Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Είναι κοινό μυστικό ότι οι ΗΠΑ πιέζουν την Ελλάδα να αγοράσει τις αμερικανικές φρεγάτες τύπου MMSC στο πλαίσιο του προγράμματος ενίσχυσης του Πολεμικού Ναυτικού με τέσσερις σύγχρονες φρεγάτες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι MMSC είναι κατάλληλες για τον σκοπό που τις χρειάζεται το Πολεμικό Ναυτικό, ώστε να είναι αποδεκτές ως υποψήφιες προς αγορά. Ας προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε στηριζόμενοι όχι σε ισχυρισμούς ανταγωνιστών, αλλά σε αμερικανικές πηγές.
Λόγω λανθασμένων πληροφοριών, ίσως επειδή η Fincantieri εμπλέκεται στην σχεδίαση και παραγωγή, οι MMSC δεν βασίζονται στις φρεγάτες FREMM. Αντίθετα βασίζονται στην κλάση LCS Freedom. Στις FREMM θα βασιστεί το επόμενο πλοίο που σχεδιάζει προς ένταξη το αμερικανικό Ναυτικό κλάσης Constellation. Το πρώτο εξ αυτών θα αρχίσει να κατασκευάζεται το ερχόμενο καλοκαίρι.
Οι κατασκευαστές της MMSC δείχνουν την πώληση τεσσάρων φρεγατών στην Σαουδική Αραβία σαν απόδειξη της επιχειρησιακής αξίας του πλοίου. Το Ριάντ, όμως, σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τα σκάφη στον ανατολικό στόλο του, δηλαδή εντός του Κόλπου, που σημαίνει ότι οι φρεγάτες θα καλύπτονται από την ομπρέλα που προσφέρουν τα χερσαία αντιαεροπορικά συστήματα.
Το πρόγραμμα LCS
Στις 20 Ιανουαρίου ο υπεύθυνος για θέματα άμυνας το αμερικανικό Forbes δημοσίευσε άρθρο του αμυντικού συντάκτη του Κρέγκ Χούπερ με τίτλο “Ο Μπάιντεν πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να σκοτώσει την κλάση LCS Freedom”. Το άρθρο είναι ενδεικτικό της κριτικής που ασκείται στο αμφιλεγόμενο πρόγραμμα. Ας σημειωθεί ότι το αμερικανικό Ναυτικό αρνείται να παραλάβει άλλα πλοία της κλάσης MMSC μέχρι να διορθωθούν βασικά προβλήματα πρόωσης και ευστάθειας.
Η άνευ προηγουμένου κύρωση σ’ αυτά τα πλοία έχει φέρει μεγάλη αναστάτωση. Η αναστολή των παραδόσεων παγιδεύει δύο σχεδόν ολοκληρωμένα πλοία (το μελλοντικό Minneapolis-Saint Paul LCS 21 και το Cooperstown LCS 23) στο ναυπηγείο Marinette Wisconsin της Fincantieri. Έχει θέσει, επίσης, υπό αμφισβήτηση τη μοίρα τεσσάρων επιπλέον ημιτελών σκαφών της κλάσης MMSC. Χιλιάδες εργαζόμενοι και ναυτικοί εξαρτώνται από το πόσο «γρήγορα και δημιουργικά η προεδρία Μπάιντεν μπορεί να τερματίσει αυτό το ελαττωματικό πρόγραμμα ναυπήγησης».
Ο αρθρογράφος του Forbes δεν χρησιμοποιεί τη λέξη “δημιουργικά” ελαφρά τη καρδία. Υπάρχουν μισοτελειωμένα πλοία, τα οποία αφού είναι ανεπιθύμητα από το αμερικανικό Ναυτικό πρέπει να πωληθούν σε κάποιον. Με τις κατάλληλες “κοπτοραπτικές” μεθόδους τμήματα μπορεί να προστεθούν ή να ανασκευαστούν, ή τμήματά τους να μεταφερθούν σε νέα υπό κατασκευή πλοία, τα οποία θα βαφτιστούν νέα σκάφη που βασίζονται στην κλάση Freedom, όπως οι MMSC.
Συνεχείς ζημιές
Το βασικό πρόβλημα είναι οι συνεχείς ζημιές στο σύστημα μετάδοσης κίνησης και συγκεκριμένα στον μειωτήρα στροφών, δηλαδή το “κιβώτιο ταχυτήτων”. Αυτό το μηχανικό σύστημα είναι σχεδόν αδύνατον να αντικατασταθεί μετά την εγκατάσταση. Όποια σχεδίαση βασίζεται στην κλάση αυτή θα αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα, εφόσον οι κατασκευαστές που παλεύουν να το λύσουν από το 2008 δεν κατάφεραν να βρουν λύση που να ικανοποιεί το αμερικανικό Ναυτικό.
Άλλο πρόβλημα είναι ότι το πλοίο είναι υπέρβαρο κατά 6% όπως είχε παραδεχτεί ο εκπρόσωπος του αμερικανικού ναυτικού σημαιοφόρος Κλέι Ντος και ως εκ τούτου είναι πιο πιθανό να βυθιστεί σε περίπτωση βλάβης. Αυτό φαίνεται να προκλήθηκε από αλλαγές στο σχεδιασμό κατά την κατασκευή. Το αμερικανικό Ναυτικό είχε πει ότι το πλοίο θα απαιτήσει ειδικές διαδικασίες λειτουργίας έως ότου διορθωθεί. Ο επιλεγμένος τρόπος αντιμετώπισης θα είναι η εγκατάσταση εξωτερικών δεξαμενών για επιπλέον πλευστότητα.
Το Ναυτικό είχε πει ότι η κλάση Freedom (σ’ αυτή ανήκει η φρεγάτα MMSC), με την προσθήκη των εξωτερικών δεξαμενών, θα πληρούσε την απαίτηση σταθερότητας και ότι ο σχεδιασμός του USS Fort Worth (LCS-3) περιλαμβάνει πρόσθετες βελτιώσεις για καλύτερη σταθερότητα. Τελικά, όμως, και τα δύο πλοία θα αποσυρθούν φέτος, έχοντας λιγότερο από 13 χρόνια προβληματικής λειτουργίας.
Αλλά μια έκθεση του Κυβερνητικού Γραφείου Λογοδοσίας (GAO), του 2016, προς τις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου αναφέρεται εκτενώς σε μια σωρεία προβλημάτων τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν, όχι μόνον στο πρόγραμμα LCS , αλλά στο πως το αμερικανικό ναυτικό παραγγέλνει φρεγάτες και υλοποιεί τα προγράμματα αυτά. Αν είχαν αντιμετωπιστεί τα προβλήματα το αμερικανικό ναυτικό θα παραλάμβανε τα υπόλοιπα πλοία.
Η πλευσιμότητα
Στην ιστοσελίδα της στα ελληνικά, η Lockheed Martin εκθέτει σειρά επιχειρημάτων για το πως η MMSC θα προσφέρει τεράστια πλεονεκτήματα στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Το πρώτο επιχείρημα που παρατίθεται είναι «Η φρεγάτα MMSC προέρχεται από ένα δοκιμασμένο, λειτουργικό πλοίο που έχει αποδείξει την αξία του στη μάχη. Το πλοίο είναι μια παραλλαγή του Littoral Combat Ship (LCS) του Αμερικάνικου Πολεμικού Ναυτικού».
Αν κρίνουμε, όμως, από το πάγωμα των παραδόσεων, αλλά και την υπό όρους χρήση των ήδη ενταγμένων πλοίων αυτού του τύπου, το αμερικανικό Ναυτικό δεν συμμερίζεται τη γνώμη της κατασκευάστριας εταιρείας. Γι’ αυτό και προσπαθεί να ακυρώσει τις υπόλοιπη παραγγελία. Δεν περιμένει, βέβαια, κανείς από έναν κατασκευαστή να πει κακά λόγια για το προϊόν του, αλλά αυτό το επιχείρημα δεν στέκει.
Οι κατασκευαστές προτείνουν γερμανικούς ντιζελοκινητήρες, ώστε μηχανολογικά να είναι συμβατά τα πλοία με τις ΜΕΚΟ 200, αλλά δεν έχει ειπωθεί τίποτα σχετικά με τους αεροστροβίλους ή για τoν μειωτήρα. Όπως προαναφέραμε, αυτός καταγγέλλεται σαν σχεδιαστικά ελαττωματικός και γι’ αυτό εδώ και 13 χρόνια δεν έχει βρεθεί τρόπος να λυθεί το πρόβλημα. Θα υπάρξει χρήση άλλου και ποιανού κατασκευαστή;
Πρόβλημα είναι και η πλευσιμότητα. Η κατασκευάστρια αναφέρει «Η MMSC μπορεί να λειτουργεί σε βάθος 4,5 μέτρων, όντας έτσι ιδανική για παράκτια περιβάλλοντα, όπως είναι το Αιγαίο Πέλαγος. Εκτός, όμως, από τη δυνατότητά της να δραστηριοποιείται παράκτια και σε αβαθή ύδατα, η MMSC έχει τη δυνατότητα να επιχειρεί και σε ανοιχτούς ωκεανούς».
Όμως, το βάθος αυτό μειώνει την πλευσιμότητα. Θυσιάζοντας το βύθισμα για ρηχή παράκτια χρήση και μεγαλύτερη ταχύτητα (λόγω μικρότερης τριβής), η πλεύση σε ταραγμένα νερά καθίσταται πιο δύσκολη. Η χρήση πλευρικών δεξαμενών (όπως στα κλάσης Freedom) είναι άραγε η ενδεδειγμένη λύση; Και στο κάτω-κάτω τις φρεγάτες δεν τις χρειαζόμαστε για να προστατεύουμε τα αβαθή που δεν υπάρχουν στο Αιγαίο, αλλά κυρίως για την ανοικτή θάλασσα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο εξοπλισμός
Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται φρεγάτες με δυνατότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής για μια σειρά λόγων που έχουν αναφερθεί. Άρα χρειάζεται φρεγάτες εξοπλισμένες με ένα σύστημα συστημάτων, δηλαδή αισθητήρων, ραντάρ μεγάλης εμβέλειας, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και προηγμένο σύστημα διαχείρισης μάχης. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει και για τις μειωμένες δυνατότητες μεταφοράς οπλισμού. Παρ’ όλα αυτά η κατασκευάστρια επιμένει πως μπορεί να βάλει στις φρεγάτες της ό,τι επιλέξει το Πολεμικό Ναυτικό. Το Ναυτικό θέλει σόναρ τροπίδος, αλλά αυτό δεν μπορεί να παρασχεθεί.
Σύμφωνα με εγχώριο δημοσίευμα η MMSC μπορεί να εξοπλιστεί με πυραύλους «SM-2, ESSM, CAMM-ER, NSM, VL-ASROC, ακόμη και με… Exocet». Αλλά για να τοποθετηθούν όλα αυτά τα όπλα πρέπει να αλλάξει η διαμόρφωση και η όλη υπερκατασκευή. Αν κρίνουμε δε από το πως αντιμετωπίζεται η τοποθέτηση επιπλέον συστημάτων στις ίδιες φρεγάτες της Σαουδικής Αραβίας, το πλοίο έχει φορτωθεί τόσο πολύ εξωτερικά που η όποια έννοια “στελθ” (αόρατη από τα ραντάρ) ακυρώνεται.
Το κόστος παραμένει ασαφές. Αρμόδιες πηγές αναφέρουν ότι με τα όπλα και την διαμόρφωση που επιθυμεί το Ναυτικό το κόστος σχεδόν θα διπλασιαστεί. Αν προταθούν φρεγάτες με εκτόπισμα γύρω στους 4.200-4.500 τόνους για να δεχτούν άνετα τις επιπλέον κυψέλες πυραύλων, το κόστος θα αυξηθεί περαιτέρω. Μήπως υπάρχουσες τροπίδες (κάτω μέρος της καρίνας, σ’ αυτή χτίζεται το πλοίο), ή άλλα τμήματα τεμαχιστούν για να καταστεί δυνατή η προσθήκη; Είναι, όμως, αυτό επιθυμητό;
Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται φρεγάτες με δυνατότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής για μια σειρά λόγων που έχουν αναφερθεί. Άρα χρειάζεται φρεγάτες εξοπλισμένες με ένα σύστημα συστημάτων, δηλαδή αισθητήρων, ραντάρ μεγάλης εμβέλειας, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και προηγμένο σύστημα διαχείρισης μάχης. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει και για τις μειωμένες δυνατότητες μεταφοράς οπλισμού. Παρ’ όλα αυτά η κατασκευάστρια επιμένει πως μπορεί να βάλει στις φρεγάτες της ό,τι επιλέξει το Πολεμικό Ναυτικό. Το Ναυτικό θέλει σόναρ τροπίδος, αλλά αυτό δεν μπορεί να παρασχεθεί.
Σύμφωνα με εγχώριο δημοσίευμα η MMSC μπορεί να εξοπλιστεί με πυραύλους «SM-2, ESSM, CAMM-ER, NSM, VL-ASROC, ακόμη και με… Exocet». Αλλά για να τοποθετηθούν όλα αυτά τα όπλα πρέπει να αλλάξει η διαμόρφωση και η όλη υπερκατασκευή. Αν κρίνουμε δε από το πως αντιμετωπίζεται η τοποθέτηση επιπλέον συστημάτων στις ίδιες φρεγάτες της Σαουδικής Αραβίας, το πλοίο έχει φορτωθεί τόσο πολύ εξωτερικά που η όποια έννοια “στελθ” (αόρατη από τα ραντάρ) ακυρώνεται.
Το κόστος παραμένει ασαφές. Αρμόδιες πηγές αναφέρουν ότι με τα όπλα και την διαμόρφωση που επιθυμεί το Ναυτικό το κόστος σχεδόν θα διπλασιαστεί. Αν προταθούν φρεγάτες με εκτόπισμα γύρω στους 4.200-4.500 τόνους για να δεχτούν άνετα τις επιπλέον κυψέλες πυραύλων, το κόστος θα αυξηθεί περαιτέρω. Μήπως υπάρχουσες τροπίδες (κάτω μέρος της καρίνας, σ’ αυτή χτίζεται το πλοίο), ή άλλα τμήματα τεμαχιστούν για να καταστεί δυνατή η προσθήκη; Είναι, όμως, αυτό επιθυμητό;
Οι MMSC δεν πληρούν τις προϋποθέσεις
Οι φρεγάτες MMSC δεν φαίνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει το Πολεμικό Ναυτικό για να επιτελέσει την αποστολή του. Δηλαδή, για να διεκδικήσει την κυριαρχία κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο με την δημιουργία “Ναυτικού κυανών υδάτων” (blue water navy). Βασισμένα σε μια φιλοσοφία παράκτιων επιχειρήσεων και με την επιθυμία να αποκτηθεί εσπευσμένα από το αμερικανικό Ναυτικό ενεργός στόλος με 355 πλοία, οι ΗΠΑ ενέταξαν άρον-άρον τις κλάσεις LCS και τώρα που διαπίστωσαν τα προβλήματα σπεύδουν να τις ξεφορτωθούν.
Πρέπει μάλιστα να προσέξει το υπουργείο Άμυνας και η ηγεσία του Ναυτικού μην τυχόν η λεγόμενη “ενδιάμεση λύση” συνίσταται στην παροχή πλοίων κλάσης LCS Freedom, τα οποία αντί να λύσουν προβλήματα μάλλον θα αποτελέσουν πονοκέφαλο για το Ναυτικό. Τα πλοία αυτά σχεδιάστηκαν για να αναλάβουν τον ρόλο των έως τώρα χαμηλών επιδόσεων πλοίων ανθυποβρυχιακού πολέμου και εξουδετέρωσης ναρκών. Και θα μπορούσαν να κάνουν τις επιχειρήσεις αυτές αν είχαν λύσει τα τεχνικά προβλήματα που εμφανίστηκαν. Δεν σχεδιάστηκαν για να επιχειρούν σε ανοικτές θάλασσες. Πόσο θα μπορούσε μια προέκταση δυνατοτήτων στον εξοπλισμό να υπερβεί τα εγγενή αυτά τεχνικά μειονεκτήματα;
Δημοσίευση σχολίου