Του Ζαχαρία Μίχα*
Μια διαρροή από την πλευρά του Κρεμλίνου προκαλεί αίσθηση, σε όσους μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τη συμπεριφορά της Μόσχας: Σύμφωνα με δημοσιεύματα ρωσικών Μέσων που επικαλούνται το ειδησεογραφικό RIA Novosti, η Τουρκία αναμένει ότι η επίσκεψη του Πούτιν τελικώς θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο. Πιθανώς στις 14 του μηνός, σύμφωνα με όσα δήλωσε διπλωματική πηγή. «Η ημερομηνία θα δημοσιοποιηθεί τις επόμενες ημέρες, ίσως είναι 14 Φεβρουαρίου». Δηλαδή την ημέρα που η Δύση εορτάζει τον “άγιο των ερωτευμένων”, τον Βαλεντίνο!
Η σκόπιμη διαρροή για την ημερομηνία της επίσκεψης, ασχέτως εάν τελικά θα επιβεβαιωθεί ή όχι, έχει τη σημασία της. Όταν η ρωσική διπλωματία φρόντισε να τοποθετήσει τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν περισσότερο από τρία μέτρα μακριά από τον Ρώσο ομόλογό του κατά την επίσκεψη του τελευταίου στο Κρεμλίνο, ο σχεδιασμός καθίσταται σχεδόν αυταπόδεικτος.
Στην περίπτωση του Γάλλου προέδρου, η συνομιλία διεξήχθη σε τραπέζι που καθιστούσε την απόσταση ανάμεσα στους δυο ηγέτες μεγαλύτερη των τριών μέτρων. Το ίδιο ίσχυσε και στις δηλώσεις που έγιναν στη συνέχεια. Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η Γαλλία παραδοσιακά είναι λιγότερο μακριά από τη Ρωσία σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ρωσική πλευρά έστελνε το μήνυμα για μια ακόμη φορά ότι στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει άτυπη ιεραρχία.
Στο πρόβλημα της Ουκρανίας η Ρωσία αρνείται να συνδιαλλαγεί με την ΕΕ, την οποία θεωρεί γεωπολιτικά ανύπαρκτη. Διατηρεί αποστάσεις δε και από τις μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στη συνάντηση με τον Ούγγρο Βίκτορ Όρμπαν οι δυο ηγέτες αγκαλιάστηκαν, ενώ πολύ κοντινή ήταν και η απόσταση του Πούτιν από τον Ερντογάν, όταν συναντήθηκαν. Ίσως, λοιπόν, η απόσταση να έχει και χαρακτήρα μηνύματος προς το Παρίσι, ότι θα πρέπει να εργαστεί πιο σκληρά για να “προσεγγίσει”…
Είναι πιθανό όταν σε λίγο ο Γερμανός Σολτς επισκεφθεί τη Μόσχα να μην υπάρχει η απόσταση που υπήρξε με τον Μακρόν. Κι αυτό, διότι το Κρεμλίνο έχει συμφέρον να διαμηνύσει στη Δύση ότι επιδεικνύει σεβασμό απέναντι σε όσες χώρες επιλέγουν τη συνεργασία μαζί του. Η παρουσία του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ στο Διοικητικό Συμβούλιο του ενεργειακού κολοσσού Gazprom, πέραν του ρόλου του στην κοινοπραξία του αγωγού NordStream, εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο.
Στα θέματα που αφορούν τη στρατηγική ισορροπία του πλανήτη και ειδικότερα αυτά της ευρωπαϊκής ασφάλειας, η Ρωσία διαπραγματεύεται αποκλειστικά με τους Αμερικανούς. Όλους τους υπόλοιπους τους θεωρεί παρακολούθημα των επιλογών της Ουάσιγκτον, που ακόμα κι αν διαφωνούν, αργά ή γρήγορα θα ευθυγραμμιστούν μαζί της. Άρα, κάθε διαπραγμάτευση μαζί τους είναι μάταιη. Εξαίρεση οι ηγέτες χωρών που μπορούν να διαφοροποιηθούν από τη δυτική συμβατική ορθοδοξία, η οποία παραμένει εξόχως αντιρωσική.
Επιδεικτική “ερωτική εξομολόγηση” on camera
Επανερχόμενοι στην πιθανότητα επίσκεψης του Πούτιν στην Τουρκία, πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη, ο συμβολισμός της ημέρας για τον Δυτικό Κόσμο αξιοποιείται για να διαμηνύσει την ισχύ των στρατηγικών δεσμών ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία. Η Μόσχα έχει κάθε ενδιαφέρον στην παρούσα ιστορική συγκυρία να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού τη σχέση της με την Άγκυρα. Κι αυτό παρά τον στρατηγικό ανταγωνισμό τους ιστορικά και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα σε κρίσιμες γεωπολιτικές περιφέρειες, όπως η Συρία και η Λιβύη, αλλά και σημεία του “εγγύς εξωτερικού” της Ρωσίας, όπως ο Καύκασος, η Κεντρική Ασία και βεβαίως η Ουκρανία.
Στόχος της ρωσικής διπλωματίας είναι να διχάσει το ΝΑΤΟ. Και φυσικά να ακυρώσει στην πράξη τις ενέργειες της αμερικανικής να προσελκύσει εκ νέου την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα κινήτρων και απειλών. Η Μόσχα κατανοεί αυτό που η Ουάσινγκτον προς το παρόν αρνείται, πέφτοντας θύμα των επιθυμιών της γραφειοκρατίας της, οι οποίες όμως δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα. Τα γεγονότα ενισχύουν κάθε μέρα που περνά την εκτίμηση όσων αναλυτών έχουν διαβλέψει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά στην πολιτική των Τούρκων, ασχέτως εάν στην κυβέρνηση θα βρίσκονται ο Ερντογάν και οι ισλαμιστές του, ή μια νέα εκδοχή των μετα-κεμαλιστών, εάν βέβαια κερδίσουν τις εκλογές του 2023.
Η δημοσιοποίηση της ημερομηνίας που προφανώς ζητά η ρωσική πλευρά να πραγματοποιηθεί η συνάντηση, στόχο έχει να προλάβει ενδεχόμενη χειρονομία του Ερντογάν προς τις ΗΠΑ να μην πραγματοποιήσει τη συνάντηση στις 14 Φεβρουαρίου, ακριβώς για να αποφευχθούν σχόλια και ιοβόλα υπονοούμενα δημοσιογράφων και αναλυτών! Όμως, οι εσωτερικές πολιτικές ανάγκες του Ερντογάν, τον ωθούν όχι μόνο να συναντήσει τον Πούτιν στις 14 Φεβρουαρίου, αλλά και μπροστά στις κάμερες, με υπό τύπον αστειότητας δηλώσεις, να γίνει αναφορά στην ημέρα…
Ποιο είναι το ενδιαφέρον και πολυδιάστατο συμπέρασμα όμως που πρέπει να εξαγάγει η ελληνική διπλωματία; Ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί τους συμβολισμούς ως βραχίονα της εξωτερικής της πολιτικής. Στόχος είναι γενικά το διεθνές ακροατήριο, άρα και η Ελλάδα. Είναι όμως κυρίως η Δύση, με πρωταρχικό αποδέκτη την Ουάσιγκτον. Η ανάπτυξη των πρωτοβουλιών της Μόσχας γίνονται με παράλληλη προώθηση μιας εικόνας που εκπέμπει αυτοπεποίθηση, στο όριο της υπεροψίας.
Η Ρωσία διαμηνύει ότι είναι διατεθειμένη να φτάσει στα άκρα για να διασφαλίσει αυτό που εύλογα αποκαλεί ζωτικό εθνικό συμφέρον της. Με άλλα λόγια, να μην επιτρέψει περαιτέρω περικύκλωση της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, το οποίο εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της στη μετασοβιετική περίοδο για να εντάξει τις Βαλτικές Δημοκρατίες και να φτάσει στα ρωσικά σύνορα. Κι αυτό παρά τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Δύση να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Γι’ αυτό και η όποια συμφωνία ενδεχομένως προκύψει αυτή την περίοδο, θα τελεί διαρκώς υπό αυστηρή στρατιωτική επιτήρηση από την πλευρά της Μόσχας.
Οι “συστάσεις” παράδοσης της Ελλάδας στην Τουρκία
Η ελληνική διπλωματία οφείλει να αντιληφθεί που οδηγεί η οργανωμένη προσπάθεια που γίνεται από εγχώριους κύκλους που συστηματικά προωθούν “λύσεις”, οι οποίες κατά περίεργο τρόπο συνεπάγονται σοβαρές εκπτώσεις στην κυριαρχία και στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Είναι οι γνωστοί κύκλοι, οι οποίοι “επηρεάζονται” έντονα και από τη γερμανική γεωστρατηγική οπτική. Τα δε συμφέροντα που επιχειρούν να προωθήσουν είναι και οικονομικά.
Το επιχείρημα που προβάλλεται τελευταία είναι ότι οι ΗΠΑ αποφάσισαν την επαναπροσέγγιση με την Τουρκία και γι’ αυτό θα τηρήσουν ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι συμμαχίες που έχτισε με κόπο η ελληνική διπλωματία με Ισραήλ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι «εγγενώς ασταθείς και αναξιόπιστες στην προοπτική του χρόνου».
Το επιχείρημά είναι εξαιρετικά προβληματικό. Αποδεικνύει αδυναμία αντίληψης των κανόνων της διεθνούς διπλωματίας που ισχύουν επί αιώνες. Άρα είναι επικίνδυνο για τη χώρα. Η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να μάθει να αναπτύσσει τη δική της στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις της Ουάσινγκτον και όλων των μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων. Όχι όμως να εξαρτάται από αυτές.
Το συμπέρασμα ότι όλες οι χώρες-σύμμαχοι σήμερα της Ελλάδας θα την εγκαταλείψουν για να πέσουν στην αγκαλιά της Τουρκίας, είναι αυθαίρετο και κατά μία έννοια υποψιάζει ότι εδώ κάποιοι «κάνουν τους πόθους τους πραγματικότητα». Το σύνδρομο της εξάρτησης που εκπροσωπούν αυτοί οι κύκλοι είναι επικίνδυνο για την ελληνική εθνική ασφάλεια. Η ταύτιση με οποιονδήποτε είναι αυτοκαταστροφική, χωρίς αυτό να σημαίνει αμφισβήτηση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας. Το ζητούμενο είναι η ελληνική στρατηγική να είναι ελληνοκεντρική και να εκπονείται αποκλειστικά με βάση τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Τόσο απλά.
Δημοσίευση σχολίου