο να οδηγήσει στο «τέλος της Ιστορίας» χάρη στη νίκη του καπιταλισμού και την απόλυτη και αδιαμφισβήτητη υπεροχή της φιλελεύθερης ιδεολογίας ως μετρονόμου των σχέσεων μεταξύ των εθνών. Η πρόβλεψη αυτή διαψεύστηκε με το τέλος της φιλελεύθερης εποχής και την επιστροφή των συγκρούσεων μεταξύ των εθνών. Γινόμαστε μάρτυρες, αφενός, της αναζωπύρωσης πολυάριθμων περιφερειακών συγκρούσεων, όπως αυτή μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, και, αφετέρου, τον πολλαπλασιασμό των εντάσεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ που προοιωνίζουν μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση.
Αυτό το τέλος του «τέλους της ιστορίας» συνδέεται με τη δυτική παρακμή : οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο χωροφύλακας του κόσμου και ο οικονομικός πυρετός έχει μετακινηθεί από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την συντριπτική υπεροχή που είχαν παλιά. Τα λάθη που έγιναν στη Μέση Ανατολή, ειδικότερα, έχουν προκαλέσει δυσαρέσκειες από κράτη που αρνούνται το μοντέλο που έχει επιβάλλει η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας ενώ ήταν προηγουμένως στον Ατλαντικό με τις δυτικές χώρες του G7 έχει μετακινηθεί προς την ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, η οποία εκπροσωπεί τώρα το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Εκτός από την Κίνα άλλες πέντε χώρες είναι μέλη του G20 (Αυστραλία, Νότια Κορέα, Ινδία, Ινδονησία, Ιαπωνία). Πάνω απ' όλα αυτή η ζώνη είναι δυναμική σε όλους τους δείκτες καθώς ο Ινδο-Ειρηνικός θα αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας το 2040.
Ανταγωνισμός για την παγκόσμια ηγεμονία
Τα κίνητρα της εμπλοκής αυτών των δύο βαρέων βαρών σε αυτή την αναμέτρηση διαφέρουν ωστόσο ριζικά. Για τις ΗΠΑ η πρόκληση είναι να υπερασπιστούν την οικουμενικότητα του οικονομικού (φιλελευθερισμού) και του πολιτικού (δημοκρατικού) μοντέλου τους, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ισχύς τους. Για την Κίνα ο στόχος είναι να γίνει και πάλι η κορυφαία δύναμη στον κόσμο έως το 2049, τερματίζοντας την εποχή της ταπείνωσης που ξεκίνησε από τον πόλεμο του οπίου (1839-1856). Για την επίτευξη αυτού του στόχου διασφαλίζει τις συνθήκες διαιώνισης του κοινωνικού και πολιτικού της μοντέλου και τα μέσα οικονομικής ευημερίας της κοινωνίας της. Η ανάπτυξη της Κίνας χωρίς τις φιλοδοξίες οικουμενικότητας-τουλάχιστον με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή αυτή η οικουμενικότητα στην Ευρώπη-βασίζεται στην προώθηση των δικών της κανόνων και προτύπων στον οικονομικό τομέα και στην διατήρηση της πολιτικής της αυτονομίας χωρίς να επιδιώκει να αναμορφώσει τις χώρες που είναι οικονομικοί της εταίροι.
Κατά συνέπεια οι ΗΠΑ ακολουθώντας την παραδοσιακή τους προσέγγιση των διεθνών σχέσεων θα κινητοποιήσουν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (διπλωματικά, οικονομικά, ακόμη και στρατιωτικά) για να περιορίσουν την επέκταση της κινεζικής επιρροής. Οι συνέπειες του εμπορικού πολέμου, που επηρεάζει την ανάπτυξη και την ανάδυση άλλων δυνάμεων στον κόσμο, θα είναι επίσης ένα μέσο ώθησης των κρατών να ευθυγραμμιστούν με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Απέναντι, η Κίνα ποντάρει στη στρατηγική της των δρόμων του μεταξιού. Αυτό το γιγάντιο πρόγραμμα υποδομών στοχεύει στο να προμηθεύσει την Κίνα κυρίως με πρώτες ύλες, συνδυαζόμενη με μια στρατηγική χρηματοδότησης από κινεζικά δάνεια αυξάνοντας την εξάρτηση και την ευθυγράμμιση των συμμετεχόντων κρατών. Ευθυγραμμίζοντας χώρες στο μοντέλο ανάπτυξης κινεζικού τύπου, το Πεκίνο θέλει να αποδείξει ότι διαθέτει ένα εναλλακτικό μοντέλο σε σχέση με το αμερικανικό.
Προς τον πόλεμο ;
Από την «ασιατική στροφή» που ξεκίνησε από τον Μπαράκ Ομπάμα, ο κόσμος πολώνεται σταδιακά γύρω από τον σινο-αμερικανικό άξονα. Είτε μέσω του εμπορικού πολέμου είτε μέσω νέων συμμαχιών στην Ασία (ιδίως με το Βιετνάμ ή τη Βιρμανία), οι ΗΠΑ σκοπεύουν να αποτρέψουν την Κίνα από το να πετύχει τους στόχους της. Απαιτώντας την επιλογή ενός από τους δύο οικονομικούς μεγάλους εταίρους σε στρατηγικούς τομείς (π.χ. στις τηλεπικοινωνίες με την Huawei), αυτή η εμπορική σύγκρουση ασυνήθιστου μεγέθους θα μπορούσε να αναδείξει δύο μεγάλες ομάδες που χαρακτηρίζονται από τεχνολογικά και πολιτικά οικοσυστήματα. Μία νέα μορφή ψυχρού πολέμου. Αυτό το φαινόμενο θα τροποποιήσει μόνιμα τις διεθνείς σχέσεις και κινδυνεύει να καταστήσει ομήρους ορισμένες χώρες.
Αυτή η αμερικανική στρατηγική συνοδεύεται από μια ανάγνωση των διεθνών σχέσεων όπου κάθε θέμα είναι μια ευκαιρία επιβεβαίωσης της ανωτερότητας των ΗΠΑ. Τα τελευταία διεθνή επεισόδια μπορούν να διαβαστούν υπό το πρίσμα της σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Έτσι, το Αφγανιστάν, η Ουκρανία, η σύμβαση υποβρυχίων με την Αυστραλία και η Ταϊβάν είναι αντίστοιχα διακυβεύματα στον ανταγωνισμό επιρροής μεταξύ των δύο κορυφαίων παγκόσμιων δυνάμεων. Το πιθανότερο λοιπόν ότι οι δύο πρωταγωνιστές θα εμπλακούν σε κάθε σημείο έντασης στον κόσμο σε αυτόν τον αγώνα επιρροής για να κερδίσουν επιπλέον πόντους σε αυτόν τον αγώνα για την παγκόσμια ηγεμονία.
Σε αυτή τη νέα εποχή, έχουμε τρεις επιλογές : διατήρηση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ, καλοπροαίρετη ουδετερότητα ως προς το Πεκίνο ή την δημιουργία ενός τρίτου δρόμου. Αυτές οι διαφορετικές επιλογές μπορούν να συνοψιστούν στην ιστορική επιλογή κοινών αξιών με τις ΗΠΑ, στην οικονομική επιλογή της Κίνας και στη γεωστρατηγική επιλογή με την εμφάνιση ενός νέου μπλοκ. Η Κίνα ξύπνησε και τώρα ο κόσμος τρέμει.
Δημοσίευση σχολίου