Λάμπρος Καλαρρύτης
Τα σύννεφα που μαζεύονται στον Εύξεινο Πόντο δεν είναι τα συνήθη που φορτώνουν από καιρού εις καιρόν στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Δύσης – Ρωσίας, ρίχνουν ψιχάλες ή ασθενή γεωπολιτική βροχόπτωση και η κατάσταση εκτονώνεται μέχρι το επόμενο ψιχάλισμα ή έστω σύντομη μπόρα, όπως με την κατάληψη της Κριμαίας.
Αυτή τη φορά τα σύννεφα είναι γεμάτα και βαριά. Συσσωρεύουν ύδατα τα οποία όταν αφεθούν μπορεί να προκαλέσουν την τέλεια καταιγίδα.
Τους τελευταίους μήνες έχει ακουστεί τουλάχιστον τρεις φορές από πρόσωπα που μόνο τυχαία δεν είναι, η εκτίμηση ότι η Δύση οδεύει σε πόλεμο με τη Ρωσία. Δύο φορές ο Βρετανός νυν ΑΓΕΕΘΑ και μία ο Γάλλος πρώην ομόλογός του διατύπωσαν την άποψη ότι το σενάριο σύγκρουσης ΝΑΤΟ- Ρωσίας δεν είναι θεωρητικό. Αυτά δεν μπορεί να τα προσπεράσει κάποιος εύκολα, ούτε τις στρατιωτικές κινήσεις που γίνονται στην Ουκρανία και ευρύτερα γύρω από τον Εύξεινο.
Η υποψία των Δυτικών ότι η Μόσχα «κάτι ετοιμάζει» στην Ουκρανία, εννοώντας προφανώς κάτι πέραν της επιχειρησιακής υποστήριξης προς τους Ρώσους αυτονομιστές στον Ντονμπάς, κάπου εδράζεται.
Τα εκατέρωθεν μηνύματα, αφενός με τις ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις οι οποίες ασκούν πίεση στη Ρωσία, αφετέρου με τις μετακινήσεις ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, υπενθυμίζουν τις κόκκινες γραμμές των δύο πλευρών και μετρούν προθέσεις και κυρίως αποφασιστικότητα.
Σε αυτό το εύφλεκτο πεδίο η Ελλάδα καλείται να τηρήσει μία σύνθετη και διόλου εύκολη ισορροπία. Η επικείμενη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Μόσχα στις 8 Δεκεμβρίου, με ψυχροπολεμικό φόντο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα.
Οι ελληνο-ρωσικές τα προηγούμενα χρόνια κατέρρευσαν υπό το βάρος των άγαρμπων χειρισμών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η απέλαση Ρώσων διπλωματών από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά λόγω καταγγελλόμενης παρέμβασης της Μόσχας στα εσωτερικά της χώρας με αφορμή το Σκοπιανό, ήταν ίσως η χειρότερη στιγμή στην πρόσφατη ιστορία των δύο κρατών.
Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να αποκαταστήσει την ισορροπία στις σχέση με τη Ρωσία στο πλαίσιο της διαχρονικής «ζυγισμένης» στάσης της Αθήνας η οποία χρονολογείται τουλάχιστον από τη μεταπολιτευτική περίοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης.
Η επιλογή του «ανήκομεν εις την Δύσιν» δεν εμπόδισε τον ιδρυτή της ΝΔ να διακρίνει την ανάγκη μία σταθμισμένης σχέσης για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων η στάση της Ρωσίας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στο Κυπριακό.
Αυτή η στάθμιση δεν αμφισβήτησε βέβαια ποτέ τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας και τις υποχρεώσεις της ως μέλος του ΝΑΤΟ και ευρύτερα των ευρω-ατλαντικών δομών. Κάθε άλλο. Προσέδωσε όμως στην Ελλάδα μία ευελιξία και ευχέρεια προκειμένου να αποτρέπει αρνητικές εξελίξεις στο Κυπριακό και όχι μόνο.
Η σημερινή συγκυρία έχει επιπλέον ιδιαιτερότητες. Η Ελλάδα είναι αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και επιχειρησιακά στον Δυτικό / ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό λόγω των εξελίξεων με την Τουρκία, η δε πρόσφατη Αμυντική Συμφωνία με τις ΗΠΑ και η αυξημένη παρουσία τους στη χώρα σφραγίζει ακριβώς αυτό, κάτι που συνεπάγεται αυξημένες υποχρεώσεις αλλά και πιο σύνθετη διαχείριση .
Το πλέγμα συμμαχιών που έχει δομήσει και συνεχίζει να δομεί η κυβέρνηση και οι συνακόλουθοι εξοπλισμοί, ανοίγουν σημαντικές προοπτικές ουσιαστικής και εν πολλοίς πρωτόγνωρης αναβάθμισης της χώρας στον Δυτικό γεωπολιτικό και επιχειρησιακό καταμερισμό, λαμβανομένης πάντα υπόψιν της τρεπτότητας των καταστάσεων. Εξάλλου η Ελλάδα έχει εχέγγυα αξιοπιστίας ως σύμμαχος και εταίρος τα οποία δεν είχαν αξιολογηθεί και εκτιμηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε τα προηγούμενα χρόνια.
Η κυβέρνηση έκρινε ότι τώρα που το ειδικό βάρος και ο ρόλος της Ελλάδας στο Δυτικό στρατόπεδο έχουν ενισχυθεί, ήρθε η ώρα να γίνουν διορθωτικές κινήσεις στην τραυματισμένη σχέση με τη Ρωσία, δίχως πάντα να τίθεται εν αμφιβόλω η βασική στρατηγική της δέσμευση και τοποθέτηση.
Δεν έχει κανένα λόγο η Αθήνα να αφήνει την Άγκυρα να μονοπωλεί τους διαύλους με τη Μόσχα που ούτως ή άλλως με τον τρόπο που τους χειρίζεται εκβιάζοντας και πλειστηριάζοντας τη θέση της την έχουν φέρει στα πρόθυρα της ρήξης με τη Δύση.
Η διαχείριση από ελληνικής πλευράς δεν είναι εύκολη. Οι ΗΠΑ εντάσσουν τη χώρα μας στον ανασχετικό δακτύλιο για τον περιορισμό της Ρωσίας και μάλιστα με στρατηγικό status εξ ου και η σημασία της βάσης στην Αλεξανδρούπολη η οποία από άποψη στρατηγικής κρισιμότητας εξελίσσεται σε δεύτερη Σούδα ή και σε «Σούδα plus». Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις κάθε λίγο για τον ρόλο της Ελλάδας στη Μαύρη Θάλασσα παρότι δεν έχουμε έξοδο εκεί.
Επαναλαμβάνουμε, προφανώς και η Ελλάδα δεν πρόκειται να θολώσει ή να αμφισβητήσει τη θέση της στο Δυτικό στρατηγικό σύμπλοκο.
Από την άλλη δεν μπορεί να έχει μηδενικές σχέσεις με τη Ρωσία, όπως εξελίχθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και για αρκετούς ακόμα που δεν είναι του παρόντος.
Υπ’ αυτή την έννοια το ταξίδι Μητσοτάκη στη Μόσχα είναι μια ορθολογική και επιβεβλημένη κίνηση δίχως να παραγνωρίζεται ο διαχρονικός κυνισμός της Μόσχας η οποία προκειμένου να εξυπηρετήσει τον σχεδιασμό της για δημιουργία ρήγματος στο ΝΑΤΟ εξέλιξε με τον γνωστό τρόπο τη σχέση με την Τουρκία. Υπενθυμίζεται η ειρωνική στάση της στην μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί όπως και ο ανταγωνισμός με το Φανάρι.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εύκολη δεν θα είναι. Υπάρχουν όμως οι προϋποθέσεις να είναι χρήσιμη.
Δημοσίευση σχολίου