Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Πληθαίνουν οι φωνές στις ΗΠΑ που απαιτούν την απόσυρση της στρατιωτικής παρουσίας τους από την Τουρκία. Οι ίδιες φωνές προτείνουν την Ελλάδα για την μεταφορά-μετεγκατάσταση, κατά τρόπο που θα την μετατρέψει σε αμερικανικό προπύργιο. Αναμφίβολα, για την Ουάσινγκτον η Τουρκία υπήρξε αξιόπιστος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, που λειτούργησε προς Βορρά ως στρατηγικό έρεισμα ενάντια στη Ρωσία και προς Νότο και Ανατολάς ως στρατηγικό έρεισμα δίπλα στα ασταθή αραβικά καθεστώτα και στο Ιράν.
Η αεροπορική βάση των ΗΠΑ στο Ιντσιρλίκ φρουρούσε τον γεωπολιτικό άξονα της Ευρασίας για σχεδόν 70 χρόνια. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν το επίσημο αμερικανικό αφήγημα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Αμερικανοί πρόεδροι συνήθως έκαναν τα στραβά μάτια όταν αντιμετώπιζαν απαράδεκτη συμπεριφορά εκ μέρους της Τουρκίας εναντίον Ελλήνων, Αρμενίων, Σύριων και Κούρδων, την καταστολή της θρησκευτικής ελευθερίας στο εσωτερικό την υποστήριξη ισλαμιστικών ομάδων στο εξωτερικό και την ολοένα και πιο αντιδυτική ρητορική της.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί η αμερικανική ηγεσία να μην καθορίζει την Τουρκία ως εχθρό, εν τούτοις δεν την θεωρεί πλέον φίλο. Ο Ερντογάν έχει εκριζώσει κάθε τι φιλοδυτικό από τη χώρα του και έχει ξεκινήσει πολέμους σε πρώην οθωμανικά εδάφη, καθώς πλησιάζει η εκατονταετηρίδα από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος του είναι να αναβιώσει κάποια διευρυμένη εκδοχή της τουρκικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Το ποσοστό αποδοχής του Ερντογάν έχει πέσει κατακόρυφα στο εσωτερικό εν μέσω οικονομικής κρίσης. Το πάθος του για κατακτήσεις, σε συνδυασμό με το εύθραυστο πολιτικό περιβάλλον της Τουρκίας, είναι συνταγή καταστροφής. Αυτό βλέπουν τώρα πολλοί στις ΗΠΑ και θεωρούν ότι πρέπει να δράσουν πριν είναι πολύ αργά. Τα επιχειρήματα για μια ισχυρή σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας η οποία θα κρατήσει την Τουρκία μακριά από τον ριζοσπαστικό Ισλάμ υποχωρούν. Αυτό που ήταν σαφές σε εμάς άρχισε να γίνεται σαφές και σε άλλους εταίρους και συμμάχους, δηλαδή ότι η Τουρκία ασκεί πιο ακραία ισλαμική πολιτική απ’ ό,τι φανταζόντουσαν.
Έξοδος από Τουρκία
Στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, το πανίσχυρο JINSA (Εβραϊκό Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής – Jewish Institute for National Security of America) δημοσίευσε μελέτη με τίτλο “Στο μέσο της διασταύρωσης: Μια νέα αμερικανική στρατηγική για την Ανατολική Μεσόγειο” (At the Center of the Crossroads: A New U.S. Strategy for the East Med). Αν και φωνές για μεγαλύτερη απομάκρυνση από τον “επιτήδειο ουδέτερο”, προϋπήρχαν στην Ουάσινγκτον, τώρα γίνεται λόγος για διαζύγιο από την πρώην “κολώνα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ”.
Τη σκυτάλη πήρε το έγκυρο και εξειδικευμένο σε αμυντικά θέματα Defence News, το οποίο φιλοξενεί άρθρο γνώμης πάνω σε γεωπολιτικά θέματα με τίτλο “Η Αμερική θα πρέπει να οραματιστεί ξανά την Ανατολική Μεσόγειο ως μια πλατφόρμα προβολής ισχύος σε πολλαπλά θέατρα” (America should re-envision the Eastern Med as a multi-theater power-projection platform).
Μερικές ημέρες αργότερα, το ρεπουμπλικανικής απόχρωσης Responsible Statecraft δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “Οκτώ λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ πρέπει να εγκαταλείψουν την Τουρκία ως στρατιωτικό εταίρο” (Eight reasons why the U.S. should ditch Turkey as a military partner), ενώ ακόμη και η ιστοσελίδα θρησκευτικών ελευθεριών wng.org κινείται στο ίδιο πνεύμα.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των δημοσιευμάτων είναι ότι καλούν για μια πλήρη αμερικανική έξοδο από την Τουρκία, ενώ όλα δείχνουν την Ελλάδα ως τον πιθανό αποδέκτη της συνολικής αμερικανικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένα άλλο κοινό που έχουν είναι ότι όλα υπογράφονται από έγκριτους αναλυτές και πρώην υψηλόβαθμα στελέχη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και κρατικών υπηρεσιών.
Αλλαγή πλεύσης
Για να γίνει κατανοητή η μεταβολή, αναφέρουμε ότι στα τέλη Ιουλίου το επιδραστικότατο ινστιτούτο Carnegie Europe είχε δημοσιεύσει έκθεση με τίτλο: “Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας” (Redefining the U.S.-Turkey Relationship). Στην έκθεση προσδιορίζονται πέντε κύριες κατευθύνσεις, προς τις οποίες πρέπει να κινηθούν οι ΗΠΑ.
Καθώς οι ΗΠΑ επικεντρώνονται στον ανταγωνισμό με την Κίνα στον Ινδικό-Ειρηνικό, η παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο υποχωρεί. Τα αμερικανικά στρατεύματα αναδιπλώνονται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η στάση αυτή δημιουργεί την εντύπωση στη Μόσχα ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν σοβαρές προθέσεις σχετικά με την συλλογική άμυνα. Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν κενά που σπεύδουν να καλύψουν άλλες δυνάμεις (μεταξύ αυτών και η Τουρκία, το Ιράν και τρομοκρατικές ομάδες), αφήνοντας τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή εκτεθειμένους.
Οι νέες προσεγγίσεις έρχονται να μειώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της αμερικανικής υποχώρησης από την Μεσόγειο, τη “θάλασσα που είναι στο κέντρο της Γης”. Θεωρούν δηλαδή ότι οι ΗΠΑ μπορούν να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της μερικής απόσυρσης και να αντισταθμίσουν τις μειώσεις σε γειτονικές περιοχές, χρησιμοποιώντας την Ανατολική Μεσόγειο ως πλατφόρμα προβολής ισχύος στα πολλαπλά θέατρα με τα οποία γειτνιάζει.
Η Ελλάδα ως αμερικανικό προπύργιο
Μία τέτοια στρατηγική απαιτεί μέτρια ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων, η οποία μπορεί να επιτευχθεί αναδιατάσσοντας δυνάμεις από άλλες περιοχές προς την Ελλάδα. Έτσι, η Ελλάδα καθίσταται για τις ΗΠΑ κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής, από την οποία οι αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα στην Ανατολική Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μέση Ανατολή, την Ερυθρά Θάλασσα, το Σαχέλ και το Κέρας της Αφρικής.
Σύμφωνα λοιπόν με τη στρατηγική κατεύθυνση που προβάλλεται στα αρκετά σχετικά δημοσιεύματα, αλλά και με τα όσα δημοσίως πλέον λέει ο πρώην Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ελκυστική τοποθεσία και πιστός εταίρος. Η θέση της στην ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του λιμανιού βαθέων υδάτων στον κόλπο της Σούδας είναι ιδανική για προβολή ισχύος προς όλες τις κατευθύνσεις.
Το γεγονός ότι η Αθήνα (και η σημερινή και η προηγούμενη κυβέρνηση) υποστηρίζει τον ρόλο των ΗΠΑ ως πάροχο ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, τροφοδοτεί τέτοιες απόψεις και κάνει πιο εύπεπτη στην Ουάσινγκτον την εγκατάλειψη της Τουρκίας. Κι αυτό, παρά τις φρενήρεις προσπάθειες που καταβάλουν οι λομπίστες της Άγκυρας να εκμεταλλευθούν τις υπαρκτές στο αμερικανικό κατεστημένο ψυχροπολεμικές αγκυλώσεις.
Όλες οι μελέτες που τώρα βλέπουν το φως της δημοσιότητας τονίζουν –πέραν της πρόσφατης ελληνοαμερικανικής συμφωνίας– αφ’ ενός μεν την αναδυόμενη ενεργειακή σημασία της Ανατολικής Μεσογείου, αφ’ ετέρου τις τριαδικές συμφωνίες Ελλάδας-Κύπρου με άλλους σημαντικούς εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή: Ισραήλ, Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, κλπ.
Κάποιοι αναλυτές δεν προτείνουν απλά μια μεταφορά στρατιωτικών μονάδων και υποδομών από την Τουρκία στην Ελλάδα, κάτι που από μόνο του πρέπει να εγείρει προβληματισμούς στην ελληνική πλευρά, αλλά και την μεταφορά μονάδων από την Δυτική Μεσόγειο (π.χ. Ισπανία) στην χώρα μας.
Συσσώρευση αμερικανικών δυνάμεων
Σύμφωνα με τέτοια σενάρια οι ΗΠΑ πρέπει να διερευνήσουν την ανάπτυξη πρόσθετων αεροπορικών μοιρών και να μεταφέρουν στην Ελλάδα δύο αντιτορπιλικά με κατευθυνόμενους πυραύλους, που τώρα βρίσκονται στην Ισπανία. Εκτός από την εγκατάσταση περισσότερων αμερικανικών δυνάμεων στη Σούδα, η Ουάσιγκτον εξετάζει τις εκ περιτροπής αναπτύξεις σε ελληνικές βάσεις όπως η Αλεξανδρούπολη, η οποία είναι κατάλληλη για την πρόσβαση δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Μία τέτοια ανάπτυξη μπορεί να περιλαμβάνει παράκτια μαχητικά πλοία, πλοία διοίκησης και αμφίβιων επιχειρήσεων, αντιτορπιλικά και καταδρομικά κατευθυνομένων πυραύλων και πλοία ανεφοδιασμού. Παράλληλα με την Task Force 59 στα ύδατα της Μέσης Ανατολής, ο 6ος αμερικανικός στόλος πρέπει να χρησιμοποιήσει μη επανδρωμένα συστήματα για να ενισχύσει το δίκτυο πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μια τέτοια συσσώρευση αμερικανικών δυνάμεων στην σχετικά μικρή ελληνική επικράτεια πρέπει να προβληματίζει την Αθήνα, καθώς διαφαίνεται ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι πλέον σενάρια, αλλά μετατρέπονται σε σχέδια για το προσεχές μέλλον. Όπως αναφέρει μελέτη του Γραφείου Κρατικού Προϋπολογισμού των ΗΠΑ (2004), «από τον Ψυχρό Πόλεμο, έχει αυξηθεί η εξάρτηση του υπουργείου Άμυνας (DOD) από προκαθορισμένα αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού και προμηθειών, κυρίως επειδή δεν μπορεί πλέον να προγραμματίσει να έχει μεγάλη παρουσία στρατευμάτων».
Σύμφωνα με τέτοια σενάρια οι ΗΠΑ πρέπει να διερευνήσουν την ανάπτυξη πρόσθετων αεροπορικών μοιρών και να μεταφέρουν στην Ελλάδα δύο αντιτορπιλικά με κατευθυνόμενους πυραύλους, που τώρα βρίσκονται στην Ισπανία. Εκτός από την εγκατάσταση περισσότερων αμερικανικών δυνάμεων στη Σούδα, η Ουάσιγκτον εξετάζει τις εκ περιτροπής αναπτύξεις σε ελληνικές βάσεις όπως η Αλεξανδρούπολη, η οποία είναι κατάλληλη για την πρόσβαση δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Μία τέτοια ανάπτυξη μπορεί να περιλαμβάνει παράκτια μαχητικά πλοία, πλοία διοίκησης και αμφίβιων επιχειρήσεων, αντιτορπιλικά και καταδρομικά κατευθυνομένων πυραύλων και πλοία ανεφοδιασμού. Παράλληλα με την Task Force 59 στα ύδατα της Μέσης Ανατολής, ο 6ος αμερικανικός στόλος πρέπει να χρησιμοποιήσει μη επανδρωμένα συστήματα για να ενισχύσει το δίκτυο πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μια τέτοια συσσώρευση αμερικανικών δυνάμεων στην σχετικά μικρή ελληνική επικράτεια πρέπει να προβληματίζει την Αθήνα, καθώς διαφαίνεται ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι πλέον σενάρια, αλλά μετατρέπονται σε σχέδια για το προσεχές μέλλον. Όπως αναφέρει μελέτη του Γραφείου Κρατικού Προϋπολογισμού των ΗΠΑ (2004), «από τον Ψυχρό Πόλεμο, έχει αυξηθεί η εξάρτηση του υπουργείου Άμυνας (DOD) από προκαθορισμένα αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού και προμηθειών, κυρίως επειδή δεν μπορεί πλέον να προγραμματίσει να έχει μεγάλη παρουσία στρατευμάτων».
Το κόστος και τα ανταλλάγματα
Αυτό οδηγεί στο ερώτημα αν οι ΗΠΑ ήδη σχεδιάζουν νέες χρήσεις των βάσεών τους στην Ελλάδα, πέραν των χρήσεων που ήδη προβλέπονται από τις υφιστάμενες συμφωνίες. Η Λάρισα εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις επιτήρησης σε Βόρειο Αφρική και Μαύρη Θάλασσα και θα συνεχίσει να το κάνει. Η Ελλάδα δηλαδή μπορεί να καταστεί και χώρος εκπαίδευσης και ανεφοδιασμού, καθώς και χώρος ταχείας συγκέντρωσης δυνάμεων για ανάληψη επιχειρήσεων στις γεωστρατηγικά κρίσιμες περιοχές με τις οποίες συνορεύει η Ανατολική Μεσόγειος.
Μία τέτοια εξέλιξη θα μείωνε το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στην Ευρώπη συνολικά, συγκεντρώνοντας τον κορμό των δυνάμεών τους σε έναν πόλο (Ελλάδα), από τον οποίο μπορούν να δράσουν αποτελεσματικότερα στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, μια τέτοια εξέλιξη έχει στρατηγικά αντίτιμα. Οι στόχοι για δυνητικά προληπτικά πλήγματα από τους αντιπάλους των ΗΠΑ πολλαπλασιάζονται. Το ίδιο και οι πιθανότητες για τρομοκρατικές επιθέσεις.
Η Ελλάδα θα βρεθεί σε ακόμη δυσκολότερο δίλημμα, αν οι ΗΠΑ θελήσουν να μεταφέρουν τις περίπου πενήντα πυρηνικές βόμβες Β-61 που βρίσκονται ακόμη στο Ιντσιρλίκ. Στο παρελθόν υπήρχαν εγκαταστάσεις για αερομεταφερόμενα πυρηνικά (υπάρχουν ακόμη αν και είναι άγνωστο σε τι κατάσταση) στον Άραξο. Εκ των πραγμάτων, η Αθήνα θα κληθεί να αποφασίσει έως που είναι διατεθειμένη να φτάσει για να διευκολύνει τις ΗΠΑ σε αυτή την συζητούμενη γεωστρατηγική αναδιάταξη, που εκ των πραγμάτων αναβαθμίζει τον ρόλο της Ελλάδας, δημιουργώντας όμως και πρόσθετους κινδύνους. Προφανώς, η απάντηση εξαρτάται και από το είδος των αμερικανικών ανταλλαγμάτων.
Δημοσίευση σχολίου