Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Μπορεί η Ελλάδα να είναι η μεγαλύτερη ναυτιλιακή δύναμη παγκοσμίως, η 28η στρατιωτική δύναμη και η 20η σε αεροπορική μεταξύ 137 χωρών, όμως η γεωπολιτική επιρροή της παραμένει ανεκμετάλλευτη σε επίπεδο αξιοποίησης της παρουσίας της ανά τον κόσμο, αφού αρκείται στο κοστούμι που έκοψαν κι έρραψαν γι’ αυτήν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι Σύμμαχοι.
Αυτό του παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο (μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον), ο οποίος επιδιώκει σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασίας με τις χώρες της ευρύτερης περιοχής και παραμένει δεσμευμένος ιστορικά και διαχρονικά στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με οδηγό το θέσφατο ”Ανήκομεν εις την Δύσιν”.
Όλα τα παραπάνω ωστόσο δεν προοικονομούν από μόνα τους τη συντήρηση και αναβάθμιση του Ελληνισμού ανά τον κόσμο, ειδικά σε περιοχές όπου αντιμετωπίζει κινδύνους. Γι’ αυτό και είναι πιο ορατή από ποτέ η υποτονική παρουσία της Ελλάδας ακόμα και σε επίπεδο πολιτιστικής γεωπολιτικής.
Ασφαλώς, η χώρα μας παραμένει γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά ακοίμητη φρουρός των νοτιο-ανατολικών συνόρων της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην περιοχή συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή, το Ισλάμ και τη Ρωσία.
Όμως τις ευκαιρίες που συνεπάγονται απ’ τα κεκτημένα αυτά δεν τις εκμεταλλεύεται και δεν τις μεγιστοποιεί όσο η εθνική της στρατηγική είναι ”εξάρτημα” της στρατηγικής των Συμμάχων και αφήνει ακάλυπτο τον εκτός Ελλάδας Ελληνισμό, όπως αυτός της Αζοφικής που σκόρπισε ήδη στους πέντε ανέμους την προσφυγιά του με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Δεν τις εκμεταλλεύεται και δεν τις μεγιστοποιεί όσο η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αξιοποιήσει την γεωπολιτική προστιθέμενη αξία της και δεν θέλει ή δεν μπορεί να προσαρμόσει στα συμφέροντα της Ελλάδας και των ελληνικών μειονοτήτων όπου γης στις ξαφνικές αλλαγές της Εξωτερικής πολιτικής των Μεγάλων (ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας). Αλλαγές που έχουν μεταβάλλει ήδη σταθερές δεκαετιών στο διεθνές σύστημα και επηρεάζουν ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Με δεδομένα αυτά, φυσικό είναι να βιώνει ο Ελληνισμός (ειδικά αυτός της Γηραιάς Ηπείρου η οποία έχει μετατραπεί κατά τα τελευταία κυρίως χρόνια σε θέατρο φανερών και κρυφών εθνοτικών και εμπόλεμων συγκρούσεων) περιόδους μεγάλης οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Κι αυτή η αβεβαιότητα προκαλεί κλυδωνισμό στους εκπροσώπους του Ελληνισμού σε τμήματα της Ευρώπης που έχουν ενταχθεί προ 30ετίας (βλ. διάλυση ΕΣΣΔ) στον κόσμο του Δυτικού ορθολογισμού, ο οποίος τους έφερε πιο κοντά στην τρισυπόστατη φυσιογνωμία της μητέρας-πατρίδας: την ευρωπαϊκή, τη βαλκανική και την μεσογειακή.
Το δυστύχημα είναι ότι — αν και η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αποικιοκρατική δύναμη κατά την Νεότερη Ιστορία της και είχε εξασφαλίσει την εύφημο μνεία για την καλή επικοινωνία της όχι μόνο με τον κόσμο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, αλλά και με τον μεγάλο παίκτη του διεθνούς γίγνεσθαι (τη Ρωσία) ως Ορθόδοξο κράτος στέρεα τοποθετημένο στη Δύση — αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή, λόγω κακής κυβερνητικής επιλογής και διπλωματικής ακαμψίας, την πλήρη ρήξη των ελληνορωσικών σχέσεων (κάτι το οποίο επεδίωκαν από χρόνια οι ΗΠΑ).
Και αυτό μεν το γεγονός… ανταμείφθηκε σε προσωπικό και κυβερνητικό επίπεδο με την πρόσκληση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ (16 Μαΐου), προκάλεσε όμως έντονη δυσαρέσκεια στους ελληνικής καταγωγής φιλορώσους της Ουκρανίας, της Κριμαίας και της Ρωσίας οι οποίοι διατηρούσαν – όπως και η Ελλάδα κατά το παρελθόν — καλές, λειτουργικές και αμοιβαία παραγωγικές σχέσεις με την τελευταία.
Πολύ περισσότερο όταν η ρήξη Ελλάδας-Ρωσίας έχει πολλαπλές προεκτάσεις άμεσα συνδεδεμένες με τον ενεργειακό και εν όπλοις ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Πίσω απ’ τις σήτες καπνού του τελευταίου οι ελληνικής καταγωγής μειονοτικοί της Ουκρανίας, της Κριμαίας και της Ρωσίας ατενίζουν με θλίψη και μελαγχολία το κενό του Ελληνισμού της Αζοφικής μετά τη ρωσική εισβολή.
Κι αυτό γιατί προβλέφτηκαν ασφαλείς διέξοδοι για τους ελληνόφωνους, αλλά όχι για τους ρωσόφωνους μειονοτικούς πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να βρουν οι τελευταίοι άσυλο στις ανεξάρτητες δημοκρατίες του Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ ή στη Ρωσία, απ’ όπου είχαν ”αποδράσει” οι πρόγονοί τους μετά την στοχοποίησή τους από τον Στάλιν το ’37 (απαγόρευση ελληνικής σοβιετικής παιδείας, κλείσιμο ελληνικών σχολείων, κομματικών τυπογραφείων και κατάργηση της αυτονομίας αυτόνομων σοβιετικών ελληνικών περιοχών, παράλληλα με εξορία Ελλήνων στη Σιβηρία και εκτελέσεις χιλιάδων μετά από δίκες-παρωδία).
Αυτό το κενό των ρωσόφωνων Ελλήνων που εγκατέλειψαν λόγω πολέμου τις εστίες τους χωρίς προστασία και καθοδήγηση (αν και ήταν ο αρχαιότερος λαός που κατοίκισε την Ουκρανία με μητροπολιτικό κέντρο την Κριμαία) δεν δείχνει διάθεση να το καλύψει η ελληνική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος — σε κάθε ευκαιρία — δεν παύει να ρίχνει λάδι στη φωτιά των ελληνορωσικών σχέσεων αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα έχει ο αντιρωσισμός του στους ρωσόφωνους Έλληνες της Ουκρανίας και της Ρωσίας, αλλά και σε Ελλάδα (Αιγαίο) και Κύπρο (Κυπριακό), αφού ήδη είχαμε δείγματα έντονης δυσαρέσκειας, ενδεικτικά της αλλαγής στάσης της Ρωσίας (βλ. δήλωση Ζαχάροβας: ”Σας βοηθήσαμε στη δημιουργία του κράτους σας κι εσείς απελάσατε Ρώσους διπλωμάτες).
Η βιασύνη να προλάβουμε να καταδικάσουμε με δριμύτητα την εισβολέα Ρωσία για να τιμωρήσουμε μέσω αυτής την τουρκική εισβολή του ’74, αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο την αναθεωρητική και ατιμώρητη έκτοτε Τουρκία, ήταν η πιο αποτυχημένη στρατηγική που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε.
Κι αυτό γιατί, τυχόν αναθεώρηση των συνόρων στην Ουκρανία (πράγμα πολύ πιθανόν σε περίπτωση καθαρής επικράτησης της Ρωσίας), θα δώσει το πράσινο φως στην Τουρκία και τους ΝΑΤΟϊκούς φίλους της για αλλαγή του status quo των Διεθνών Συνθηκών (Λωζάνης, 1923-Παρισίων, 1947) στο Αιγαίο. Και σ’ αυτό δε θα ‘χει καμιά αντίρρηση, φυσικά, η εχθρικά κείμενη πλέον απέναντι στην Ελλάδα Ρωσία…
”Στην πατρίδα του Παβλόφ ξέρουν να χειρίζονται καλά τα αυθόρμητα αντανακλαστικά”, πιπιλίζουν σαν καραμέλα την δυτική προπαγάνδα κάποια ελληνικά ΜΜΕ τα οποία χαρακτηρίζουν ρωσική προπαγάνδα την αλήθεια για τις διώξεις που υφίσταντο προ της ρωσικής εισβολής οι ρωσόφωνοι μειονοτικοί από το Τάγμα ΑΖΩΦ.
Μειονοτικοί ελληνικής καταγωγής, προερχόμενοι απ’ τις ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας (Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Μαριούπολη και Κράματορσκ), οι οποίοι δέχονταν κατ’ επανάληψη επιθέσεις από το εν λόγω ναζιστικό τάγμα (με την ”κάλυψη” της ουκρανικής κυβέρνησης) ακόμα και όταν έρχονταν στο φως της δημοσιότητας οι μαρτυρίες και οι καταγγελίες Ομογενών μας.
Οι ημεδαποί εραστές της αντίληψης ότι είναι καλώς καμωμένα τα συμπαρομαρτούντα της ”μεταδημοκρατίας” της Δύσης — έστω κι αν οι ΝΑΤΟΪκοί βομβαρδισμοί σε βάρος ανεξάρτητων χωρών ηχούν ακόμα στα αυτιά μας (βλ. Γιουγκοσλαβία 1999) — βιάστηκαν, προφανώς, να ερμηνεύσουν ως ”προβληματικές” τις καταστάσεις αυτές.
Ως ”προβληματική” είχαν χαρακτηρίσει, άλλωστε, και την απόπειρα ”διαγραφής” της ελληνικής μειονότητας απ’ το καθεστώς Ζελένσκι. ”Προβληματική” γιατί ο νόμος-σκάνδαλο που προστέθηκε στο ουκρανικό Σύνταγμα τον Ιούλιο του ’21 εισήγαγε — χάρη στο μακρύ χέρι της φίλα προσκείμενης στην κυβέρνηση Ζελένσκι Άγκυρας — μια τεχνητή διάκριση ανάμεσα σε ”μειονότητα που διαθέτει κράτος και όχι”.
Έτσι η ουκρανική νομοθεσία λειτούργησε ευεργετικά για τις αυτόχθονες εθνικές μειονότητες των Τατάρων της Κριμαίας, των τουρκόφωνων Εβραίων, των Καραϊτών και των Κρουμτσάκων, ενώ άδικα και υπονομευτικά για την ελληνική μειονότητα της Ουκρανίας η οποία βρίσκεται σε προσφυγική μετακίνηση με την έναρξη του πολέμου (όπως και οι υπόλοιποι Ουκρανοί άμαχοι).
Βρίσκεται σε προσφυγική μετακίνηση στην προσπάθειά της να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από τα θέατρα των συγκρούσεων με προορισμό την Ελλάδα (για τους Ελληνόφωνες) και τις περιοχές του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ ή της Ρωσίας (για τους ρωσόφωνους ελληνικής καταγωγής αποδήμους).
Η ελληνική μειονότητα, βλέπετε, ήταν μεταξύ των μειονοτήτων που εξαιρέθηκαν της ουκρανικής ”προστασίας” για τους αυτόχθονες, επειδή διαθέτει κράτος (το ελληνικό), έστω κι αν η αυτόχθονη παρουσία της εκεί ανάγεται στον 7ο αιώνα πΧ, σε αντίθεση με αυτή των Τατάρων η οποία ανάγεται στον 13ο.
Κάτι που είχε επισημάνει (αφήνοντας μάλιστα αιχμές για την ειδική σχέση Ουκρανίας-Τουρκίας) και ο Νίκος Δένδιας όταν επισκέφθηκε την Ουκρανία κατά την περίοδο προσθήκης της εν λόγω νομοθεσίας στο ουκρανικό Σύνταγμα, για να μιλήσει στο Συνέδριο για τα 30 χρόνια απ’ την Ανεξαρτησία της (σ.σ μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991 η Ουκρανία αποτελούσε τμήμα της).
Τώρα θα μου πουν οι λίγοι ”δυτικόφρονες” που μετατράπηκαν σε δυτικόδουλους ότι δεν… ”εξαφανίζεται” με τον νόμο αυτό η γηγενής ελληνική μειονότητα της Ουκρανίας, όπως έγραψαν ”κινδυνολογικά” τότε πολλά Μέσα ενημέρωσης και αναδημοσίευσαν στον τρέχοντα χρόνο μετά την ρωσική εισβολή σε αυτήν.
Ναι, δεν εξαφανίζεται, τους απαντώ, με την κυριολεκτική έννοια του όρου όσο υπάρχουν στον ουκρανικό νόμο 5506 νομικές εγγυήσεις για τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των ατόμων και όσο διασφαλίζονται τα πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, γλωσσικά δικαιώματα των μειονοτήτων (αν και αυτό το τελευταίο δεν είμαστε σίγουροι ότι καλύπτει τους ρωσόφωνους Έλληνες ως ”παράπλευρη” απώλεια της ρωσο-ουκρανικής κρίσης).
Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι ο εν λόγω νόμος κάνει ”διάκριση κάλυψης” αφήνοντας απέξω τους Έλληνες (μεταξύ άλλων μειονοτήτων πλην των τουρκογενών Τατάρων), είναι δείγμα του φθίνοντος Ελληνισμού της Αζοφικής Θάλασσας, ο οποίος μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αριθμούσε τους 93.000 ρωσόφωνους (αν και οι ίδιοι υποστηρίζουν πως ο πραγματικός αριθμός τους φτάνει τις 150.000.
Κι’ αυτή η αργή αλλά σταθερή φθορά του (η οποία, αν και επιβεβαιώθηκε από πέρυσι στις εκθέσεις του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ, δεν φαίνεται να συγκίνησε τους ιθύνοντες της κυβέρνησης) θα επιταχυνθεί προϊόντος του χρόνου εξαιτίας της δυσμενούς για τους Έλληνες μειονοτικούς μακροπρόθεσμης στόχευσης της ουκρανικής πολιτικής, στην χάραξη της οποίας θα έχει — πολύ πιθανόν — λόγο και η Τουρκία.
Η Τουρκία η οποία αυτοπροτάθηκε ως υποψήφια εγγυήτρια δύναμη για τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας μετά τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Κάτι που δεν αποκλείεται να συμβεί, καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν την στήριξε στρατιωτικά και ανέλαβε ρόλο ειρηνοποιού-διαμεσολαβητή (με πρόταση του Προέδρου Ζελένσκι) στην ουκρανική κρίση…
Δημοσίευση σχολίου