Δρ.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» γράφει ότι: «Ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός και μια ισχυρή πολιτική βούληση συμβάλλουν στο να σχηματίσουν τα σταθερά και μεταβλητά δεδομένα μιας αδύναμης χώρας, σε μια ισχύ κατά πολύ ανώτερη από τις δυνατότητες της, ενώ ένας ασυνεπής στρατηγικός σχεδιασμός και μια ασθενής πολιτική βούληση μπορεί να γίνουν αιτία ώστε η εξίσωση ισχύος μιας χώρας με σημαντικές δυνατότητες να κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της πραγματικής της αξίας.» Διαπίστωση που οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τις αθηναϊκές και κυπριακές ελίτ, επειδή ακριβώς γίνεται αντιληπτό σε ποιά κατηγορία εμπίπτουμε. Ας μην ξεχνάμε επίσης και το Θουκυδίδειο αξίωμα κατά το οποίο «κανένα κράτος δεν μπορεί να κρατηθεί ελεύθερο αν δεν είναι στον ίδιο βαθμό ισχυρό με τα γειτονικά του κράτη.»
Με αυτά κατά νου οδηγούμαστε στο επόμενο ερώτημα, εάν και κατά πόσο τελικά είμαστε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αφού η ανεξαρτησία και η κυριαρχία μας υπονομεύονται -ελλείψει εθνικής στρατηγικής- και μπαίνουν στην προκρούστεια κλίνη των μικροκομματικών συμφερόντων και των επιταγών των ξένων κέντρων αποφάσεων; Ακόμη και όταν ο κυρίαρχος λαός ξεκαθαρίζει την αντίθεσή του, η πολιτικές ελίτ συχνά κωφεύουν. Ενεργούν ως άλλοι νεο-κοτζαμπάσηδες των οποίων η πολιτική επιβίωση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με αντεθνικές υποχωρήσεις και ακραία ενδοτικότητα στις ελάχιστες πιέσεις.
Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο το εθνικό συμφέρον να θεωρείται συνώνυμο με τον εθνικισμό. Τέτοια είναι η αλλοίωση που έχουν υποστεί οι άρχουσες ελίτ και οι συν αυτώ δημοσιολογούντες ώστε να παρουσιάζουν το άσπρο ως μαύρο είτε με διεθνιστικό, είτε με «πολιτικά ορθό» περιτύλιγμα. Αγνοώντας ή μάλλον εθελοτυφλώντας έναντι των βασικών χαρακτηριστικών του επίβουλου ανατολικού γείτονα που αν και χρονικά βρίσκεται στον 21ο αιώνα, πολιτικά/πολιτισμικά/εθιμικά βρίσκεται σε άλλο αιώνα. Τον γείτονα που κατά τον μ. Νεοκλή Σαρρή «δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο» το οποίο συνεχίζει να λερώνει. Σε αυτόν τον γείτονα κάποιοι αγωνίζονται να χαρίσουν πεδίο ελεύθερης δράσης αντί να τον τιθασεύσουν. Πρόκειται για παράνοια, η οποία θα μας φέρει σύντομα αντιμέτωπους με δύο επιλογές, ή υποταγή/δορυφοριοποίηση/φινλανδοποίηση ή αντίδραση για τη διασφάλιση της ακεραιότητάς μας. Αποτελεί κοινή παραδοχή για τους παροικούντες ότι η Τουρκία απλώνεται όσο εμείς μαζευόμαστε. Και όσο της επιτρέπουμε να χτίζει τη «Γαλάζια Πατρίδα» άλλο τόσο εμείς θα γκρεμίζουμε τη δικιά μας. Έτσι απλά...
Το comme il faut στα ελληνοτουρκικά δεν υπήρχε ούτε στην εποχή που το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Τί πιθανότητες έχει να υιοθετηθεί από τη γείτονα σήμερα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Όσο ξεκάθαρες θα έπρεπε να είναι και οι απειλές μας (με σαφείς και απαράβατες «κόκκινες γραμμές») έναντι των επεκτατικών τους βλέψεων. Όπως έλεγε και ο μ. Σαράντος Καργάκος: «Η Τουρκία εφαρμόζει παγίως την πολιτική του do ut des (=δίνω για να μου δίνεις), αλλά προσοχή! Δίνει ό,τι σου έχει πάρει ή ό,τι σου έχει αρπάξει.» Υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να διαφωνήσει επ’ αυτού;
Στην ιστορία του Ελληνισμού, από το Μαντζικέρτ το 1071 μέχρι και σήμερα, βρισκόμαστε σε συνεχή αντιπαράθεση μαζί τους. Εσχάτως δε, διανύουμε περίοδο επαυξημένης απειλής. Οι κουμπαριές, τα ζεϊμπέκικα και οι κατευναστικές πολιτικές μας έχουν φέρει στο σημείο τα τουρκικά ερευνητικά να σουλατσάρουν ανενόχλητα σε ελληνικές θάλασσες για μήνες ολόκληρους και εν συνεχεία να παρακαλάμε και για διάλογο. Για τις υπερπτήσεις και τις παραβιάσεις του FIR, ούτε λόγος φυσικά. Αυτές δεν αναφέρονται ούτε σε μονόστηλα πλέον. Οι κακές γλώσσες μιλάνε για Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Μόνο που το Σύνδρομο αυτό διακατέχει την πολιτική τάξη. Μία πολιτική τάξη που συνεχίζει να προσθέτει στο μητρώο της πληθώρα στιγμάτων ενοχής και συνάμα να συσσωρεύει τη λαϊκή οργή η οποία αργά ή γρήγορα θα εκτονωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Για κακή τους τύχη ο Έλληνας καίτοι εύπιστος και υποχωρητικός, έχει αντίληψη και αίσθηση για το τι ακριβώς συμβαίνει και απλώς υπομένει καρτερικά. Γι' αυτό και εδώ και αρκετά χρόνια ωθείται σε ψήφο τιμωρητική. Γνωρίζει ότι πρόκειται για λύση ανάγκης (καίτοι η ταπεινότητά μας δεν την επικροτεί), αποτελεί μέσο για να διατρανώσει την αγανάκτησή του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν φέρει την πολιτική ευθύνη των επιλογών του. Αντιθέτως αποτελεί απέλπιδα προσπάθεια να κρούσει το καμπανάκι στο σαθρό πολιτικό κατεστημένο πριν το απαξιώσει τελείως.
Δεν ανήκουμε σε αυτούς που θεωρούν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Ανήκουμε σε αυτούς που ελπίζουν στη μαγιά που υπάρχει στο έθνος, η οποία κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θα αποδώσει. Κόντρα στο ρεύμα του ισοπεδωτισμού που θέλει τον νεοέλληνα έρμαιο των εξελίξεων. Αρκεί μια σπίθα για να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά του τα οποία είναι μεν εν υπνώσει, αλλά ζωντανά και ενυπάρχουν. Μπορεί όχι σε όλους αλλά σε αρκετούς. Και έχουμε πρόσφατα παραδείγματα όπου ο λαός είπε όχι σε αντεθνικές συμφωνίες και ιστορικές παραχαράξεις. Και αν αντέδρασε έτσι για την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας, καλό θα ήταν οι ηγέτες μας να αναλογιστούν τις συνέπειες πιθανής εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ακόμη χειρότερα, κυριαρχίας, αμαχητί στον αείποτε εχθρό. Είναι γελασμένοι όσοι νομίζουν ότι οι μυστικές συμφωνίες πίσω από την πλάτη του λαού (όπως η κυοφορούμενη μεταξύ Μητσοτάκη-Ερντογάν) θα τον βρουν σύμφωνο, εάν αυτές -όπως διαφαίνεται- δεν έχουν γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Είναι γελασμένοι όσοι μεταχειρίζονται την αδήριτη ανάγκη για ανανέωση του στόλου προωθώντας αγορές που δεν ικανοποιούν ούτε στο ελάχιστο τις επιχειρησιακές μας ανάγκες, αλλά δήθεν γίνονται με «γεωπολιτικό κριτήριο», προφανώς επηρεασμένοι από εξωγενείς πιέσεις.
Η εξωτερική πολιτική δεν αρμόζει να υποτάσσεται σε κομματικούς σκοπούς και επιδιώξεις, ούτε σε ξένους δάκτυλους. Αντιθέτως οφείλει να υπηρετεί απαρέγκλιτα το εθνικό συμφέρον. Και φυσικά χωρίς εθνική συνεννόηση και διακομματική σύμπνοια δεν πρέπει να προωθείται κανένα ζήτημα μείζονος εθνικής σημασίας. Αντιθέτως εσχάτως γινόμαστε μάρτυρες σε ανήκουστα πράγματα. Το ίδιο το Μαξίμου να ενεργεί πίσω από την πλάτη του υπουργείου Εξωτερικών. Προφανώς, κάποιοι εσφαλμένα εκτιμούν ότι ο λαός θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια εάν φερ' ειπείν επιχειρήσουν να αποκόψουν το Καστελλόριζο από την υπόλοιπη Ελλάδα χαρίζοντας στην Τουρκία την ελληνικότατη υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που μας ενώνει με την αδελφή Κύπρο. Έχουν την πεποίθηση ότι η προσφυγή στη Χάγη θα νομιμοποιήσει στα μάτια της κοινής γνώμης μια εθνικά επιζήμια απόφαση, και δεν αντιλαμβάνονται ότι εάν επιχειρήσουν να μας στείλουν στο Διεθνές Δικαστήριο, θα επωμιστούν οι ίδιοι τις συνέπειες της όποιας απόφασης. Ας το κατανοήσουν επιτέλους ότι η πατρίδα ανήκει σε όλους. Και όταν υπάρχει αυτή, υπάρχουν και τα κόμματα και οι πολιτικοί.
Οι Έλληνες ήμασταν πάντα ολίγοι, αλλά αυτό δεν επηρέασε ούτε την ποιότητα ούτε το μέγεθος των επιτευγμάτων μας. Οι σύγχρονοι εθνοαποδομητές των γραμμάτων και της πολιτικής προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, απορρίπτοντας συλλήβδην τα πατριωτικά ελατήρια όσων αντιστέκονται στην ισοπεδωτική λαίλαπα των καιρών. Αγνοούν προφανώς ότι ο πατριωτισμός αποτελούσε ανέκαθεν το συνεκτικό υλικό του έθνους. Ήταν και είναι η κινητήριος δύναμη που μας ανέστησε από τις πτώσεις. Αγνοούν ακόμη και τον Ηρόδοτο που προσδιόρισε το έθνος από το «ὅμαιμόν» (δεσμούς συγγένειας), το «ὁμόθρησκον» (ίδια πίστη), το «ὁμόγλωσσον» (ίδια γλώσσα) και το «ὁμότροπον» (ίδια ήθη και έθιμα). Εάν αυτοί από μόνοι τους αποφάσισαν ότι δεν είναι όμαιμοι, ή ομόγλωσσοι, ή ομόθρησκοι, αλλά διαφορετικής φυλής ή γένους, με γεια τους με χαρά τους… Ίσως αυτά να είχε κατά νου ο Παλαμάς όταν έγραφε: «Ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι… των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι».
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο
Κων/νος Αποστόλου-Κατσαρός*
… γράφει ο Κωστής Παλαμάς, και δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Είναι δύσκολο να βρει κανείς καλά λόγια για την ελληνική εξωτερική πολιτική εν γένει, όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι. Η αλήθεια είναι ότι η αρχή έγινε από τις ιστορικές εκχωρήσεις οι οποίες προλείαναν τον δρόμο προς τις εδαφικές. Δυστυχώς απ’ ότι φαίνεται κάποιοι απεργάζονται σχέδια για να μας μετατρέψουν σε ιστορικά και γεωπολιτικά φαντάσματα. «Τις πταίει» λοιπόν γι’ αυτό που συμβαίνει στη χώρα; Ο λαός, οι ελίτ, οι ξένοι, ή όλα και όλοι μαζί;
Ας ξεκινήσουμε από τον εξωτερικό παράγοντα και την στάση μας απέναντί του. Έχουμε αυτοεγκλωβιστεί σε μια μονοδιάστατη και οσφυοκαμπτική εξωτερική πολιτική τύπου δορυφόρου που στην ουσία αναθέτει τη διασφάλιση των εθνικών δικαίων στα χέρια «συμμάχων» και «εταίρων». Αποτέλεσμα αυτής της εθνικής αυτοχειρίας είναι να αλλάζουμε τη στρατηγική μας με συνοπτικές διαδικασίες -εν μια νυκτί θα έλεγε κανείς-, στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί να στενοχωρήσουμε κάποιους, εντός και εκτός της ΕΕ.
… γράφει ο Κωστής Παλαμάς, και δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Είναι δύσκολο να βρει κανείς καλά λόγια για την ελληνική εξωτερική πολιτική εν γένει, όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι. Η αλήθεια είναι ότι η αρχή έγινε από τις ιστορικές εκχωρήσεις οι οποίες προλείαναν τον δρόμο προς τις εδαφικές. Δυστυχώς απ’ ότι φαίνεται κάποιοι απεργάζονται σχέδια για να μας μετατρέψουν σε ιστορικά και γεωπολιτικά φαντάσματα. «Τις πταίει» λοιπόν γι’ αυτό που συμβαίνει στη χώρα; Ο λαός, οι ελίτ, οι ξένοι, ή όλα και όλοι μαζί;
Ας ξεκινήσουμε από τον εξωτερικό παράγοντα και την στάση μας απέναντί του. Έχουμε αυτοεγκλωβιστεί σε μια μονοδιάστατη και οσφυοκαμπτική εξωτερική πολιτική τύπου δορυφόρου που στην ουσία αναθέτει τη διασφάλιση των εθνικών δικαίων στα χέρια «συμμάχων» και «εταίρων». Αποτέλεσμα αυτής της εθνικής αυτοχειρίας είναι να αλλάζουμε τη στρατηγική μας με συνοπτικές διαδικασίες -εν μια νυκτί θα έλεγε κανείς-, στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί να στενοχωρήσουμε κάποιους, εντός και εκτός της ΕΕ.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» γράφει ότι: «Ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός και μια ισχυρή πολιτική βούληση συμβάλλουν στο να σχηματίσουν τα σταθερά και μεταβλητά δεδομένα μιας αδύναμης χώρας, σε μια ισχύ κατά πολύ ανώτερη από τις δυνατότητες της, ενώ ένας ασυνεπής στρατηγικός σχεδιασμός και μια ασθενής πολιτική βούληση μπορεί να γίνουν αιτία ώστε η εξίσωση ισχύος μιας χώρας με σημαντικές δυνατότητες να κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της πραγματικής της αξίας.» Διαπίστωση που οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τις αθηναϊκές και κυπριακές ελίτ, επειδή ακριβώς γίνεται αντιληπτό σε ποιά κατηγορία εμπίπτουμε. Ας μην ξεχνάμε επίσης και το Θουκυδίδειο αξίωμα κατά το οποίο «κανένα κράτος δεν μπορεί να κρατηθεί ελεύθερο αν δεν είναι στον ίδιο βαθμό ισχυρό με τα γειτονικά του κράτη.»
Με αυτά κατά νου οδηγούμαστε στο επόμενο ερώτημα, εάν και κατά πόσο τελικά είμαστε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αφού η ανεξαρτησία και η κυριαρχία μας υπονομεύονται -ελλείψει εθνικής στρατηγικής- και μπαίνουν στην προκρούστεια κλίνη των μικροκομματικών συμφερόντων και των επιταγών των ξένων κέντρων αποφάσεων; Ακόμη και όταν ο κυρίαρχος λαός ξεκαθαρίζει την αντίθεσή του, η πολιτικές ελίτ συχνά κωφεύουν. Ενεργούν ως άλλοι νεο-κοτζαμπάσηδες των οποίων η πολιτική επιβίωση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με αντεθνικές υποχωρήσεις και ακραία ενδοτικότητα στις ελάχιστες πιέσεις.
Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο το εθνικό συμφέρον να θεωρείται συνώνυμο με τον εθνικισμό. Τέτοια είναι η αλλοίωση που έχουν υποστεί οι άρχουσες ελίτ και οι συν αυτώ δημοσιολογούντες ώστε να παρουσιάζουν το άσπρο ως μαύρο είτε με διεθνιστικό, είτε με «πολιτικά ορθό» περιτύλιγμα. Αγνοώντας ή μάλλον εθελοτυφλώντας έναντι των βασικών χαρακτηριστικών του επίβουλου ανατολικού γείτονα που αν και χρονικά βρίσκεται στον 21ο αιώνα, πολιτικά/πολιτισμικά/εθιμικά βρίσκεται σε άλλο αιώνα. Τον γείτονα που κατά τον μ. Νεοκλή Σαρρή «δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο» το οποίο συνεχίζει να λερώνει. Σε αυτόν τον γείτονα κάποιοι αγωνίζονται να χαρίσουν πεδίο ελεύθερης δράσης αντί να τον τιθασεύσουν. Πρόκειται για παράνοια, η οποία θα μας φέρει σύντομα αντιμέτωπους με δύο επιλογές, ή υποταγή/δορυφοριοποίηση/φινλανδοποίηση ή αντίδραση για τη διασφάλιση της ακεραιότητάς μας. Αποτελεί κοινή παραδοχή για τους παροικούντες ότι η Τουρκία απλώνεται όσο εμείς μαζευόμαστε. Και όσο της επιτρέπουμε να χτίζει τη «Γαλάζια Πατρίδα» άλλο τόσο εμείς θα γκρεμίζουμε τη δικιά μας. Έτσι απλά...
Το comme il faut στα ελληνοτουρκικά δεν υπήρχε ούτε στην εποχή που το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Τί πιθανότητες έχει να υιοθετηθεί από τη γείτονα σήμερα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Όσο ξεκάθαρες θα έπρεπε να είναι και οι απειλές μας (με σαφείς και απαράβατες «κόκκινες γραμμές») έναντι των επεκτατικών τους βλέψεων. Όπως έλεγε και ο μ. Σαράντος Καργάκος: «Η Τουρκία εφαρμόζει παγίως την πολιτική του do ut des (=δίνω για να μου δίνεις), αλλά προσοχή! Δίνει ό,τι σου έχει πάρει ή ό,τι σου έχει αρπάξει.» Υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να διαφωνήσει επ’ αυτού;
Στην ιστορία του Ελληνισμού, από το Μαντζικέρτ το 1071 μέχρι και σήμερα, βρισκόμαστε σε συνεχή αντιπαράθεση μαζί τους. Εσχάτως δε, διανύουμε περίοδο επαυξημένης απειλής. Οι κουμπαριές, τα ζεϊμπέκικα και οι κατευναστικές πολιτικές μας έχουν φέρει στο σημείο τα τουρκικά ερευνητικά να σουλατσάρουν ανενόχλητα σε ελληνικές θάλασσες για μήνες ολόκληρους και εν συνεχεία να παρακαλάμε και για διάλογο. Για τις υπερπτήσεις και τις παραβιάσεις του FIR, ούτε λόγος φυσικά. Αυτές δεν αναφέρονται ούτε σε μονόστηλα πλέον. Οι κακές γλώσσες μιλάνε για Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Μόνο που το Σύνδρομο αυτό διακατέχει την πολιτική τάξη. Μία πολιτική τάξη που συνεχίζει να προσθέτει στο μητρώο της πληθώρα στιγμάτων ενοχής και συνάμα να συσσωρεύει τη λαϊκή οργή η οποία αργά ή γρήγορα θα εκτονωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Για κακή τους τύχη ο Έλληνας καίτοι εύπιστος και υποχωρητικός, έχει αντίληψη και αίσθηση για το τι ακριβώς συμβαίνει και απλώς υπομένει καρτερικά. Γι' αυτό και εδώ και αρκετά χρόνια ωθείται σε ψήφο τιμωρητική. Γνωρίζει ότι πρόκειται για λύση ανάγκης (καίτοι η ταπεινότητά μας δεν την επικροτεί), αποτελεί μέσο για να διατρανώσει την αγανάκτησή του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν φέρει την πολιτική ευθύνη των επιλογών του. Αντιθέτως αποτελεί απέλπιδα προσπάθεια να κρούσει το καμπανάκι στο σαθρό πολιτικό κατεστημένο πριν το απαξιώσει τελείως.
Δεν ανήκουμε σε αυτούς που θεωρούν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Ανήκουμε σε αυτούς που ελπίζουν στη μαγιά που υπάρχει στο έθνος, η οποία κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θα αποδώσει. Κόντρα στο ρεύμα του ισοπεδωτισμού που θέλει τον νεοέλληνα έρμαιο των εξελίξεων. Αρκεί μια σπίθα για να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά του τα οποία είναι μεν εν υπνώσει, αλλά ζωντανά και ενυπάρχουν. Μπορεί όχι σε όλους αλλά σε αρκετούς. Και έχουμε πρόσφατα παραδείγματα όπου ο λαός είπε όχι σε αντεθνικές συμφωνίες και ιστορικές παραχαράξεις. Και αν αντέδρασε έτσι για την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας, καλό θα ήταν οι ηγέτες μας να αναλογιστούν τις συνέπειες πιθανής εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ακόμη χειρότερα, κυριαρχίας, αμαχητί στον αείποτε εχθρό. Είναι γελασμένοι όσοι νομίζουν ότι οι μυστικές συμφωνίες πίσω από την πλάτη του λαού (όπως η κυοφορούμενη μεταξύ Μητσοτάκη-Ερντογάν) θα τον βρουν σύμφωνο, εάν αυτές -όπως διαφαίνεται- δεν έχουν γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Είναι γελασμένοι όσοι μεταχειρίζονται την αδήριτη ανάγκη για ανανέωση του στόλου προωθώντας αγορές που δεν ικανοποιούν ούτε στο ελάχιστο τις επιχειρησιακές μας ανάγκες, αλλά δήθεν γίνονται με «γεωπολιτικό κριτήριο», προφανώς επηρεασμένοι από εξωγενείς πιέσεις.
Η εξωτερική πολιτική δεν αρμόζει να υποτάσσεται σε κομματικούς σκοπούς και επιδιώξεις, ούτε σε ξένους δάκτυλους. Αντιθέτως οφείλει να υπηρετεί απαρέγκλιτα το εθνικό συμφέρον. Και φυσικά χωρίς εθνική συνεννόηση και διακομματική σύμπνοια δεν πρέπει να προωθείται κανένα ζήτημα μείζονος εθνικής σημασίας. Αντιθέτως εσχάτως γινόμαστε μάρτυρες σε ανήκουστα πράγματα. Το ίδιο το Μαξίμου να ενεργεί πίσω από την πλάτη του υπουργείου Εξωτερικών. Προφανώς, κάποιοι εσφαλμένα εκτιμούν ότι ο λαός θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια εάν φερ' ειπείν επιχειρήσουν να αποκόψουν το Καστελλόριζο από την υπόλοιπη Ελλάδα χαρίζοντας στην Τουρκία την ελληνικότατη υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που μας ενώνει με την αδελφή Κύπρο. Έχουν την πεποίθηση ότι η προσφυγή στη Χάγη θα νομιμοποιήσει στα μάτια της κοινής γνώμης μια εθνικά επιζήμια απόφαση, και δεν αντιλαμβάνονται ότι εάν επιχειρήσουν να μας στείλουν στο Διεθνές Δικαστήριο, θα επωμιστούν οι ίδιοι τις συνέπειες της όποιας απόφασης. Ας το κατανοήσουν επιτέλους ότι η πατρίδα ανήκει σε όλους. Και όταν υπάρχει αυτή, υπάρχουν και τα κόμματα και οι πολιτικοί.
Οι Έλληνες ήμασταν πάντα ολίγοι, αλλά αυτό δεν επηρέασε ούτε την ποιότητα ούτε το μέγεθος των επιτευγμάτων μας. Οι σύγχρονοι εθνοαποδομητές των γραμμάτων και της πολιτικής προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, απορρίπτοντας συλλήβδην τα πατριωτικά ελατήρια όσων αντιστέκονται στην ισοπεδωτική λαίλαπα των καιρών. Αγνοούν προφανώς ότι ο πατριωτισμός αποτελούσε ανέκαθεν το συνεκτικό υλικό του έθνους. Ήταν και είναι η κινητήριος δύναμη που μας ανέστησε από τις πτώσεις. Αγνοούν ακόμη και τον Ηρόδοτο που προσδιόρισε το έθνος από το «ὅμαιμόν» (δεσμούς συγγένειας), το «ὁμόθρησκον» (ίδια πίστη), το «ὁμόγλωσσον» (ίδια γλώσσα) και το «ὁμότροπον» (ίδια ήθη και έθιμα). Εάν αυτοί από μόνοι τους αποφάσισαν ότι δεν είναι όμαιμοι, ή ομόγλωσσοι, ή ομόθρησκοι, αλλά διαφορετικής φυλής ή γένους, με γεια τους με χαρά τους… Ίσως αυτά να είχε κατά νου ο Παλαμάς όταν έγραφε: «Ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι… των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι».
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο
Δημοσίευση σχολίου