Γκαρτζονίκας Παναγιώτης
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μας προσφέρει τη δυνατότητα να αντλήσουμε χρήσιμα στοιχεία για την ελληνοτουρκική σύγκρουση. Πριν αναφερθούμε στην ελληνική στρατηγική, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τα στοιχεία του αιφνιδιασμού και της κινητοποίησης. Σήμερα είναι δύσκολο μία χώρα να κρύψει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες, επειδή όλες οι κινήσεις εντοπίζονται. Εκείνο, όμως, που είναι δύσκολο να διαγνωσθεί είναι οι εχθρικές προθέσεις, τι πραγματικά σκοπεύει να πράξει ο αντίπαλος.
Ο Πούτιν είχε ανακοινώσει τις προθέσεις του ήδη από το 2007 και τις επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Ωστόσο, ακόμη και τους τελευταίους μήνες πριν την εισβολή στην Ουκρανία, όταν οι στρατιωτικές προετοιμασίες της Ρωσίας ήταν πασίγνωστες, πολλοί σε Ευρώπη και Αμερική δεν πίστευαν ότι η πραγματική πρόθεση του Πούτιν ήταν να εισβάλει στην Ουκρανία, διότι δεν το θεωρούσαν λογικό, για την ακρίβεια σύμφωνο με τη δική τους λογική. Τον αντίπαλο όμως δεν μπορούμε να τον κρίνουμε με τα δικά μας κριτήρια, δηλαδή τι θα κάναμε εμείς αν ήμασταν στη θέση του, αλλά με τον τρόπο που σκέφτεται ο ίδιος.
Επιπλέον, δεν είναι υποχρεωτικό ένα κράτος να δράσει όπως είχε δράσει τις προηγούμενες φορές. Επειδή μέχρι τον προηγούμενο Φεβρουάριο η Ρωσία στη Γεωργία, την Κριμαία και τη Συρία είχε χρησιμοποιήσει ελάχιστα στρατιωτικά μέσα, σε συνδυασμό με μη στρατιωτικά, στη Δύση αναπτύχθηκαν ολόκληρες θεωρίες ότι ο ρωσικός τρόπος πολέμου πλέον είναι υβριδικός. Μιλούσαν για το δόγμα Γερασίμοφ και διάφορα άλλα. Όλα αυτά βέβαια ανατράπηκαν εκ βάθρων, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία με μεγάλο μέρος της στρατιωτικής της ισχύος.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, τόσο ο Ερντογάν όσο και άλλοι αξιωματούχοι έχουν διακηρύξει τις προθέσεις τους προς όλες τις κατευθύνσεις και τελευταία μάλιστα με έμφαση. Το ότι η “Γαλάζια Πατρίδα” αποτελεί τον διακηρυγμένο στόχο και το εθνικό αφήγημα της Τουρκίας οφείλει να μη μας αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Καθησυχαστικές απόψεις που διακινούνται στο δημόσιο λόγο ότι οι δηλώσεις γίνονται για εσωτερική κατανάλωση, ότι ο Ερντογάν έχει εκλογές ή είναι στριμωγμένος και διάφορα άλλα καταπραϋντικά, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.
Βεβαίως η Τουρκία θα προβεί σε επιθετική ενέργεια όταν κρίνει την περίσταση ευνοϊκή και αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί. Εξάλλου, όπως και με τη Ρωσία, δεν είναι υποχρεωτικό μία επιθετική ενέργεια εκ μέρους της να ακολουθήσει το μοτίβο των Ιμίων, δηλαδή ενός θερμού επεισοδίου. Διότι στη δημόσια συζήτηση επικρατεί η αντίληψη ότι θα προηγηθεί ένα επεισόδιο, όπως η κατάληψη μίας βραχονησίδας, θα δημιουργηθεί κρίση, η οποία θα εξελιχθεί με τηλεφωνήματα πέραν του Ατλαντικού και θα καταλήξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή σε πόλεμο. Δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να ακολουθήσει αυτό το μοτίβο, χωρίς να γνωρίζουμε και πώς ακριβώς θα ξεδιπλωθεί. Πάντως, όπως και στην περίπτωση της Ρωσίας, ο αιφνιδιασμός μπορεί να επιτευχθεί όχι με τη μυστικότητα, αλλά επειδή θα παρουσιάζεται πολύ φανερός και πολλοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι αληθινός.
Ο παράγοντας κινητοποίηση
Ο πόλεμος είναι εθνικό εγχείρημα και η επιτυχημένη διεξαγωγή του απαιτεί τη διάθεση όλων των εθνικών πόρων, δεν είναι απλά μία υπόθεση του στρατού. Ο πόλεμος απαιτεί την αφοσίωση όλης της κοινωνίας και την εκμετάλλευση κάθε διαθέσιμης πηγής ισχύος. Προϋπόθεση βεβαίως για τα παραπάνω είναι η προετοιμασία της κοινωνίας. Οπωσδήποτε η ψυχραιμία είναι απαραίτητη, αλλά ο καθησυχασμός ότι δεν συμβαίνει τίποτε, μπόρα είναι θα περάσει, αντίκειται στην πολεμική προσπάθεια, εκτός και αν υπάρχει βεβαιότητα ότι δεν θα γίνει πόλεμος.
Ένας πόλεμος, ακόμη και όταν έχει περιορισμένο ή αμυντικό πολιτικό σκοπό, όπως η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, απαιτεί την κινητοποίηση όλων των εθνικών πόρων. Ο πόλεμος είναι απρόβλεπτος και μπορεί να ξεκινήσει από μία κρίση, η οποία θα κλιμακωθεί, με απρόβλεπτες συνέπειες και διάρκεια. Οι χώρες της Δύσης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο διεξήγαγαν πολέμους επιλογής με μικρές επαγγελματικές δυνάμεις. Παρά ταύτα, ένας πόλεμος υψηλής έντασης μεταξύ δύο κρατών απαιτεί μεγάλες δυνάμεις και τεράστια κινητοποίηση.
Η Ρωσία και η Ουκρανία, όπως διαπιστώνουμε, δεν προέβησαν σε εκτεταμένη κινητοποίηση και κινδυνεύουν να μείνουν από εφεδρείες, όσο ο πόλεμος παρατείνεται. Οι Ρώσοι μάλιστα, που προετοίμαζαν επί χρόνια την επίθεση, ανακάλυψαν ότι δεν μπορείς να διεξάγεις πόλεμο ευρείας κλίμακας με ένα στρατό ειρηνικής συνθέσεως. Σε τέτοιους πολέμους οι επαγγελματικοί στρατοί, οι οποίοι κατ’ ανάγκην είναι μικροί, φθείρονται εύκολα και είναι δύσκολο να αντικατασταθούν, αν δεν υπάρχει υποχρεωτική στράτευση.
Οι απώλειες, σε υψηλής έντασης μηχανοκινήτους πολέμους μεταξύ περίπου ισοδυνάμων αντιπάλων είναι πολύ μεγάλες, σε αντίθεση με επιχειρήσεις εναντίον ανταρτών. Η Ρωσία, παρότι έχει μέχρι τώρα μεγάλες απώλειες εμμένει στην επίτευξη των στόχων της. Αν και ο ρωσικός στρατός δεν είναι πλέον ο Κόκκινος Στρατός, συνεχίζει μία παράδοση αντοχής στις μεγάλες απώλειες, αν αναλογιστούμε ότι από τον Ιούνιο του 1941 έως τον Μάιο του 1945, ο τελευταίος βίωνε καθημερινά κατά μέσο όρο 20.000 νεκρούς. Και για να έχουμε μεγέθη πιο συγκρίσιμα με τα δικά μας, στις 19 ημέρες που διήρκεσε ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ το 1973, οι Ισραηλινοί είχαν περίπου 150 νεκρούς την ημέρα και οι Άραβες πολύ περισσότερους.
Η ελληνική στρατηγική
Η τουρκική απειλή έχει εκφραστεί ποικιλοτρόπως, σε όλους τους τόνους και ειδικά το τελευταίο διάστημα. Η απειλή χρειάζεται να αντιμετωπιστεί και δεν πρόκειται να εξαφανιστεί με ξόρκια, “ψυχραιμία”, κατάρες ή με ευχές να μην τύχει η στραβή στη βάρδια μας. Το πώς θα εκδηλωθεί δεν γνωρίζουμε και επαναλαμβάνουμε ότι δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει το μοτίβο του θερμού επεισοδίου τύπου Ιμίων. Είναι εξαιρετικής σημασίας το γεγονός ότι η χώρα άρχισε να εξοπλίζεται και τα τελευταία προγράμματα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, μετά την υπερδεκαετή εξοπλιστική “ξηρασία”.
Εξάλλου, αν δεν υπήρχε η αποτρεπτική ισχύς των ενόπλων μας δυνάμεων, η Τουρκία πολύ πιθανόν να είχε αποπειραθεί κάποια σοβαρή ενέργεια εναντίον μας. Ωστόσο ο πόλεμος δεν είναι ένα άθροισμα οπλικών συστημάτων. Τα όπλα είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη επιτυχούς διεξαγωγής του πολέμου. Για να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή, η χώρα χρειάζεται στρατηγική, για να μην αντιδρά σπασμωδικά και αποσπασματικά κάθε φορά.
Η χώρα στερείται ενός οργάνου παραγωγής στρατηγικής, όπως θα ήταν το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, παρότι εδώ και χρόνια υποστηρίζεται η δημιουργία του –από ειδικούς και μη– και κανένα κόμμα δεν διαφωνεί. Οι πολιτικοί δίνουν την εντύπωση ότι προτιμούν να λαμβάνουν αποφάσεις με ένα κλειστό κύκλο συμβούλων και όχι μέσα από μία καθορισμένη διαδικασία, με ξεκάθαρους ρόλους και αρμοδιότητες και το κυριότερο, με τήρηση πρακτικών.
Πάντως και χωρίς Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, η χώρα χρειάζεται στρατηγική με ορίζοντα που θα υπερβαίνει τη διάρκεια της θητείας μίας κυβέρνησης. Η τουρκική απειλή υπάρχει εδώ και χρόνια, θα συνεχίσει να ροκανίζει την εθνική μας κυριαρχία και δεν προβλέπεται να εκλείψει στο επόμενο διάστημα. Αν καταφέρνει δε να πετυχαίνει τους στόχους της με απειλές, δεν χρειάζεται να καταφύγει σε πόλεμο. Θεωρούμε πρωτίστως ότι η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία, διότι μέχρι στιγμής η χώρα μας αντιδρά στις κινήσεις της Τουρκίας. Εκτιμούμε ότι δύο από τα ζητήματα που χρειάζεται η Ελλάδα να αναλάβει την πρωτοβουλία, μπορούν να είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων και η απαγόρευση των παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου.
Βεβαίως και δεν εννοούμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει αύριο, όταν μάλιστα έχουμε ανεχθεί τις παραβιάσεις για δεκαετίες και δεν έχουμε τολμήσει να αυξήσουμε το εύρος των χωρικών μας υδάτων επίσης για δεκαετίες. Για να υλοποιηθούν τέτοιες ενέργειες απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και προετοιμασία για την επιλογή του κατάλληλου χρόνου. Αν δεν το πράξουμε όμως και περάσουν κι άλλες δεκαετίες, θα γίνουν σαν τις γερμανικές αποζημιώσεις, για τις οποίες ισχυριζόμαστε μεν ότι δεν έχουμε απεμπολήσει τα δικαιώματά μας, εν τούτοις σε λίγο θα συμπληρωθούν εκατό χρόνια από τη γερμανική κατοχή.
Δημοσίευση σχολίου