Για μια ακόμη φορά το Κυπριακό, ενόψει και της παράνομης φιέστας που ετοιμάζει ο Τ. Ερντογάν στην Αμμόχωστο, αντιμετωπίζεται ως ένα «εθνικό θέμα», μια αναφορά που έχει σχεδόν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Σαν να υπάρχει μια... κληρονομική υποχρέωση την οποία πρέπει να ξεπετάξουμε κάθε φορά.
Η υπόθεση της Κύπρου πρέπει να αντιμετωπισθεί πλέον με εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Όπως πριν σχεδόν τριάντα χρόνια ο Α. Νταβούτογλου περιέγραφε στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος» τον στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία, ρόλο της Κύπρου, έχει έρθει η στιγμή και η Ελλάδα να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι απλώς ως μια εθνική αγγαρεία, έναντι «των ελληνόφωνων κατοίκων» του νησιού (όπως πολύ συχνά από ορισμένους κύκλους αντιμετωπίζεται ο Κυπριακός Ελληνισμός), αλλά ως ζήτημα κρίσιμης και ζωτικής σημασίας για την ίδια την Ελλάδα.
Ο Α. Νταβούτογλου περιέγραφε ότι «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα» καθώς «καμιά χώρα δεν μπορεί να μένει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».
Η Ελλάδα πλέον έχει εμπλακεί σε μια σύγκρουση διαρκείας με την Τουρκία αυξομειούμενης έντασης, η οποία είναι κρίσιμη όχι απλώς για τον μελλοντικό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της και για την διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της.
Μια σύγκρουση η οποία δεν φαίνεται να υπάρχει σύντομα προοπτική επίλυσης της με ειρηνικά μέσα, μέσω διαπραγματεύσεων ή έστω μέσω προσφυγής στο Δ.Δ. της Χάγης. Το εύρος των διαφορών που έχει διευρυνθεί τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια και η ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας που μεγαλώνει την αλαζονεία και την αποφασιστικότητα της περισσότερο για επιβολή λύσεων παρά για συναινετικούς συμβιβασμούς, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Χωρίς την Κύπρο οι σχεδιασμοί της Ελλάδας για αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή, θα ήταν λειψοί.
Η Κύπρος ήταν η πρωτοπόρος που (προς απογοήτευση και στεναχώρια πολλών στην Αθήνα) προώθησε την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, με τις δυο συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Ισραήλ και την διαπραγμάτευση μιας τρίτης συμφωνίας με τον Λίβανο.
Η Κύπρος κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες άνοιξε τον δρόμο των Τριμερών και Πολυμερών συνεργασιών αρχικά με το Ισραήλ και την Αίγυπτο στις οποίες με μια σημαντική στροφή η ελληνική εξωτερική πολίτική επένδυσε στρατηγικά και η Ελλάδα. Μια επιλογή η οποία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά επωφελής για την χώρα.
Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004 ήρθε να ανατρέψει όσους σχεδιασμούς είχαν γίνει και προέβλεπαν την ένταξη στην Ε.Ε. μιας χώρας, κατά το ήμισυ «τουρκικής» και αυτό αποτέλεσε μια σημαντική νίκη του Ελληνισμού, που δεν ανατρέπει φυσικά τα αποτελέσματα της κατοχής αλλά πάντως αποτελεί ένα ισχυρό τετελεσμένο και ισχυρό όπλο στον αγώνα επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι ιδεοληψίες, κυρίως της Αριστεράς που δυστυχώς πολλές φορές με τα φληναφήματα περί των «αγαθών» αισθημάτων και προθέσεων των Τουρκοκυπρίων και του... προλεταριακού διεθνισμού έχανε την ουσία, αλλά και οι ενοχικές προσεγγίσεις της συντηρητικής παράταξης, οδηγούσαν σε παραμερισμό της ουσίας του προβλήματος. Που είναι η προσπάθεια της Τουρκίας να εξασφαλίσει τον πολιτικό έλεγχο του νησιού και να το εντάξει πλέον στην δική της στρατηγική επέκτασης επιρροής και ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στην ίδια την Ευρώπη, μέσω της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους μέλους της Ε.Ε..
Ένα παιγνίδι στο οποίο δυστυχώς οι Τουρκοκύπριοι έχουν όλο και πιο περιορισμένο ρόλο, όπως αποδείχθηκε και με την διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν, όπως και με όλες τις άλλες προσπάθειες που είχαν προηγηθεί ή ακολούθησαν για την επίλυση του Κυπριακού.
Γιατί η Τουρκία και οι διάφοροι καλοθελητές σπεύδουν να επικρίνουν τον κυπριακό Ελληνισμό για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, προσφέροντας έτσι άλλοθι και συγχωροχάρτι στην Κατοχική Δύναμη, λησμονώντας ηθελημένα, ότι όταν επιβλήθηκε η επιδιαιτησία για την διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν, απαράβατος όρος που τέθηκε ήταν ότι αυτή η επιδιαιτησία, που δεν ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας και δεν είχε την συναίνεση των δυο πλευρών, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή μέσω των δημοψηφισμάτων.
Κάποιοι υποστήριξαν τότε και φαίνεται να το υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα 17 χρόνια μετά, ότι ο κυπριακός ελληνισμός ή οι Τουρκοκύπριοι έπρεπε να αποδεχθούν υποχρεωτικά το αποτέλεσμα της επιδιαιτησίας του Αλβάρο ντε Σότο και την ακύρωση έτσι της θεμελιώδους Δημοκρατικής Αρχής.
Η σχέση με την Κύπρο είναι ένα μεγάλο αντίβαρο και αντιστάθμισμα απέναντι στην προσπάθεια της Τουρκίας να ηγεμονεύσει σε ολόκληρη την περιοχή, που οδηγεί βεβαίως και στην περιθωριοποίηση της Ελλάδας και φινλανδοποίηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ακόμη και το East Med Act η αμερικανική στρατηγική για δημιουργία άξονα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ύπαρξη της Κύπρου ή με μια Κύπρο η οποία θα ήταν ελεγχόμενη μέσω μιας στρεβλής λύσης από την Τουρκία…
Πόσο μάλλον η Ελλάδα σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει την πλάτη στην Κύπρο ή να συναινέσει στο παρασκήνιο σε μια εκβιαστική λύση που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας και θα αποτελέσει το πρόκριμα στην επιβολή λύσεων τουρκικής έμπνευσης στα ελληνοτουρκικά. Η μάχη στην Κύπρο είναι μάχη για την Ελλάδα.
Έχουμε σχεδόν αποδεχθεί το Κυπριακό ως θέμα αποδοχής λιγότερων ή περισσότερων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους, λιγότερων η περισσότερων μηχανισμών ελέγχου του νησιού από την Τουρκία. Αντί να στεκόμαστε απέναντι στο πραγματικό πρόβλημα του Κυπριακού που είναι η συνεχιζόμενη τουρκική Κατοχή.
Και έτσι υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος να κερδίσει χωρίς μάχη η Τουρκία το μεγάλο της στοίχημα: την αποδοχή της Κατοχής ως κανονικότητας.
Με την αντίληψη ότι η οποιαδήποτε λύση, ακόμη και όσες κατοχυρώνουν και νομιμοποιούν τα αποτελέσματα της Κατοχής, είναι καλύτερη από την μη λύση.
Όσο για το πολιτικό βάρος του Κυπριακού, είναι αυτό που καταστρέφει ή καταξιώνει πολιτικούς. Ο Κωσταντίνος Καραμανλής ποτέ δεν κατόρθωσε να αποτινάξει από πάνω του το άγος των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο Α. Παπανδρέου έκτισε το εθνικό προφίλ του πάνω στο Κυπριακό, φέρνοντας και το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα. Ο Κ. Σημίτης κέρδισε την υστεροφημία του με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., παρά τα όσα προηγήθηκαν (Σχέδιο Ανάν, S300). Ο Κ. Καραμανλής απέφυγε έστω και λόγω της στάσης του Τ. Παπαδόπουλου να συμπράξει σε μια κακή λύση του Κυπριακού.
Το τελευταίο αιώνα ο ελληνισμός βίωσε την παρακμή και εγκατάλειψη παραδοσιακών κέντρων.
Μια ματιά στην Μικρά Ασία στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στα Βαλκάνια, στην Μαύρη Θάλασσα δίνει την εικόνα. Η Κύπρος δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η επόμενη εικόνα σε αυτό το «άλμπουμ» της εθνικής συρρίκνωσης, εκεί που η Ελλάδα χάνει διαρκώς ζωτικό χώρο.
Για να παραφράσουμε τον κ. Νταβούτογλου: Ακόμη κι αν δεν υπήρχε κυπριακός ελληνισμός, η Ελλάδα θα έπρεπε να τον εφεύρει .
Δημοσίευση σχολίου