Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Η γραμμή Ερντογάν στην ουκρανική κρίση είναι ότι η Τουρκία επιθυμεί να διατηρήσει τις καλές σχέσεις της και με τη Ρωσία και με την Ουκρανία. Ουσιαστικά παίζει σε δύο ταμπλό. Η Τουρκία ψήφισε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την καταδίκη της Ρωσίας, αλλά ακολουθεί πολιτική ίσων αποστάσεων. Γι’ αυτό και δεν εφαρμόζει τις δυτικές κυρώσεις ούτε έκλεισε τον εναέριο χώρο της σε ρωσικά αεροσκάφη. Οι αερομεταφορείς της Τουρκίας εξακολουθούν να εξυπηρετούν διαδρομές από και προς ρωσικά αεροδρόμια. Άρα, υπάρχουν σαφέστατες αποκλίσεις της τουρκικής πολιτικής από τη γραμμή της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Η Άγκυρα προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μιας ρητορείας υπέρ της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, προσφερόμενη και να μεσολαβήσει, αλλά αποφεύγει να θίξει τη Ρωσία. Και πράγματι κατάφερε να υπάρξει τριμερής συνάντηση στην Τουρκία του Τσαβούσογλου με τον Ρώσο και τον Ουκρανό ομόλογό του. Το πιθανότερο είναι η συνάντηση αυτή να μην καταλήξει σε κάποια συμφωνία, αλλά η Άγκυρα βγαίνει οπωσδήποτε διπλωματικά ωφελημένη από αυτή την πρωτοβουλία.
Δεν είναι μόνο οι ρωσικοί πύραυλοι S-400 που αγόρασε ο Ερντογάν που τον κάνουν να μην θέλει να βρεθεί απέναντι στην Μόσχα. Η πώληση (και συμπαραγωγή) drones στην Ουκρανία έχει ήδη ενοχλήσει το Κρεμλίνο, όπως και οι μέχρι πρότινος στενές εμπορικές και αμυντικές σχέσεις της Άγκυρας με το Κίεβο. Η Ουκρανία, εξάλλου, δεν είναι το πρώτο θέατρο όπου η Τουρκία και η Ρωσία έχουν αντίθετα συμφέροντα. Το ίδιο συμβαίνει στη Συρία, στη Λιβύη, στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο. Απλά μέχρι τώρα μπορούσαν να τα “θάβουν” ή να βρίσκουν συμβιβασμούς.
Ωστόσο, η Ουκρανία είναι η πιο σημαντική πρόκληση μέχρι σήμερα στην προσπάθεια της Τουρκίας να εξισορροπήσει τη νατοϊκή της ταυτότητα με την εύθραυστη σύμπλευσή της με τη Ρωσία. Δεν είναι μόνο γεωστρατηγικά συμφέροντα που φέρνουν τις δύο χώρες κοντά. Η Τουρκία εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη Ρωσία και σε διάφορα μέτωπα, αλλά και σε βασικούς κλάδους, όπως η ενέργεια και ο τουρισμός.
Παίζει σε δύο ταμπλό
Η Άγκυρα, πάντως, επιμένει να παίζει σε δύο ταμπλό. Κάποιοι σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο εκτιμούν ότι η ουκρανική κρίση θα υποχρεώσει τον “άσωτο υιό” Ερντογάν να επιστρέψει στη Δύση. Την εκτίμηση στηρίζουν στο ότι η Τουρκία θα ανησυχήσει από την αναβίωση της ρωσικής ισχύος, ειδικά στη Μαύρη Θάλασσα και ειδικότερα εάν οι ρωσικές δυνάμεις καταλάβουν την παράκτια ζώνη και αποκόψουν την Ουκρανία.
Ο πρώην Αμερικανός πρεσβευτής στην Τουρκία Τζέιμς Τζέφρι έγραψε πρόσφατα: «Οι ΗΠΑ πρέπει να ενισχύσουν τον τουρκικό στρατό, ξεκινώντας με το πρόσφατο τουρκικό αίτημα για μαχητικά F-16 και έτσι να αναπτύξουν κοινές διπλωματικές προσεγγίσεις ασφαλείας για τη νοτιοανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ». O πρώην αναπληρωτής βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάθιου Μπράιζα (παντρεμένος με Τουρκάλα) δηλώνει ότι ο Ερντογάν θα παίξει ουσιαστικό ρόλο διαμεσολάβησης μετά το τέλος των εχθροπραξιών.
Το πιθανότερο είναι πως αυτά είναι ευσεβείς πόθοι Δυτικών, επειδή άλλα μετράνε πολύ πιο πολύ για τον Ερντογάν. Τα συμφέροντα της Τουρκίας είναι συνυφασμένα με τη Ρωσία σε κρίσιμους τομείς, κυρίως στη Συρία. Εκεί, η Τουρκία θέλει πάση θυσία να αποτρέψει την εμφάνιση ενός κουρδικού κράτους και γι’ αυτό διατηρεί την στρατιωτική πίεση στις κουρδικές δυνάμεις. Για να το επιτύχει πρέπει να λάβει υπόψη τις ρωσικές ευαισθησίες, καθώς η Μόσχα είναι ο πιο σημαντικός εξωτερικός παράγοντας στη Συρία και ως εκ τούτου μπορεί να τορπιλίσει την τουρκική προσπάθεια.
Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία επιδίωξε και κατάφερε να ασκεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, η οποία την έφερε σε σοβαρή απόκλιση από τη Δύση. Θεωρώντας τον εαυτό της κεντρική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, η Άγκυρα έχει αναλάβει πρωτοβουλίες που την οδήγησε σε συχνές και έντονες τριβές με τις ΗΠΑ. Η αγορά των S-400 δεν ήταν το μόνο πρόβλημα, αν και κατέστη το πλέον προβεβλημένο. Η αγορά του εν λόγω αντιαεροπορικού συστήματος συνέπεσε με έναν αυξανόμενο διάλογο μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας που περιλάμβανε κινήσεις για την αναβάθμιση των οικονομικών δεσμών και συζητήσεις για την εμβάθυνση των διπλωματικών και των στρατιωτικών διμερών σχέσεων.
Απίθανη η επιστροφή στη Δύση
Ταυτόχρονα, Τουρκία και Ρωσία έχουν βρεθεί σε αντίθετες πλευρές –όπως προαναφέραμε–σε Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Παρά το γεγονός ότι υποστήριζαν διαφορετικές πλευρές σε αυτά τα μέτωπα, ο Ερντογάν και ο Πούτιν διατήρησαν τον μεταξύ τους διάλογο, επιβεβαιώνοντας το αγγλοσαξονικό ρητό ότι «η πολιτική δημιουργεί περίεργους εραστές». Έτσι, η Άγκυρα υποστηρίζει την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, ο δε Ερντογάν έχει καταγγείλει ευθέως και κατηγορηματικά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, υπερασπιζόμενος τους εκεί Τατάρους.
Παράλληλα, η Τουρκία επιδίωξε να επεκτείνει τις εμπορικές της σχέσεις τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ουκρανία. Έγινε επίσης προσφιλής προορισμός για Ρώσους και Ουκρανούς τουρίστες και μεγάλος εισαγωγέας ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στο βαθμό που αυτός ο πόλεμος επηρεάζει τους διαμορφωμένους αυτούς δεσμούς και ανεβάζει τις τιμές της ενέργειας, η τουρκική οικονομία (με πληθωρισμό άνω του 50%) θα νιώσει τις επιπτώσεις.
Όσο διαρκεί η σύρραξη, κι αν δεν εξελιχθεί σε κάτι ευρύτερο, η Τουρκία κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να επαμφοτερίζει, να παίζει σε δύο ταμπλό, λέγοντας τα απαραίτητα και κάνοντας τα δυνατόν ελάχιστα κατά της Ρωσίας. Το να επιστρέψει, σαν “άσωτος υιός” στη Δύση είναι απίθανο, εκτός αν οι Ρώσοι στραφούν εναντίον της, πράγμα σχεδόν απίθανο, αφού έχουν κάθε κίνητρο να την κρατάνε σε απόσταση από τη Δύση.
Η εξωτερική πολιτική που έχει χαράξει τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια δεν αφήνουν περιθώριο στον Ερντογάν να επιστρέψει στο δυτικό στρατόπεδο. Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό θα σήμαινε ότι μία τέτοια επιστροφή θα οδηγούσε σε ανασύσταση των δικτύων δυτικής επιρροής εντός της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να περιορίσουν τις δικές του κινήσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό και ενδεχομένως να τον υπονομεύσουν. Αυτό είναι μάλλον ασύμβατο με τη νοοτροπία και τις φιλοδοξίες του “σουλτάνου” να αναδείξει την Τουρκία σε πρωτεύουσα περιφερειακή δύναμη.
Ουκρανικό και ελληνοτουρκικά
Αυτό που επηρεάζει την Ελλάδα σε σχέση με την Τουρκία είναι η πορεία των επιχειρήσεων. Αν η ρωσική εισβολή είχε εξελιχθεί σε πόλεμο-αστραπή, όπως ανέμενε ο Πούτιν, ο Ερντογάν ίσως είχε τον πειρασμό να τον μιμηθεί, προκαλώντας σοβαρό θερμό επεισόδιο, ασχέτως αν κάτι τέτοιο του “έβγαινε” ή όχι. Με τις επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού να σκοντάφτουν στην ουκρανική αντίσταση, ο Ερντογάν υποχρεώνεται να κάνει δεύτερες σκέψεις για μία κίνηση που θα διέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και πιθανότατα θα έστρεφε τη Δύση εναντίον της Τουρκίας.
Προς το παρόν, ο Ερντογάν συνεχίζει τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου, παίζοντας με τα φοβικά σύνδρομα των Δυτικών που ακόμη πιστεύουν ότι μπορεί η Τουρκία να παίξει έναν σθεναρό ρόλο κατά της Ρωσίας. Ο ίδιος το εκμεταλλεύεται, προσπαθώντας να επωφεληθεί. Στο πλαίσιο αυτό ζητάει επίμονα την αναβάθμιση των F-16 και επαναδιατυπώνει το αίτημα για επιστροφή στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35. Το αν η Δύση “αγοράσει” το αφήγημα του “σουλτάνου” θα φανεί σύντομα και θα εξαρτηθεί από το πως θα χειριστεί ο Ερντογάν την πολιτική των ίσων αποστάσεων.
Προς το παρόν, πάντως, η Δύση αποφεύγει να στραφεί εναντίον της Τουρκίας παρά την άρνησή της να εφαρμόσει τις κυρώσεις. Αν η αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης, όμως, οξυνθεί περαιτέρω, όπως διαφαίνεται, η πίεση προς την Άγκυρα να αποφασίσει με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει, αναπόφευκτα θα ενταθεί. Αν ο Πούτιν βρει διέξοδο από τις δυτικές κυρώσεις μέσω εναλλακτικών συστημάτων, κατά πάσα πιθανότητα ο Ερντογάν θα συνεχίσει να πατάει σε δύο βάρκες, αναμένοντας να δει από που θα αντλήσει περισσότερα οφέλη και ποιες κινήσεις υπηρετούν το νεοοθωμανικό όραμά του.
Δημοσίευση σχολίου