Ο Τούρκος πρόεδρος, αλλάζοντας άρδην ρητορική, εξήγγειλε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ υποσχέθηκε δέσμη δημοκρατικών μέτρων. Ελάχιστοι τον πιστεύουν.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
«Εμείς πάντα βλέπουμε τη χώρα μας ως αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης», διακήρυξε ο Ταγίπ Ερντογάν σε τηλεδιάσκεψη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) την περασμένη Κυριακή, προσθέτοντας ότι στρατηγικός στόχος του ήταν και παραμένει η «πλήρης ένταξη» της Τουρκίας στην Ε.Ε.. Την ίδια ώρα, ο υπ’ αριθμόν ένα πολιτικός του σύμβουλος, Ιμπραχήμ Καλίν («όταν ακούτε τον Καλίν, θα είναι σαν να ακούτε εμένα», έχει πει ο Ερντογάν), έσπευδε στις Βρυξέλλες γεμάτος υποσχέσεις προς τους Ευρωπαίους: «Θα υιοθετήσουμε αλλαγές, θα καταθέσουμε νέους νόμους. Η ευρωπαϊκή προοπτική μας εξακολουθεί να έχει κρίσιμη σημασία, δεν είναι χαμένη υπόθεση. Νέα νομοθετικά μέτρα θα ενισχύσουν τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών».
Η αλλαγή τόνου από έναν πολιτικό ο οποίος πολύ πρόσφατα συνιστούσε στον Εμανουέλ Μακρόν να επισκεφθεί ψυχίατρο και παραλλήλιζε Ευρωπαίους ηγέτες με τους ναζί είναι τόσο θεαματική, που προκαλεί σκεπτικισμό. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται σε ανέξοδες χειρονομίες καλής θέλησης για να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων στη Σύνοδο Κορυφής της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου. Η έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Αγκυρας και Βερολίνου για τη νηοψία που πραγματοποίησε γερμανική φρεγάτα σε τουρκικό εμπορικό σκάφος στα ανοιχτά της Λιβύης, την περασμένη Κυριακή, έδειξε ότι ο δρόμος της εξομάλυνσης παραμένει δύσβατος. Παραμένει γεγονός, όμως, ότι αυτή τη φορά η θέση του Ερντογάν είναι πολύ δυσχερέστερη.
Πέρα από τα πολλά ανοιχτά μέτωπα στις εξωτερικές περιπέτειές του, το κεντρικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν είναι η πολύ επικίνδυνη κατάσταση της οικονομίας. Η καταβαράθρωση της λίρας, ο υψηλός πληθωρισμός και η αυξανόμενη ανεργία απειλούν να κλονίσουν καίρια μια οικονομία που πιέζεται από τα περιοριστικά, λόγω πανδημίας, μέτρα και έχει ζωτική ανάγκη διαρκούς ροής ξένων κεφαλαίων. Στην εναγώνια προσπάθειά του να στηρίξει το εθνικό νόμισμα και να αναστηλώσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, ο Ερντογάν άλλαξε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας και θυσίασε τον γαμπρό του, υπουργό Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Τα πιο δύσκολα έπονται. Αναγκαία για τη στήριξη της λίρας, τα νέα, υψηλότερα επιτόκια θα κάνουν πιο ακριβό το χρήμα, οδηγώντας σε απόγνωση ευάλωτες επιχειρήσεις, ενώ θα δράσουν ως τροχοπέδη στη δύσκολη ανάκαμψη μετά τα lockdowns. Πέραν των επιτοκίων, η κυβέρνηση θα χρειαστεί μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας με βαρύ κοινωνικό κόστος. Ο ίδιος ο Ερντογάν προανήγγειλε την περασμένη Δευτέρα ότι, μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού, θα παρουσιάσει πακέτο μέτρων σταθεροποίησης, τα οποία δεν θα είναι καθόλου ευχάριστα. «Εχουμε συνείδηση ότι θα χρειαστεί να πιούμε και πικρά φάρμακα σε αυτήν τη φάση», τόνισε χαρακτηριστικά.
Μεγαλομανής μεν, ρεαλιστής δε, ο Τούρκος πρόεδρος αντιλαμβάνεται ότι η οικονομική σταθεροποίηση προϋποθέτει, αν όχι την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση, τουλάχιστον την αποφυγή μιας καταστροφικής ρήξης, καθώς ούτε η Κίνα ούτε, πολύ περισσότερο, η Ρωσία (μια χώρα με ΑΕΠ ανάλογο με εκείνο της Ιταλίας) θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό. «Τα λεφτά είναι στη Δύση. Δεν υπάρχει τίποτα στην Ανατολή», έγραψε χαρακτηριστικά ο Τσεμ Κουτσούκ, αρθρογράφος της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Turkiye, γνωστής για τις βιτριολικές επιθέσεις της απέναντι σε όλους τους επικριτές του Ερντογάν. Επιδιώκοντας να βελτιώσει την εικόνα της Τουρκίας απέναντι στις κυβερνήσεις και στους επενδυτές ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, ο Τούρκος πρόεδρος εξήγγειλε, το τελευταίο δεκαπενθήμερο, μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ υποσχέθηκε δέσμη μέτρων που «θα ανεβάζουν τον πήχυ της δημοκρατίας μας».
Αν και οι μεταρρυθμίσεις του Ερντογάν παραμένουν για την ώρα αόριστη υπόσχεση, οι επίμονες αναφορές του άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου. Σημαντικά στελέχη του ΑΚΡ, όπως ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Μπουλέντ Αρίντς, ζήτησαν αλλαγή πολιτικής στο Κουρδικό και στο θέμα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αξιώνοντας την άμεση αποφυλάκιση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ηγέτη του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, και του Οσμάν Καβαλά, επιχειρηματία, πολιτικού ακτιβιστή και συνεργάτη του Τζορτζ Σόρος. Οι εξελίξεις αυτές θορύβησαν τον βασικό κυβερνητικό σύμμαχο του Ερντογάν, το ακροδεξιό ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, απειλώντας τον κυβερνητικό συνασπισμό με διάρρηξη. Τελικά ο Ερντογάν προτίμησε να συνταχθεί με τον Μπαχτσελί και να θυσιάσει τον Αρίντς, ο οποίος παραιτήθηκε από το σώμα των ανωτέρων συμβούλων της προεδρίας. Παρά το γεγονός ότι ο Αρίντς δεν είχε ενεργό πολιτικό αξίωμα, η απώλειά του είναι σημαντική, καθώς πρόκειται για μέλος της ιστορικής τριανδρίας που ίδρυσε το ΑΚΡ το 2001, μαζί με τον επίσης αποστασιοποιημένο πρώην πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιουλ και τον Ερντογάν.
Το κυριότερο, οποιαδήποτε συζήτηση περί ενίσχυσης της δημοκρατίας στην Τουρκία δεν μπορεί να είναι σοβαρή εάν δεν αγγίξει το θεμελιώδες πρόβλημα: το γεγονός ότι μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν αντικατέστησε την ατελή, κοινοβουλευτική δημοκρατία με ένα προσωποπαγές καθεστώς εκτελεστικού προέδρου-σουλτάνου. Τίποτα δεν υποδηλώνει ότι ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από υπερεξουσίες, που με τόσο κόπο και τόσο ρίσκο κατάφερε να συγκεντρώσει. «Ο Ερντογάν κατάλαβε, τελικά, ότι η ανάκαμψη της οικονομίας απαιτεί βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση, ισχυρό Κοινοβούλιο, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και ανεξάρτητο Τύπο», διαπιστώνει ο έγκυρος αναλυτής Μουράτ Γετκίν, αλλά σπεύδει να προειδοποιήσει: «Οι μεταρρυθμίσεις του Ερντογάν είναι σκέτα λόγια του αέρα. Δεν είναι ειλικρινής».
Οι Αμερικανοί
Στους στρεσογόνους παράγοντες του Ερντογάν πρέπει να προστεθεί και η νίκη του Τζο Μπάιντεν. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρούσε καλή προσωπική σχέση με τον Τούρκο πρόεδρο, απορροφώντας τις πιέσεις του Κογκρέσου για κυρώσεις εις βάρος της Αγκυρας, ο Μπάιντεν, ως υποψήφιος των Δημοκρατικών, είχε διατυπώσει, σε εμπιστευτική συζήτησή του με τη σύνταξη των New York Times, την άποψη πως οι ΗΠΑ πρέπει να ενισχύσουν τη δημοκρατική αντιπολίτευση της Τουρκίας. Θα ήταν πρόωρο όμως να προδικάσει κάποιος τη ρήξη μεταξύ των δύο νατοϊκών συμμάχων.
Τον Αύγουστο του 2016, ένα μήνα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ήταν ο Μπάιντεν εκείνος που ταξίδεψε στην Τουρκία για να διαβεβαιώσει τον Ερντογάν ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να τον στηρίζουν. Σε εκείνο το ταξίδι, συνοδευόταν από τον στενό του σύμβουλο Αντονι Μπλίνκεν, τον άνθρωπο που επέλεξε για το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνησή του. Από την πλευρά του, ο Ερντογάν συνεχάρη (όχι από τους πρώτους, αλλά όχι και από τους τελευταίους) τον Μπάιντεν για τη νίκη του και εξέφρασε την επιθυμία για στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ, παρά τις όποιες τριβές. Λίγες ημέρες αργότερα, η φιλοκυβερνητική Daily Sabah δημοσίευε ανάλυση του Μπουρχανετίν Ντουράν, ο οποίος μεταξύ άλλων έλεγε: «Η Τουρκία, εξέχων σύμμαχος (των ΗΠΑ) στο ΝΑΤΟ, εξισορροπεί τη ρωσική επιρροή σε Λιβύη, Συρία και Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Την ίδια στιγμή, η χώρα μπορεί να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο, καθώς η δυτική συμμαχία, την οποία η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει, θα ανταγωνίζεται τη Μόσχα».
Δημοσίευση σχολίου