«Λιοντάρι στο εσωτερικό, αλλά αρνί στο ΝΑΤΟ» χαρακτήρισε τον Ερντογάν ο ηγέτης του κεμαλικού CHP, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση τον κατηγορεί, έστω και πλαγίως, για εθνική μειοδοσία.
Πέτρος ΠαπακωνσταντίνουΤην περασμένη Τρίτη, οι εκπρόσωποι των 30 χωρών-μελών του ΝΑΤΟ υπέγραψαν το πρωτόκολλο ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη Συμμαχία, εξέλιξη που έγινε δυνατή ύστερα από την άρση του τουρκικού βέτο στη σύνοδο της Μαδρίτης. Ωστόσο, η όποια ευφορία είχε εξατμισθεί προ πολλού στις Βρυξέλλες, αφού ο Ταγίπ Ερντογάν προειδοποίησε ότι το τουρκικό Κοινοβούλιο δεν πρόκειται να επικυρώσει την ένταξη των δύο χωρών εάν οι κυβερνήσεις τους δεν συμμορφωθούν έμπρακτα με τις τουρκικές αξιώσεις και δεν απελάσουν τους 73 ανθρώπους, κυρίως Κούρδους, που θεωρούνται από την Αγκυρα «συνεργάτες των τρομοκρατών».
Οι παλινωδίες Ερντογάν επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για την αμφίβολη θέση της χώρας του στο δυτικό στρατόπεδο. Επιτέλους, τι άλλο θέλει ο Τούρκος πρόεδρος; Εφυγε από τη Μαδρίτη έχοντας ταπεινώσει δύο ευρωπαϊκές χώρες που υπερηφανεύονταν για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αναγκάστηκαν να υπογράψουν στον σουλτάνο ότι αποτάσσονται το τρομοκρατικό ΡΚΚ και όλες τις παραφυάδες του, ότι θα εξετάσουν γρήγορα τις αιτήσεις απέλασης και θα άρουν το εμπάργκο όπλων που είχαν επιβάλει στην Τουρκία για τις εισβολές της στη βόρεια Συρία.
Επιπλέον, ο Ερντογάν συναντήθηκε με τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος ξέχασε και τους S-400 και τη μη επιβολή της παραμικρής κύρωσης από την Αγκυρα εναντίον της Ρωσίας, για να τον ευχαριστήσει δύο φορές on camera – την πρώτη για τη συμβολή του στο ΝΑΤΟ και τη δεύτερη για τη μεσολάβησή του μεταξύ Κιέβου και Μόσχας για το καυτό θέμα των εξαγωγών σιτηρών. Οπως έγραψε ο Γκίντεον Ράχμαν στους Financial Times, «ο Ερντογάν είναι ένας εκνευριστικός αλλά αναγκαίος σύμμαχος». καθώς, αν φύγει από το Δυτικό στρατόπεδο, η Ρωσία θα γίνει κυρίαρχη δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα και θα ενισχυθεί κατά πολύ στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, η τουρκική αντιπολίτευση είδε με άλλο μάτι τις επιδόσεις του Ερντογάν στη Μαδρίτη. Η Μεράλ Ακσενέρ του εθνικιστικού κόμματος iYi χαρακτήρισε την άρση του τουρκικού βέτο «παραχώρηση ασύμβατη με τα εθνικά συμφέροντα», ενώ ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης του κεμαλικού κόμματος CHP, εγκάλεσε τον Τούρκο πρόεδρο περίπου για μειοδοσία, επειδή συνελήφθη να συνομιλεί στο πόδι με τον Νίκο Αναστασιάδη και κατηγόρησε τον Ερντογάν ότι είναι «λιοντάρι στο εσωτερικό, αλλά αρνί στο ΝΑΤΟ».
Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Ολα δείχνουν ότι, ενόψει των εκλογών του 2023, και τα δύο στρατόπεδα παίζουν στο ίδιο γήπεδο, προσπαθώντας να πείσουν τους εκλογείς ότι αυτοί και όχι οι αντίπαλοί τους είναι οι πιο συνεπείς εθνικιστές. Την περασμένη εβδομάδα, ο Κιλιτσντάρογλου προκάλεσε τον Ερντογάν «να αναλάβει δράση για να λύσει το πρόβλημα των στρατιωτικοποιημένων (ελληνικών) νησιών του Αιγαίου, αν το λέει η καρδιά του», ενώ η Ακσενέρ δήλωσε ότι η αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα «έχει φουσκώσει τα μυαλά της Αθήνας», κάτι που καθιστά αναγκαία τη στρατιωτική δράση της Τουρκίας σε Συρία και Λιβύη.
Ο Ερντογάν δεν έχει χάσει ακόμη ούτε τον πολιτικό ρεαλισμό ούτε την προσαρμοστικότητά του όταν βρίσκεται μπροστά σε μείζονες απειλές.
Παρά τον μεγαλοϊδεατισμό του, ο Ερντογάν δείχνει ότι δεν έχει χάσει ακόμη ούτε τον πολιτικό ρεαλισμό ούτε την προσαρμοστικότητά του όταν βρίσκεται μπροστά σε μείζονες απειλές. Και τη στιγμή αυτή η υπ’ αριθμόν ένα απειλή προέρχεται από την οικονομία. Με τον πληθωρισμό να τρέχει με ετήσιο ρυθμό 80%, τη λίρα να έχει χάσει τα δύο τρίτα της αξίας της έναντι του δολαρίου σε ενάμιση χρόνο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών απειλητικά ελλειμματικό, ο κίνδυνος μιας ταπεινωτικής προσφυγής στο ΔΝΤ σε προεκλογική χρονιά είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.
Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που ανάγκασε τον Ερντογάν να καταπιεί την υπερηφάνεια του, να αποκαταστήσει ομαλές σχέσεις με το Ισραήλ και να υποδεχθεί στην Αγκυρα μετά φανών και λαμπάδων τον πρίγκιπα – διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον οποίο μέχρι πρότινος κατηγορούσε ως ηθικό αυτουργό της φρικτής δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Οι κινήσεις αυτές έγιναν δεκτές με ικανοποίηση από την Ουάσιγκτον, όχι όμως και από την τουρκική αντιπολίτευση. Ο Κιλιτσντάρογλου θυμήθηκε το πολύκροτο επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, για να προειδοποιήσει το Ισραήλ ότι «αυτοί που μετέτρεψαν σε μάρτυρες Τούρκους πολίτες σε διεθνή ύδατα πρέπει να ξέρουν ότι θα υπάρξει τίμημα και ότι το θέμα αυτό, σε ό,τι μας αφορά, δεν έχει κλείσει». Ανάλογο ήταν το μήνυμά του προς το Ριάντ: «Η διάπραξη εγκλήματος σε τουρκικό έδαφος έχει και αυτή το τίμημά της. Μπορεί να στριφογυρίζει (ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν) τον Ερντογάν σαν το μικρό του δάχτυλο, αλλά είμαστε μια μεγάλη χώρα και θα υποχρεωθεί να πληρώσει».
Βαθύτερα αίτια
Πίσω από τα προεκλογικά πυροτεχνήματα βρίσκονται βαθύτεροι και μονιμότεροι παράγοντες. Η ντε φάκτο αυτονόμηση των Κούρδων στη βόρεια Συρία και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ήταν δύο τεράστιας σημασίας εξελίξεις, που ενίσχυσαν κατά πολύ την εμβέλεια του αντιδυτικού εθνικισμού στην Τουρκία. Η συμμαχία του Ερντογάν με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί ήταν εκείνη που του επέτρεψε να αλλάξει το Σύνταγμα, να γίνει πρόεδρος – σουλτάνος και να κερδίσει (δύσκολα) τις εκλογές του 2018. Η συμμαχία των κεμαλικών με την «Γκρίζα Λύκαινα» (διέσπασε το κόμμα του Μπαχτσελί) Μεράλ Ακσενέρ βάζει τη σφραγίδα της στην εξαμερή «Εθνική Ενότητα» που φιλοδοξεί να εκτοπίσει τον Ερντογάν στις εκλογές του 2023, στις οποίες, όπως όλα δείχνουν, οι εξάρσεις εθνικισμού θα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Δημοσίευση σχολίου