Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής αποτροπής, που κατά το DP είναι ύψιστης σημασίας και για αυτό έχει καταθέσει συγκεκριμένη άποψη μαζί με δεκάδες αφιερώματα σχετικά, είναι ότι εξακολουθεί εκτός από ψυχολογία, να μην διαθέτει και όπλα αποτροπής. Όπλα ανταποδοτικών πληγμάτων εντός του τουρκικού εδάφους δηλαδή. Θα ήταν τουλάχιστον άστοχο, αν όχι εγκληματικά παραπλανητικό, να υποστηρίξει κανείς ότι οι λιγοστοί πύραυλοι οριζόντιας πλεύσης SCALP-EG της Πολεμικής Αεροπορίας, θα κάνουν τη διαφορά σε μία ελληνοτουρκική σύρραξη. Σημειακή ή γενικευμένη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ομοιότητες στη συμπεριφορά Ρωσίας και Τουρκίας, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
Το τουρκικό πρώτο πλήγμα δεν θα έχει τη μορφή σχηματισμών μαχητικών αεροσκαφών που θα εισέλθουν στον FIR Αθηνών και τον ελληνικό εναέριο χώρο για να πλήξουν στόχους στο έδαφος ή την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτά είναι σενάρια άλλων εποχών που καλό είναι αν δεν τα αφήσουμε πίσω μας, να τα θέσουμε τουλάχιστον σε δεύτερο πλάνο. Διότι παρόλο που το διπλωματικό κόστος θα ήταν πολύ υψηλό, το σενάριο που ακολουθεί δεν μπορεί να μας βρει απροετοίμαστους.
Το τουρκικό πρώτο πλήγμα θα είναι καταιγιστικό και θα έχει τη μορφή “βροχής” βαλλιστικών πυραύλων Yildirm I & II (εγχώριας κατασκευής έκδοχο του κινεζικού Β-611) και BORA (αναπτύχθηκε από τη Roketsan με CEP 10-12 μέτρων και βεληνεκές μεγαλύτερο των 300 χιλιομέτρων) σε ελληνικές αεροπορικές βάσεις στη νησιωτική και την ηπειρωτική χώρα, στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας, καθώς και σε εγκαταστάσεις των μονάδων του Δ΄ Σώματος Στρατού στη Θράκη.
Δεν περιλαμβάνουμε φυσικά τις κρίσιμες υποδομές της χώρας (οδικές αρτηρίες, γέφυρες, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος…) και όλα αυτά που θα γίνουν χωρίς η ελληνική πλευρά να μπορεί να αμυνθεί αφενός και να σταματήσει αυτές τις επιθέσεις και αφετέρου χωρίς να μπορεί φυσικά να τις ανταποδώσει, για να προκαλέσει αντίστοιχο βαρύ κόστος στην Τουρκία. Κόστος που θα μπορούσε να την υποχρεώσει σε συμβιβασμούς ή ακόμα και αποδοχή ήττας.
Το σενάριο αυτό δεν είναι φανταστικό. Το βλέπουμε να εξελίσσεται τους τελευταίους τέσσερις μήνες στην Ουκρανία. Η Τουρκία με σημαντική εμπλοκή της Roketsan και αδιαφορώντας για τους αμερικανικούς εξοπλιστικούς σχεδιασμούς στο πλαίσιο των νατοϊκών υποχρεώσεών της, στράφηκε όπως θα δούμε σε προσεχή ανάλυση, στην Κίνα από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 για την απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων, αναπτύσσοντας και παράγοντας στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τώρα, δικές της εκδόσεις με μεγαλύτερη ακτίνα και ακρίβεια.
Σήμερα απαιτεί από την Ελλάδα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, επιδιώκοντας μεταξύ πολλών άλλων το να διασφαλίσει ότι ακόμα και τα παράλια της Μικράς Ασίας δεν πρόκειται να δεχθούν πυραυλικές επιθέσεις, σε περίπτωση που αποφασίσει να “ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου”. Επιδιώκει δηλαδή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα της επιτρέψουν να επιτεθεί με τα μέγιστα καταστροφικά αποτελέσματα χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις και οι υποδομές της ίδιας να διατρέξουν τον παραμικρό κίνδυνο.
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα η Ελλάδα εξακολουθεί να αδρανεί. Δεν έχει δηλαδή πράξει απολύτως τίποτα για να την ανατρέψει. Το πυραυλικό δυναμικό εδάφους-εδάφους της Τουρκίας λοιπόν (περισσότερες από 500 μονάδες) είναι το πραγματικό και μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, μεταξύ πολλών άλλων.
Η χώρα μας μπορεί να πέρασε από το “θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία”, σε μία προσπάθεια επανεξοπλισμού των Ενόπλων της Δυνάμεων, αλλά ακόμα και σήμερα συντηρεί τη νοοτροπία της πελατειακής σχέσης με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τον αμερικανικό παράγοντα.
Αποφεύγει έτσι συστηματικά να αναγνωρίσει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον κανέναν ουσιαστικό έλεγχο επί μιας αποφασισμένης Τουρκίας και ως εκ τούτου αποφεύγει το ίδιο συστηματικά να χτίσει άμυνα (και επίθεση…) με βάση τα νέα δεδομένα. Αν δεν το απέφευγε, η πρώτη της ενέργεια θα ήταν να αναζητήσει στη διεθνή αγορά νέα ραντάρ επιτήρησης με ικανότητα εντοπισμού και εγκλωβισμού βαλλιστικών πυραύλων, σε συνδυασμό με αντιβαλλιστικά πυραυλικά συστήματα.
Παράλληλα θα έπρεπε να αναζητήσει πυραύλους οριζόντιας πλεύσης και βαλλιστικούς προς άμεση ένταξη σε υπηρεσία. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο και να δεν μας αρέσει. Εναλλακτικές πηγές τέτοιου είδους εξοπλισμών υπάρχουν και θα τις εξετάσουμε σε ξεχωριστό αφιέρωμα. Το μεγάλο ζήτημα είναι να αποφασίσουμε να το κάνουμε. Εναλλακτικές υπάρχουν και μάλιστα πολλές. Η αμερικανική με τη μορφή του MGM-140 ATACMS βρίσκεται ήδη σε υπηρεσία στον Ελληνικό Στρατό.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη (!) μέσω αποστολής LOR στις ΗΠΑ, ζητήσει τον εκσυγχρονισμό των πυραύλων τύπου MGM-140A Block 1A (M39A1) που διαθέτει (βεληνεκούς 165 χιλιομέτρων) στο επίπεδο MGM-168 Block 4A που υλοποιεί ο Στρατός των ΗΠΑ για τους δικούς του πυραύλους ATACMS, αυξάνοντας το βεληνεκές στα 300 χιλιόμετρα.
Κι επειδή δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου για να αναζητήσουμε το γιατί δεν έχει υπάρξει ελληνικό αίτημα (προφανώς η αγορά τριών ακόμη ελικοπτέρων MH-60R και των ισάριθμων πανάκριβων MQ-9B θεωρήθηκαν πολύ πιο επείγουσες ως εξοπλιστικές ανάγκες…), ή ακόμα περισσότερο επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε την αμερικανική έγκριση αποδέσμευσης, εναλλακτικές υπάρχουν πολλές και στην φίλη και με σαφές κίνητρο να συνδράμει Ινδία, λόγω του Πακιστάν και των σχέσεών του με μια Τουρκία που της δημιουργεί διαρκώς προβλήματα.
Η ελληνοϊνδική στρατηγική συνεργασία θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχθεί στο πεδίο αυτό, από την στιγμή που σε υπηρεσία στον Στρατό της χώρας αυτής βρίσκονται τρεις διαφορετικοί βαλλιστικοί πύραυλοι μικρής (Prahaar), μέσης (Pragati) και μεγάλης (Shaurya) ακτίνας. Επιπρόσθετα έχουν αναπτυχθεί και επίγεια εκτοξευόμενες εκδόσεις του υπερηχητικού – πολυηχητικού αντιπλοϊκού πυραύλου BrahMos. O ισραηλινός LORA από την άλλη πλευρά θα έπρεπε να είναι η απόλυτη προτεραιότητα, ενώ λύση για την Ελλάδα θα μπορούσε να είναι και ο σερβικός Jerina-1 βεληνεκούς 300 χιλιομέτρων.
Σήμερα απαιτεί από την Ελλάδα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, επιδιώκοντας μεταξύ πολλών άλλων το να διασφαλίσει ότι ακόμα και τα παράλια της Μικράς Ασίας δεν πρόκειται να δεχθούν πυραυλικές επιθέσεις, σε περίπτωση που αποφασίσει να “ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου”. Επιδιώκει δηλαδή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα της επιτρέψουν να επιτεθεί με τα μέγιστα καταστροφικά αποτελέσματα χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις και οι υποδομές της ίδιας να διατρέξουν τον παραμικρό κίνδυνο.
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα η Ελλάδα εξακολουθεί να αδρανεί. Δεν έχει δηλαδή πράξει απολύτως τίποτα για να την ανατρέψει. Το πυραυλικό δυναμικό εδάφους-εδάφους της Τουρκίας λοιπόν (περισσότερες από 500 μονάδες) είναι το πραγματικό και μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, μεταξύ πολλών άλλων.
Η χώρα μας μπορεί να πέρασε από το “θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία”, σε μία προσπάθεια επανεξοπλισμού των Ενόπλων της Δυνάμεων, αλλά ακόμα και σήμερα συντηρεί τη νοοτροπία της πελατειακής σχέσης με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τον αμερικανικό παράγοντα.
Αποφεύγει έτσι συστηματικά να αναγνωρίσει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον κανέναν ουσιαστικό έλεγχο επί μιας αποφασισμένης Τουρκίας και ως εκ τούτου αποφεύγει το ίδιο συστηματικά να χτίσει άμυνα (και επίθεση…) με βάση τα νέα δεδομένα. Αν δεν το απέφευγε, η πρώτη της ενέργεια θα ήταν να αναζητήσει στη διεθνή αγορά νέα ραντάρ επιτήρησης με ικανότητα εντοπισμού και εγκλωβισμού βαλλιστικών πυραύλων, σε συνδυασμό με αντιβαλλιστικά πυραυλικά συστήματα.
Παράλληλα θα έπρεπε να αναζητήσει πυραύλους οριζόντιας πλεύσης και βαλλιστικούς προς άμεση ένταξη σε υπηρεσία. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο και να δεν μας αρέσει. Εναλλακτικές πηγές τέτοιου είδους εξοπλισμών υπάρχουν και θα τις εξετάσουμε σε ξεχωριστό αφιέρωμα. Το μεγάλο ζήτημα είναι να αποφασίσουμε να το κάνουμε. Εναλλακτικές υπάρχουν και μάλιστα πολλές. Η αμερικανική με τη μορφή του MGM-140 ATACMS βρίσκεται ήδη σε υπηρεσία στον Ελληνικό Στρατό.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη (!) μέσω αποστολής LOR στις ΗΠΑ, ζητήσει τον εκσυγχρονισμό των πυραύλων τύπου MGM-140A Block 1A (M39A1) που διαθέτει (βεληνεκούς 165 χιλιομέτρων) στο επίπεδο MGM-168 Block 4A που υλοποιεί ο Στρατός των ΗΠΑ για τους δικούς του πυραύλους ATACMS, αυξάνοντας το βεληνεκές στα 300 χιλιόμετρα.
Κι επειδή δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου για να αναζητήσουμε το γιατί δεν έχει υπάρξει ελληνικό αίτημα (προφανώς η αγορά τριών ακόμη ελικοπτέρων MH-60R και των ισάριθμων πανάκριβων MQ-9B θεωρήθηκαν πολύ πιο επείγουσες ως εξοπλιστικές ανάγκες…), ή ακόμα περισσότερο επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε την αμερικανική έγκριση αποδέσμευσης, εναλλακτικές υπάρχουν πολλές και στην φίλη και με σαφές κίνητρο να συνδράμει Ινδία, λόγω του Πακιστάν και των σχέσεών του με μια Τουρκία που της δημιουργεί διαρκώς προβλήματα.
Η ελληνοϊνδική στρατηγική συνεργασία θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχθεί στο πεδίο αυτό, από την στιγμή που σε υπηρεσία στον Στρατό της χώρας αυτής βρίσκονται τρεις διαφορετικοί βαλλιστικοί πύραυλοι μικρής (Prahaar), μέσης (Pragati) και μεγάλης (Shaurya) ακτίνας. Επιπρόσθετα έχουν αναπτυχθεί και επίγεια εκτοξευόμενες εκδόσεις του υπερηχητικού – πολυηχητικού αντιπλοϊκού πυραύλου BrahMos. O ισραηλινός LORA από την άλλη πλευρά θα έπρεπε να είναι η απόλυτη προτεραιότητα, ενώ λύση για την Ελλάδα θα μπορούσε να είναι και ο σερβικός Jerina-1 βεληνεκούς 300 χιλιομέτρων.
Από τη στιγμή που η Τουρκία έχει την επιλογή και τη δυνατότητα να πλήξει οπουδήποτε, οποτεδήποτε εντός της ελληνικής επικράτειας, χωρίς η ελληνική άμυνα να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό και χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί αντίποινα, εμείς δεν έχουμε παρά να πάψουμε να κομπάζουμε για την Πολεμική Αεροπορία που ΘΑ έχουμε σε δέκα ή και περισσότερα χρόνια και να προετοιμαστούμε για το χειρότερο δυνατό σενάριο χωρίς τις αγκυλώσεις και τις νοοτροπίες του παρελθόντος. Που εν πολλοίς είναι και του παρόντος από ότι όλα δείχνουν…
Δημοσίευση σχολίου