Μαργαρίτης Γιώργος
Όταν οι Τούρκοι ξεκίνησαν τη μεθοδική αποκαθήλωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στις θαλάσσιες ζώνες της, η κυβέρνηση Αναστασιάδη κατέφυγε στους διεθνείς οργανισμούς χαρακτηρίζοντας μάλιστα τα όσα συμβαίναν με τον πολύ φορτισμένο όρο της “δεύτερης εισβολής”. Έκτοτε διαπιστώθηκε ότι ο πολύ φορτισμένος λόγος της καταγγελίας είχε μάλλον συναισθηματική παρά πολιτική αξία. Προσέκρουσε, εκτός των άλλων, και στην τουρκική διπλωματία των εξοπλισμών.
Από την πλευρά της Λευκωσίας, πάντως, είναι, σε κάθε περίπτωση, διπλωματικά αφύσικο να καταγγέλλεις από τη μία πλευρά ότι η χώρα σου δέχεται εισβολή από ξένη δύναμη και από την άλλη να συζητάς για νέες λύσεις του Κυπριακού και για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως την ενοποίηση των δικτύων κινητής τηλεφωνίας κατεχομένων και ελεύθερων περιοχών. Εάν επιθυμείς να ζυγίσουν σωστά το βάρος των καταγγελιών σου, τότε και εσύ οφείλεις να το ζυγίζεις με τα ίδια μέτρα και σταθμά.
Ανεξάρτητα όμως από τον αμήχανο –και ως εκ τούτου αντιφατικό– πολιτικό λόγο της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας τα γεγονότα από μόνα τους θα προκαλούσαν έτσι και αλλιώς διεθνείς αντιδράσεις. Στον πολύ στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου η Τουρκία δείχνει να υπαγορεύει δική της πολιτική και δικούς της κανόνες σε τρόπο ώστε να μην ενοχλεί μόνο τη Λευκωσία και την Αθήνα.
Πρόκειται για μια αναδυόμενη, περιφερειακά έστω, δύναμη και τα όρια της κυριαρχίας και της επιρροής της αφορούν όλες τις εμπλεκόμενες στην περιοχή μεγάλες ή μικρές δυνάμεις. Με απλά λόγια η Τουρκία αποτελεί έναν σοβαρό πονοκέφαλο για τον “ατλαντικό” κόσμο, μέρος του οποίου παρεμπιπτόντως εξακολουθεί να είναι. Ο κόσμος αυτός λοιπόν αντέδρασε ως τώρα μάλλον ήπια, κατευναστικά και συμβιβαστικά στα όσα συμβαίνουν γύρω από την Κύπρο.
Το ειδικό βάρος της Τουρκίας
Επέβαλε μερικά μέτρα οικονομικού κυρίως χαρακτήρα χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο και πολλές διαπραγματεύσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο όπου προστίθενται οι S-400, καθώς και το μεταναστευτικό ζήτημα. Το βασικό χαρακτηριστικό των αντιδράσεων ήταν ο επικοινωνιακός τους χαρακτήρας, η μέριμνα δηλαδή του να φανεί ότι υπάρχει αντίδραση, χωρίς στην ουσία να ενοχλείται και να πιέζεται ιδιαίτερα η Τουρκία.
Το ειδικό βάρος της Τουρκίας βρίσκεται πίσω από την πολιτική των δισταγμών, των ταλαντεύσεων και των αντιφατικών ενεργειών τόσο στις μικρότερες (Βερολίνο, Παρίσι, Ρώμη) όσο και στις ισχυρές (Ουάσιγκτον) πρωτεύουσες του Δυτικού Κόσμου. Είναι, για παράδειγμα, γνωστή η σημασία της οικονομίας των εξοπλισμών για τις χειμάζουσες δυτικές οικονομίες. Στο πεδίο αυτό η Τουρκία , αν και καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών της με εγχώρια παραγωγή, αποτελεί έναν βασικό πελάτη και στρατηγικό συνεργάτη για πολλές χώρες.
Σύμφωνα με στοιχεία του οργανισμού SIPRI, στην διετία 2017-2018 η Τουρκία εισήγαγε από την Ιταλία οπλικά συστήματα αξίας 270 εκατομμυρίων TIV (Trend Indicator Values – μονάδα υπολογισμού που χρησιμοποιεί το SIPRI). Το σύνολο των εξαγωγών όπλων της Ιταλίας ήταν για την ίδια περίοδο 1.413 εκατομμύρια TIV. Οι εξαγωγές στην Τουρκία αντιπροσώπευαν δηλαδή το 20% περίπου του συνόλου. Χωρίς αυτές τις εξαγωγές, η ιταλική πολεμική βιομηχανία θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Οι εξαγωγές της περιορίστηκαν κατά το ένα τέταρτο ανάμεσα στα 2017 και 2018.
Η διπλωματία των εξοπλισμών
Η Τουρκία ήταν από απόσταση ο κυριότερος πελάτης της ιταλικής βιομηχανίας όπλων. Ακόμα πιο εξαρτημένη από τις εξαγωγές στην Τουρκία εμφανίζεται να είναι η ισπανική βιομηχανία, από την οποία η Τουρκία αγόρασε τη διετία 2017-2018, όπλα αξίας 292 εκατομμυρίων TIV (κυρίως εξοπλισμό του Anadolou και αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας).
Οι ΗΠΑ εμφανίζονται λιγότερο εκτεθειμένες σε ανοίγματα στην Τουρκία, καθότι οι αγορές όπλων από την τελευταία περιορίζονταν στην ίδια διετία στο 2% του συνόλου των αμερικανικών εξαγωγών όπλων. Παρόλα αυτά πρόκειται για το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 438 εκατομμυρίων TIV. Η Γερμανία και η Ολλανδία αποτελούν επίσης βασικούς προμηθευτές της Τουρκίας, το σύνολο των εισαγωγών στρατιωτικού υλικού της οποίας υπολογίζεται σε 1.110 εκατομμύρια TIV για το 2017-18.
Το ίδια διάστημα, για να έχουμε κάποιο μέτρο σύγκρισης, η Ελλάδα εισήγαγε στρατιωτικό υλικό αξίας 146 εκατομμυρίων. Από αυτό το ποσό περισσότερο από τα δύο τρίτα αφορούσαν αγορές από τις ΗΠΑ (113 εκατομμύρια). Ακολούθησε η Γαλλία με 32 εκατομμύρια και η Ιταλία με 1 εκατομμύριο. Σε αντίθεση με την τουρκική περίπτωση δεν βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μεγέθη που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια “δια των εξοπλισμών” διπλωματία.
Αλλά και τώρα που συζητείται το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα των φρεγατών, οι πληροφορίες που κυκλοφορούν στα ΜΜΕ δείχνουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει στην πεπατημένη. Αντί να επιλέξει την επιχειρησιακά καταλληλότερη φρεγάτα, προσανατολίζεται στην αμερικανική πρόταση, παρ’ ότι είναι κοινός τόπος ότι είναι από κάθε άποψη προβληματική. Άλλη μια σταθερά, λοιπόν, αυτού που ονομάζεται ελληνικός “αμυντικός σχεδιασμός” φαίνεται πως εκπίπτει.
Δημοσίευση σχολίου