Τζήμας Θέμης
Όταν παρατηρεί κανείς τον τρόπο που μεταφέρονται οι ειδήσεις -ή «ειδήσεις»- από τα εγχώρια ΜΜΕ, ο συνδυασμός αμάθειας και επιρροής των ξένων πρεσβειών καθίσταται απολύτως εντυπωσιακός. Ειδήσεις οι οποίες θα έπρεπε να σημάνουν συναγερμό, όπως η επιδείνωση στις σχέσεις Αθήνας-Μόσχας, αντιμετωπίζονται σε επίπεδο μονόστηλου, όταν δεν μπορούν να διαστρεβλωθούν, ενώ άλλες, απολύτως αδιάφορες, κερδίζουν πηχυαίους τίτλους.
Η είδηση της συμπερίληψης της Ελλάδας, στις μη φιλικές προς τη Ρωσία χώρες, για πρώτη φορά μετά από 200 χρόνια ύπαρξης του νεότερου ελληνικού κράτους, αποτελεί συγκλονιστική και άκρως επικίνδυνη εξέλιξη, η οποία αντιμετωπίστηκε από τα ΜΜΕ σχεδόν αδιάφορα. Ακόμα χειρότερα, στο πλαίσιο του ελέγχου των ΜΜΕ, η ρωσική παρουσία σε σχέση με τον Ελληνισμό εμφανίζεται ως είτε ανύπαρκτη, είτε αρνητική.
Έχει προκύψει δε, όχι από κάποιο ρωσικό καπρίτσιο, αλλά επειδή η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να έχει υποστεί επιθετικότητα από τη Ρωσία, ενεργεί επιθετικές κινήσεις εναντίον της τελευταίας, οι οποίες φτάνουν μέχρι την αποστολή όπλων προκειμένου να σκοτώνονται Ρώσοι στρατιώτες. Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές κυβερνήσεις, την Τουρκία, το κράτος δηλαδή το οποίο όντως ενεργεί κινήσεις επιθετικότητας κατά της πατρίδας μας, την χρηματοδοτούν δια της ΕΕ.
Η κατηγοριοποίηση της Ελλάδας από τη Ρωσία ως εχθρικής χώρας δεν αποτελεί απλώς ιστορικό ανάλογο κατά ένα μέρος, των όσων έλαβαν χώρα πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή και συνέτειναν σε αυτήν. Συνιστά -και αυτό είναι το σημαντικότερο- ολοκληρωτική ανατροπή μεγάλου μέρους, των θεμελίων πάνω στα οποία χτίζεται ιστορικώς η εθνική ασφάλεια του Ελληνισμού.
Ακόμα και το «ανήκομεν εις την Δύσιν», προκειμένου να υλοποιηθεί με στοιχειώδη έστω εγγύηση ασφαλείας θα πρέπει να διαθέτει τη Ρωσία ως περισσότερο φιλική προς εμάς από όσο προς την Τουρκία. Θα πρέπει πάντοτε η Ρωσία- ακόμα και στο πλαίσιο αυτού του αυτοκαταστροφικού και αθλίου δόγματος πατρωνίας της Ελλάδας- να είναι βέβαιη πως μια έστω δυτικόφιλη Ελλάδα είναι προτιμότερη από μια πολύ ισχυρή Τουρκία και επομένως να έχει λόγο να παρεμποδίσει την τουρκική επιθετικότητα, στο βαθμό που αναλογεί προς τη Ρωσία, όποτε οι ΗΠΑ δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εμποδίσουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Το ρήγμα στις ελληνορωσικές σχέσεις
Η καταστροφή των σχέσεων της Ρωσίας με την Ελλάδα, σημαίνει ότι για τη Ρωσία, έστω πρόσκαιρα και έστω με αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα επιζήμιο και για την ίδια τη Ρωσία, η ισχυροποίηση της Τουρκίας είναι αποδεκτή εις βάρος της ελληνικής ασφάλειας. Άρα αν οι ΗΠΑ δεν μπορούν ή δεν θέλουν να σταματήσουν την Τουρκία –για την ακρίβεια επειδή δεν μπορούν και δεν θέλουν– από την έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, δεν θα μας συμπαρασταθεί καμία μείζονα δύναμη.
Πρέπει να κατανοήσουμε μια λεπτή αλλά κρίσιμη διαφορά: πράγματι, από τον Κριμαϊκό πόλεμο και έπειτα, η Ελλάδα έφυγε οριστικά από την ρωσική σφαίρα επιρροής. Ουδέποτε όμως, ειδικά με τη Ρωσία, βρέθηκε σε ευθεία εχθρότητα. Ακόμα και στις χειρότερες μέρες του Ψυχρού Πολέμου, οι δίαυλοι ήταν ανοιχτοί και κατά καιρούς εξαιρετικά ευνοϊκοί για τα δεδομένα των εποχών εκείνων.
Ακόμα περισσότερο, ο Ελληνισμός συνολικώς, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία κατεξοχήν, διατηρούσε μια φιλικότατη σχέση. Οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να την κάνουν ό,τι ήθελαν και να επιβάλλουν τη διχοτόμηση την οποία σχεδίαζαν. Εξ ου και έφεραν τη χούντα στην Ελλάδα, τον αφοπλισμό της Κύπρου σε ό,τι αφορούσε την ελληνική μεραρχία και κατόπιν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την ολοκλήρωση της προδοσίας της Κύπρου, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.
Αλλά και σε άλλες στιγμές, τόσο σε σχέση με την Ελληνική Δημοκρατία, όσο και με την Κυπριακή Δημοκρατία, η ευνοϊκή σχέση με τη Ρωσία αποτέλεσε και θα αποτελούσε ακόμα περισσότερο στο μέλλον, εξισορροπητικό παράγοντα, ως προς τις φιλικές προς την Τουρκία από στρατηγικής άποψης, τάσεις των ΗΠΑ. Αυτός ο εξισορροπητικός παράγοντας έχει καταστραφεί.
Η Τουρκία μιλά με όλους
Η Τουρκία, ως προς την Ελλάδα, αυτήν τη στιγμή έχει τα νώτα της φυλαγμένα. Οι δε, ΗΠΑ, πέραν του ότι δεν θα θυσιάσουν την Τουρκία για την Ελλάδα, έχουν έναν πόλεμο στον οποίο ηττώνται -Ουκρανία- έναν πόλεμο που απειλείται- με Κίνα- έναν και βιολογικώς αδύναμο πρόεδρο- Μπάιντεν- και μια σειρά ηττών, οι οποίες έχουν ήδη συρρικνώσει δραματικά την ισχύ τους, ιδίως στην περιοχή μας. Σαφώς και δεν θέλουν μια σύγκρουση Τουρκίας και Ελλάδας. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να επιβάλλουν την αποτροπή της, χωρίς τουλάχιστον υποχωρήσεις από ελληνικής πλευράς, πολύ μεγαλύτερες και από εκείνες των Ιμίων.
Ακόμα και οι περιφερειακές μας συμμαχίες αποδεικνύονται πύργος από τραπουλόχαρτα. Το Ισραήλ έχει να αντιμετωπίσει το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Μαζί με τη Σαουδική Αραβία, μας σέρνουν στη στράτευση έναντι των δικών τους αντιπάλων. Η Τουρκία δεν βρίσκεται ως αντίπαλος, στο πεδίο ενδιαφέροντος καμίας εξ αυτών των χωρών. Αν κάτι σταματά την Τουρκία, είναι οι περιπέτειές της στα ανατολικά της και βεβαίως οι ελληνικές δυνατότητες. Όσο βεβαίως, οι τελευταίες φαντάζουν απειλητικές, δεδομένης της υποχωρητικότητας στο πεδίο, από πλευράς μας, ήδη από το 2020.
Ταυτοχρόνως, η Τουρκία έχει θέσει με σαφήνεια το εύρος των στοχεύσεών της: έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πόρων του Αιγαίου στις διαφιλονικούμενες περιοχές με την Ελλάδα, αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου, κηδεμονία επί της Δυτικής Θράκης. Δεν έχει κανένα νόημα ο καθημερινός σχολιασμός δηλώσεων. Η στρατηγική είναι εδώ και εκδηλώνεται.
Στο βαθμό λοιπόν κατά τον οποίο οι διπλωματικές σχέσεις διαδραματίζουν ρόλο -και διαδραματίζουν- η Τουρκία μιλά με όλους, έστω ως δυσάρεστος, πλην αναγκαίος εταίρος, ενώ η Ελλάδα με περίπου τους μισούς σημαντικούς για την περιοχή μας, δρώντες. Πρόκειται για ολέθρια ανισορροπία. Αυτές οι ανισορροπίες είναι μοιραίο κάποια στιγμή να κοστίσουν. Η ώρα αυτή πλησιάζει και μαζί της η στιγμή κατά την οποία η πολυκομματική, αμερικανοκρατούμενη, νέα εθνικοφροσύνη θα καταρρεύσει.
Δημοσίευση σχολίου