Η μέχρι τώρα τουρκική στάση περιορίζει δραματικά τις προοπτικές ενός ακόμη «αναίμακτου», για την Άγκυρα, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Δρ. Χρήστος Ζιώγας*Θεώρησε προ μηνών το Βερολίνο, άμα τη αναλήψει της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, ότι Αθήνα και Άγκυρα έπρεπε να ξεκινήσουν παρευθύς διερευνητικές επαφές που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις έναρξης διμερούς διαλόγου, με απώτερο σκοπό την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η εν λόγω προσέγγιση είχε ένθερμους υποστηρικτές σε ευρωατλαντικό επίπεδο, πιστώνοντας στη Γερμανία το ρόλο του διαμεσολαβητή στη εξελισσόμενη ελληνοτουρκική κρίση. Η αναβάθμιση της Γερμανίας είναι απόρροια της ενισχυμένης της θέσης και της αντίληψης πολλών ότι δια του Βερολίνου δύναται να ασκηθούν πιο αποτελεσματικές πιέσεις στην τουρκική ηγεσία. Οι ευρωατλαντικές ανησυχίες για την περαιτέρω κλιμάκωση της παρατεταμένης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στην αν. Μεσόγειο και η πιθανότητα ενεργούς εμπλοκής της Γαλλίας, θορύβησαν και εν τέλει ενεργοποίησαν το γερμανικό παράγοντα.
Συγχρόνως, η ευάλωτη τουρκική οικονομία προβληματίζει, αλλά δεν φαίνεται ακόμη να επιδρά αποφασιστικά στο decision making του Τούρκου Προέδρου. Παρά τον πρόσφατο «νομισματικό σωφρονισμό» των αγορών προς την τουρκική κυβέρνηση –της στοίχισε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ-, εξακολουθεί η τουρκική ηγεσία να ιεραρχεί τους αναθεωρητικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής ως άμεσα επιδιώξιμους, παρά την κατεπείγουσα ανάγκη ανάταξης της τουρκικής οικονομίας. Τον Μάρτιο του 2019, μετά την ολοκλήρωση των δημοτικών εκλογών, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα επικεντρωθεί τώρα στην εφαρμογή μιας ισχυρής οικονομικής πολιτικής Παρά ταύτα, η τουρκική ηγεσία στο διάστημα που ακολούθησε επικεντρώθηκε στους αναθεωρητικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Ενδεχομένως να θεώρει ο Τούρκος Πρόεδρος, ότι οι ευκαιρίες στη διεθνή πολιτική δε περιμένουν, ενώ οι οικονομικοί δείκτες δύναται να διορθωθούν αργότερα.
Υπό αυτές τις συνθήκες και παρά την ισορροπημένη διαμεσολαβητική στάση του Βερολίνου, ούτε η Τουρκία κάμφθηκε, ούτε η -ενισχυμένη από τις θερινές επιχειρησιακές επιτυχίες στο «πεδίο» και τη γαλλική συνδρομή- Ελλάδα δέχθηκε να συζητήσει κάτι πέραν της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, με απαραίτητη προϋπόθεση την απομάκρυνση των τουρκικών ερευνητικών σκαφών. Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την 1η Οκτωβρίου η Ένωση υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει: μεταξύ άλλων τα προηγούμενα συμπεράσματά του για την Τουρκία του Οκτωβρίου 2019, σε περίπτωση ανανεωμένων μονομερών ενεργειών ή προκλήσεων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και τις επιλογές που έχει στη διάθεσή της. Βάσει λοιπόν των συμπερασμάτων και των καταστατικών ρυθμίσεων, όσο και να επιθυμούν ορισμένα κράτη-μέλη να αποτρέψουν την επιβολή κυρώσεων, η μέχρι τώρα τουρκική στάση περιορίζει δραματικά τις προοπτικές ενός ακόμη «αναίμακτου», για την Άγκυρα, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αναφύεται λοιπόν το ερώτημα: Tί να αναμένουμε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου; Θα είναι χρήσιμο και στρατηγικά αναγκαίο να μην έχουμε υψηλές προσδοκίες. Κάθε απόφαση, ακόμη κι αν δεν συνάδει με την περιλάλητη αλλά δύσκολα εφαρμοστέα ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η οποία θα προβλέπει κυρώσεις, θα δηλώνει τη διπλωματική ενοχή της Άγκυρας και θα επιφέρει οικονομικό κόστος στην Τουρκία θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενη.
Η ανάταξη της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής - έναντι της Τουρκίας- προϋποθέτει και την προσέγγιση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας στην πραγματική κι όχι στην ονομαστική ή επιθυμητή τους διάσταση. Στο βαθμό που οι ενδοευρωπαϊκές στρατηγικές αποκλίσεις διαχρονικά είναι υπαρκτές και συνεπαγόμενη η δυστοκία εφαρμογής της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να προσαρμοστούν στην συγκεκριμένη πραγματικότητα. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού αποτελεί βασικό εργαλείο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά θα πρέπει να συνιστά τμήμα της συνολικής στρατηγικής.
Ούτως ή άλλως η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, που προβλέπεται από τις Συνθήκες της ΕΕ και έχει αμιγώς διακυβερνητικό χαρακτήρα, δίδει στα υπόλοιπα κράτη που έχουν τη βούληση να συνδράμουν, στην απευκταία περίπτωση κατά την οποία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολουθήσουν την οδό της περαιτέρω στρατικοποίησης. Ευτυχώς, η τουρκική πολιτική ηγεσία φροντίζει να ανατροφοδοτεί διαρκώς την γαλλική διάθεση το τελευταίο διάστημα.
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός (και) στην Αν. Μεσόγειο δεν θα αρθεί, είτε ληφθούν περισσότερες, είτε λιγότερες κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Όταν επιδιώκουμε την αναγωγή των ελληνοτουρκικών ζητημάτων σε ευρωτουρκικά, ας έχουμε κατά νου ότι όσο περισσότερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη επιζητούμε, τόση περισσότερο θα πρέπει να προσμετρούμε στις δικές μας και τις συλλογικές αποφάσεις της ΕΕ, τα συμφέροντα των εταίρων μας με την Τουρκία.
Στο βαθμό που οι αυστηρότερες κυρώσεις δεν φαίνονται πιθανές, είναι προτιμότερο να διαιωνιστεί η γενική αίσθηση ότι η Κοινότητα δεν έπραξε εισέτι τα δέοντα προς την Ελλάδας και την Κυπριακή Δημοκρατία και ταυτόχρονα να ενδυναμώνεται η γαλλική αποφασιστικότητα ελέγχου του τουρκικού αναθεωρητισμού. Υπό αυτό το πρίσμα και γνωρίζοντας την πλειοψηφική απροθυμία συνδρομής των εταίρων αν η κατάσταση επιδεινωθεί, θα περιοριστούν και οι «προτροπές» έναρξης ενός «διευρυμένου» ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αν και είναι απίθανο,θα αποτελέσει τεραστία επιτυχία και με απτά αποτελέσματα στο «πεδίο», η λήψη απόφασης που θα αναστείλει την εξαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Τουρκία.
Οι διμερείς και πολυμερείς στρατηγικές συμπράξεις που σταδιακά δρομολογούνται στη Μεσόγειο, λόγω κυρίως των φιλόδοξων στοχοθεσιών της Τουρκίας, συνιστούν εξίσου σημαντικά εργαλεία ελέγχου του αναθεωρητικού γείτονα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική σε συνδυασμό με την γερμανική επιθυμία μεγαλύτερης εμπλοκής στο μεσογειακό χώρο, προκάλεσαν τη γαλλική αντίδραση, προσφέροντας σε Ελλάδα και Κύπρο έμπρακτα αποτελέσματα.
Αναμένοντας, επίσης με φειδώ, και τις «αποσαφηνίσεις» του νεοεκλεγέντος Τζο Μπάιντεν όσον αφορά την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ας εγκαταλείψουμε οριστικά το γεωπολιτικό παρασιτισμό της προηγούμενης περιόδου, σύμφωνα με τον οποίο κάποιος άλλος/οι θα μας επιλύσουν τα ζητήματα ασφάλειας. Ο μόνος τρόπος οι προοπτικές του ελληνισμού τον 21ο αιώνα να μην συσχετιστούν αιτιωδώς με την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι να αποτρέψουμε τις παρούσες τουρκικές ηγεμονικές αξιώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα ελάχιστα θα κριθούν από τα συμπεράσματα ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
*Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Παν/μιου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Δημοσίευση σχολίου