Λυγερός Σταύρος
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις συνεχίζουν να μετεωρίζονται ανάμεσα στην ημιανοικτή εχθρότητα και στην προσπάθεια να γεφυρωθεί το ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας. Η Ουάσινγκτον χρησιμοποιεί και το “μαστίγιο” και το “καρότο” για να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό “μαντρί”, αλλά χωρίς μέχρι τώρα αξιόλογο αποτέλεσμα. Μπορεί η προσοχή των ΗΠΑ να είναι στραμμένη αφενός στον πόλεμο στην Ουκρανία, αφετέρου στην ανάσχεση της Κίνας, αλλά έχει και το πρόβλημα “Τουρκία”, το οποίο είναι συναρτημένο και με τα δύο ανωτέρω μέτωπα.
Στην Ουάσιγκτον όλοι συμφωνούν πως δεν πρέπει να χάσουν την Τουρκία. Οι διαφωνίες αφορούν στον τρόπο που θα την επαναφέρουν στο δυτικό “μαντρί”. Είναι ενδεικτική αφενός η πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, αφετέρου η επιστολή των 35 Αμερικανών βουλευτών (Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών) προς τον Λευκό Οίκο και η επιστολή στους Financial Times των Μαρκ Γουάλας (πρώην πρέσβης στον ΟΗΕ και γενικός διευθυντής του Turkish Democracy Project) και Μαντελίν Τζόελσον (εκτελεστικής διευθύντριας του Turkish Democracy Project). Η σύγκριση καταδεικνύει ανάγλυφα τη διαφωνία.
Η κυρίαρχη άποψη στο αμερικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής είναι ότι πρέπει να μην τραβήξουν το σκοινί για να μην αποκόψουν την Τουρκία από τη Δύση. Έχουν, μάλιστα, εναποθέσει τις ελπίδες τους στις προγραμματισμένες για τον Ιούνιο 2023 προεδρικές εκλογές. Για την ακρίβεια ποντάρουν στην εμφανή πολιτική-εκλογική φθορά του Ερντογάν, κυρίως λόγω της οξείας οικονομικής κρίσης και της φτωχοποίησης που αυτή προκαλεί στα μικρομεσαία στρώματα. Είναι τα κοινωνικά στρώματα που κυρίως ψήφιζαν Ερντογάν, επειδή –μεταξύ των άλλων– είχαν επί των ημερών του (ειδικά την πρώτη δεκαετία) δει το βιοτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται εντυπωσιακά.
Με βάση κυρίως αυτή την προσδοκία η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέχεται σε μεγάλο βαθμό τα καμώματα του Ερντογάν, ακόμα και τον πρόσφατο εκβιασμό του για την ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Το εάν, όμως, ο Ερντογάν θα απομακρυνθεί ή όχι από την εξουσία το 2023 δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ακόμα, όμως, κι αν απομακρυνθεί, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο 2000, όπως φαίνεται να ελπίζουν οι Αμερικανοί. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η τουρκική κοινωνία έχει αλλάξει ποιοτικά την τελευταία 20ετία. Οι Αμερικανοί αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι το ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας τείνει να καταστεί αγεφύρωτο, ότι –κατά μία έννοια– η Τουρκία έχει ήδη αποπλεύσει από τη Δύση. Γι’ αυτό, όμως, θα μιλήσουμε και στη συνέχεια.
Ενώ, λοιπόν, η κυβέρνηση Μπάιντεν κι όχι μόνο επιδίδεται σε ασκήσει ανοχής του Ερντογάν, τόσο οι 35 Αμερικανοί βουλευτές, όσο και οι δύο Αμερικανοί ειδικοί επί της Τουρκίας υπογραμμίζουν ότι η ανοχή και τα ανταλλάγματα ουσιαστικά επιβραβεύουν την συμπεριφορά του Ερντογάν και κατ’ επέκταση τον ενισχύουν πολιτικά εν όψει των εκλογών. Κυρίως, εδραιώνουν στο τουρκικό πολιτικό σύστημα την εντύπωση ότι με τον εκβιασμό μπορεί να αποκομίζει κέρδη. Οι δύο ειδικοί, μάλιστα, προτείνουν να ανασταλεί προσωρινά η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.
Το ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας
Παρά την επίσημη αμερικανική ανοχή, η πολιτική δυναμική που αναπτύσσεται βαθαίνει το ρήγμα που έχει προκληθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, λόγω των κινήσεων του Ερντογάν. Είναι ενδεικτικό ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες να γεφυρωθεί το χάσμα έχουν αποτύχει. Η αγορά από την Τουρκία των ρωσικών S-400 είναι η κορυφή του παγόβουνου. Το παγόβουνο είναι ότι ο Ερντογάν επιχειρεί να απομακρύνει την Τουρκία από τη Δύση, μετατρέποντάς την σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία λειτουργεί αποκλειστικά για τον εαυτό της, διατηρώντας το δικαίωμα να συμπράττει κατά περίπτωση άλλοτε με τη Δύση κι άλλοτε με τη Ρωσία, ή την Κίνα.
Αυτός είναι ο λόγος που στο αμερικανικό πολιτικό και μιντιακό σύστημα επικρατεί αρνητικό έως εχθρικό κλίμα έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν. Ακόμα και όσοι επιλέγουν την πολιτική της ανοχής είναι οργισμένοι μαζί του. Αποφεύγουν, όμως, να τραβήξουν το σκοινί, φοβούμενοι μήπως σπάσει και χαθεί οριστικά η Τουρκία. Η διαχρονικά δύστροπη στάση της Άγκυρας είχε γίνει αποδεκτή και από τις ΗΠΑ και από το ΝΑΤΟ. Το “θανάσιμο αμάρτημα” του Ερντογάν που προκάλεσε το ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας είναι η επιλογή του να αυτονομηθεί, αναπτύσσοντας προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία. Και το πληρώνει με την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, με το ψήφισμα της Βουλής για την επιβολή έστω και περιορισμένων κυρώσεων στην Τουρκία (υπέρ ψήφισαν 403 βουλευτές ενώ μόνο 16 ψήφισαν κατά), με την υπονόμευση της τουρκικής λίρας κλπ.
Ας σημειωθεί ότι μετά το πραξικόπημα του 2016, η Ουάσινγκτον ήταν διατεθειμένη να έρθει σε κάποιον συμβιβασμό, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση από τον Ερντογάν. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται δεν επιστρέφει στο δυτικό “μαντρί”. Η πεποίθηση του Τούρκου προέδρου πως τον έχουν προγράψει, τον εξώθησε να εναγκαλισθεί, ως γεωπολιτικό αντίβαρο, τον Πούτιν, παρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα Ρωσίας-Τουρκίας στη Συρία, στη Λιβύη και όχι μόνο.
Η σχοινοβασία του Ερντογάν
Μπορεί η αμοιβαία πλέον κρίση εμπιστοσύνης να βαθαίνει, αλλά ούτε η Ουάσινγκτον (για τους προαναφερθέντες λόγους) ούτε η Άγκυρα θέλει να κόψει τις γέφυρες. Ο Ερντογάν προφανώς ποτέ δεν πρόκειται να πει ρητά ότι εγκαταλείπει τη Δύση. Ούτε οι Αμερικανοί πρόκειται να μεθοδεύσουν την προσωρινή εκδίωξη της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Όχι μόνο επειδή δεν προβλέπεται θεσμικά, αλλά και επειδή –όπως έχω προαναφέρει– προσδοκούν ότι στη μετά-Ερντογάν εποχή θα επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”.
Όσο, πάντως, ο Ερντογάν είναι στην εξουσία, στο τακτικό επίπεδο θα συμπλέει σε κάποιες υποθέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά μέχρις εκεί. Αντίθετα –στο πλαίσιο πάντα και της ευρασιατικής οπτικής του– ποντάρει στη Γερμανία, η οποία δείχνει να μην τον απογοητεύει. Ένα μεγάλο μέρος των γερμανικών ελίτ ουσιαστικά επιστρέφει αταβιστικά στην παράδοση, έστω κι αν χρησιμοποιεί σύγχρονη φρασεολογία.
Στην πραγματικότητα, ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας και εν μέρει Κίνας. Παραλλήλως, προσπαθεί να αναγορευθεί σε ηγετική μορφή του ισλαμικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό και για να αποτρέψει την αναβίωση σχέσεων εξάρτησης από τη Δύση, ο Ερντογάν φροντίζει να καλλιεργεί στο εσωτερικό της Τουρκίας ακραία αντιδυτικά αισθήματα. Στο πολιτικό επίπεδο βασικό επιχείρημά του είναι ότι η Δύση επιδιώκει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας μέσω του Κουρδικού. Στο ιδεολογικό επίπεδο χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινή γνώμη.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί εντάσσεται και σ’ αυτό το πλαίσιο. Η τελετή της πρώτης μουσουλμανικής προσευχής με το ξίφος του ιμάμη παραπέμπουν σε συμβολική αναβίωση των θρησκευτικών πολέμων: από τη μία πλευρά το Ισλάμ κι από την άλλη η χριστιανική Δύση. Μία άλλη εκδοχή αυτού που συνέβη με τις επιθέσεις της ισλαμικής τρομοκρατίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Το ρήγμα ΗΠΑ-Τουρκίας, λοιπόν, δεν είναι πλέον μονοδιάστατα πολιτικό. Είναι ταυτοχρόνως και πολιτισμικό. Είναι ανάμεσα στις δυτικές αξίες και στη “βαθιά Τουρκία”, έστω κι αν οι Δυτικοί ακόμα δυσκολεύονται να το συνειδητοποιήσουν. Ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν, ως ιδεολογία και πολιτικό κίνημα, δεν έχει σκοπό μόνο να κλείσει την ιστορική παρένθεση του κεμαλισμού και να επανασυνδέσει την Τουρκία με το οθωμανικό παρελθόν της. Όπως προανέφερα, ήρθε και με τη φιλοδοξία να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του ισλαμικού κόσμου με αντιδυτική κατεύθυνση.
Το νεοοθωμανικό αφήγημα
Μπορεί, λοιπόν, η οικονομική κρίση να έχει φθείρει την εικόνα του Ερντογάν, αλλά το ιδεολογικό αφήγημά του συνεχίζει να συγκινεί τη “βαθιά Τουρκία”. Αυτό δεν θα ανατραπεί ακόμα κι αν ο Ερντογάν βρεθεί εκτός εξουσίας. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Έχει χαθεί επειδή το ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας δεν είναι μόνο πολιτικό για να γεφυρωθεί από τον διάδοχο του Ερντογάν. Είναι βαθύτερο, είναι ρήγμα πολιτισμικό. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία δεν μπορεί να ξαναγίνει για τη Δύση ό,τι ήταν πριν το 2000.
Αυτό που αρνείται να συνειδητοποιήσει η Δύση και ειδικά η Ουάσινγκτον είναι ότι η εικοσαετία του Ερντογάν στην εξουσία έχει αλλάξει ριζικά την Τουρκία. Με αυτή την έννοια, αυτό που συνέβη είναι πραγματική επανάσταση, έστω κι αν ο τρόπος που έγινε διαφέρει ποιοτικά από τις κλασικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Το πως είναι δυνατόν η ιδεολογική οπτική και το προσωπικό πολιτικό συμφέρον ενός ηγέτη να μπορούν να επιφέρουν μία τόσο μεγάλη στροφή στον γεωπολιτικό προσανατολισμό μία χώρας είναι ζήτημα που δεν θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το άρθρο.
Η αναγόρευση του Ερντογάν σε ένα είδος αιρετού μονάρχη έχει οδηγήσει σε μία κατάσταση που τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται πλέον συλλογικά από την παραδοσιακή μετακεμαλική άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του, οι οποίοι εκφράζουν πολιτικά τη “βαθιά Τουρκία”. Ο νεοοθωμανικός τρόπος που ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται και ορίζει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα αντανακλά το κυρίαρχο ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα στις μάζες της Ανατολίας.
Ο Ερντογάν, πάντως, έχει και στενά προσωπικό πολιτικό συμφέρον να μην επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”. Είναι πεπεισμένος πως εάν επιστρέψει θα γίνει όμηρος. Τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Με σημαία το νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό και την αυτονόμηση από τη Δύση, προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα ΗΠΑ-Άγκυρας, γεγονός που εμποδίζει τη γεφύρωσή του.
Δημοσίευση σχολίου