GuidePedia

0


Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922 και στην Τουρκία ως Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας) ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαΐου 1919 και Οκτωβρίου 1922.

Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες.

Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000.

Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000.

Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού των περιοχών, αλλά που κυριαρχούσαν οικονομικά, είχαν δε καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρ’ ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον, έχοντας 2.177 σχολεία με 177.505 μαθητές και 4.596 δασκάλους, καθώς και 2.232 εκκλησίες.

Οι διασωθέντες έφτασαν στο Βασίλειο της Ελλάδας ως πρόσφυγες και τραγικές αποδείξεις μιας ανολοκλήρωτης πορείας. Ερωτηματικό παραμένει ως σήμερα, ο μεγάλος αριθμός κρυπτοχριστιανών οι οποίοι παραμένουν ως και σήμερα, αφανείς.

Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.

ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Εκτός από τον πρωτοφανή, συγκριτικά με τα δύο πρώτα έτη της εκστρατείας, αριθμό των απωλειών (38.708 νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι), η ελληνική κοινωνία ήρθε για πρώτη φορά το 1921 αντιμέτωπη με το ζήτημα των στρατιωτών που η τύχη τους αγνοούνταν ή ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του 1921, από τη δύναμη της Ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας αγνοούνταν η τύχη 1.389 οπλιτών και 10 αξιωματικών.

Πόσοι από αυτούς ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι των κεμαλικών ήταν, αρχικά, άγνωστο για τις ελληνικές αρχές.

Σαφείς πληροφορίες για τον αριθμό των αιχμαλώτων και τις συνθήκες κράτησής τους η Αθήνα άρχισε να έχει από τον Οκτώβριο του 1921, όταν έφθαναν λαθραία επιστολές αιχμαλώτων μέσω Άγγλων και Γάλλων στρατιωτικών που κρατούνταν στο ίδιο στρατόπεδο με τους Έλληνες και ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο συμφωνιών της Άγκυρας με Λονδίνο και Παρίσι (συμφωνία Φρανκλίν Μπουγιόν).

Ανάλογες πληροφορίες έρχονταν από πρόσφυγες ομογενείς που εγκατέλειπαν την Κιλικία μετά τη γαλλοκεμαλική συμφωνία. Τον Νοέμβριο, η ελληνική Υπατη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη έλαβε μέσω της Τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου ονομαστικούς καταλόγους 324 Ελλήνων αιχμαλώτων, που οι περισσότεροι κρατούνταν σε στρατόπεδο στο Ταλάς της Καισάρειας.

Ανάμεσά τους ήταν ένας ταγματάρχης και οκτώ αεροπόροι.

Ας σημειωθεί ότι ένας από τους αιχμάλωτους αεροπόρους ήταν ο Βασίλειος Κοτρότσος, το ημερολόγιο του οποίου διασκεύασε λογοτεχνικά ο Μάρκος Αυγέρης και εξέδωσε ανώνυμα το 1923 με τίτλο «Από την αιχμαλωσία.

Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ.».

ΣΚΛΗΡΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

Οι διαθέσιμες πληροφορίες των ελληνικών αρχών έκαναν λόγο για άθλιες συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων και βάναυση κακομεταχείρισή τους από τους κεμαλικούς. Οι αιχμαλωτισθέντες απογυμνώνονταν από ρούχα και υποδήματα, οδηγούνταν γυμνοί σε μακρές πορείες, σιτίζονταν ανεπαρκώς και κακοποιούνταν, με αποτέλεσμα αρκετοί να αποβιώνουν. Σε επιστολή αιχμαλώτου λοχία της 11ης Μεραρχίας σημειωνόταν χαρακτηριστικά:

«Την οικτράν θέσιν μας αδυνατεί και ο ισχυρότερος χειριστής του καλάμου να περιγράψη…

Απογυμνωθέντες τελείως των χρημάτων και ενδυμάτων τυραννούμενοι βαναυσότατα και ενδιαιτώμενοι εστερημένως, αποθνήσκομεν κατά καιρούς.

Ασθενούντες δεν περιθαλπώμεθα, δερόμεθα ανηλεώς και εις τα επικλήσεις μας και οιμωγάς η απάντησις των τυράννων μας είναι σους Γκιαούρ».

Ο αεροπόρος Γερανόπουλος ανέφερε στην επιστολή του ότι οι στρατιώτες αιχμάλωτοι που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία καταδικάζονταν σε θάνατο από τα κεμαλικά δικαστήρια ανεξαρτησίας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ενώ θεωρούσε αδύνατη την επιβίωση μέσα στον χειμώνα των εξασθενημένων από τις κακουχίες και τα μαρτύρια αιχμαλώτων.

Οι συνθήκες αιχμαλωσίας που περιγράφονται στις επιστολές δεν έχουν καμία σχέση με τα όσα όριζε το ισχύον την εποχή εκείνη διεθνές δίκαιο (IV Σύμβαση της Χάγης περί αιχμαλώτων πολέμου του 1907 και Σύμβαση της Γενεύης του 1906).

Στα τέλη του 1921 και στις αρχές του 1922, πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων άρχισαν να εμφανίζονται στις ελληνικές εφημερίδες, που συχνά ζητούσαν να ληφθούν αντίποινα εις βάρος των Τούρκων αιχμαλώτων που κρατούσε η Ελλάδα.

Παράλληλα, δημοσιεύονταν ονομαστικοί κατάλογοι αιχμαλώτων, κυρίως για να ειδοποιηθούν οι συγγενείς τους, αφού για πολλούς δεν υπήρχαν στοιχεία κατοικίας, τακτική που ακολουθούσαν οι Μικρασιάτες στρατεύσιμοι γνωρίζοντας ότι αποκάλυψη της καταγωγής τους ισοδυναμούσε με θάνατο. Θέλοντας να διασφαλίσει την επιβίωση των αιχμαλώτων, η Αθήνα υπέβαλε αίτημα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για επιθεώρηση των στρατοπέδων αιχμαλώτων στην Τουρκία. Αποτέλεσμα του ελληνικού αιτήματος ήταν η επιθεώρηση του στρατοπέδου του Ταλάς από τον Ελβετό γιατρό Rοerich στις αρχές του 1922.

Το στρατόπεδο είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από τους κεμαλικούς και ο απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού σημείωσε στην έκθεσή του ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων ήταν σχετικά καλές.

Τον Φεβρουάριο του 1922 απελευθερώθηκαν και τρεις αιχμάλωτοι Έλληνες υπίατροι, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα έγιναν δεκτοί από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και κατέγραψαν την εμπειρία της αιχμαλωσίας τους σε συνεχή άρθρα στον Τύπο, κάνοντας γνωστά στην ελληνική κοινή γνώμη τα όσα τραγικά βίωσαν.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι της Αθήνας έβλεπαν χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους «να περνούν σαν μπέηδες απολαύοντες των αγαθών της Αττικής φύσεως και της Ελληνικής ελευθερίας», σύμφωνα με διατύπωση αθηναϊκής εφημερίδας.

Το θέαμα βέβαια δεν ήταν πρωτόγνωρο, αφού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αιχμαλωτίσει χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες διασκορπίζοντάς τους σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, όπως αυτό της Μακρονήσου.

Το 1921 ο αριθμός των Τούρκων στρατιωτικών αιχμαλώτων και των πολιτών που εκτοπίζονταν για λόγους ασφάλειας της Στρατιάς της Μικράς Ασίας ξεπερνούσε τις 10.000.

Τον Νοέμβριο του 1922 οι ελληνικές αρχές είχαν καταγράψει 10.461 στρατιωτικούς αιχμαλώτους και 4.170 αιχμαλώτους Τούρκους πολίτες.

Οι αιχμάλωτοι κρατούνταν σε στρατόπεδα σε Λιόσια, Γουδί, Λάρισα, Λευκάδα, Κρήτη, Κέρκυρα και Μήλο.

Οι εφημερίδες δημοσίευαν συχνά ειδήσεις για άφιξη ατμόπλοιων με Τούρκους αιχμαλώτους.

Τον Ιούλιο μάλιστα του 1921, ιαπωνικό ατμόπλοιο έφθασε στον Πειραιά γεμάτο με Τούρκους αιχμαλώτους που αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια.

Με τους άνδρες να λείπουν στο μέτωπο, οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ήταν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό που οι ελληνικές αρχές δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο.

Ο υπουργός Γεωργίας, για παράδειγμα, ζητούσε επειγόντως αιχμαλώτους για τον θερισμό των σιτηρών στη Θεσσαλία.

Η διάθεση των αιχμαλώτων γινόταν με απόφαση του υπουργείου Στρατιωτικών, που τον Αύγουστο του 1921 μοίρασε 1.500 Τούρκους αιχμαλώτους για τις ανάγκες εργασιών οδοποιίας στην Κέρκυρα, μεταλλευτικών εργασιών στην Αττική, κατασκευής των οδών Βουλιαγμένης και Πάρνηθας, αλλά και σε αγροτικές εργασίες κτηματιών.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑΝ

Την Ελλάδα ενδιέφερε να προβάλει στη διεθνή κοινότητα μια εικόνα ιδεατής αντιμετώπισης των Τούρκων αιχμαλώτων, αντιδιαστέλλοντάς τη με τη βάρβαρη συμπεριφορά της Άγκυρας απέναντι στους Έλληνες αιχμαλώτους.

Η εικόνα αυτή εντασσόταν στην ευρύτερη επιχειρηματολογία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κατά την οποία η Ελλάδα, μια χώρα με ανώτερο πολιτισμό και μακραίωνη παράδοση στις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισοπολιτείας, θα μπορούσε να διοικήσει με επιτυχία περιοχές με πολυπληθείς μουσουλμανικούς και άλλους μειονοτικούς πληθυσμούς, όπως η Μικρά Ασία.

Οι εφημερίδες δημοσίευαν τακτικά επιστολές Τούρκων αιχμαλώτων που ευγνωμονούσαν τις ελληνικές αρχές ή ημερήσιες διαταγές στρατιωτικών αρχών που αποδείκνυαν άμεμπτη συμπεριφορά στους αιχμαλώτους.

Στην πραγματικότητα οι συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων δεν ήταν ιδανικές και ποίκιλλαν ανάλογα το στρατόπεδο, η Ελλάδα καθυστέρησε να παραδώσει στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ονομαστικούς καταλόγους και δεν έκανε διάκριση των αιχμαλώτων ανάμεσα σε πολίτες και στρατιώτες, όπως σημειώνει στην έκθεσή του απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που επιθεώρησε τα στρατόπεδα αιχμαλώτων στην Ελλάδα.

Το δράμα των Ελλήνων στρατιωτών της Μικράς Ασίας, κορυφώθηκε τον Αύγουστο του 1922 και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Δεκάδες χιλιάδες οι αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι Έλληνες στρατιώτες, που όσοι ήταν τυχεροί και επέζησαν, επέστρεφαν στην Ελλάδα μέχρι και το 1924, ενώ η ψυχική οδύνη των συγγενών των αγνοουμένων που δεν γνώριζαν την τύχη των δικών τους ανθρώπων και δεν ήθελαν να αποδεχθούν το προφανές κράτησε για πολλά χρόνια ακόμα, αποτελώντας άλλη μια χαίνουσα πληγή της Μικρασιατικής Καταστροφής.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top