Ένας εκ των ελαχίστων Ελλήνων γνωμηγητόρων που αποδεδειγμένως διαθέτουν γεωπολιτική παιδεία, ο κ. Αλέξανδρος Τάρκας, επεσήμανε προ μηνός ότι η εκ μέρους της κυβερνήσεως Μητσοτάκη επιλογή ταχείας αναβαθμίσεως της οικονομικής συνεργασίας με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (People’s Republic of China) προκαλεί μεγάλη δυσπιστία και τριβές στις σχέσεις της Ελλάδος με τις ΗΠΑ και τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (όρα Δημοκρατία, 16/10/2019).
Γράφει ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος*
Προσέθεσε δε ότι τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβερνήσεως – ότι δηλαδή η Ελλάς υποδέχεται όλους τους ξένους επενδυτές υπό τον όρον σεβασμού της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, ότι οι σινικές επενδύσεις δεν αφορούν ζωτικές υποδομές της χώρας και τα τοιαύτα – «δεν εκλαμβάνονται (…) ως πειστικά από Αμερικανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους, καθώς οι προτάσεις της COSCO και άλλοι σχεδιασμοί του Πεκίνου δείχνουν ότι πλέον επιχειρούνται, ακριβώς, ο έλεγχος βασικών υποδομών και η άσκηση πολιτικής επιρροής».
Ο έγκριτος αναλυτής έκρινε σκόπιμον να επανέλθει προσφάτως με αναλόγου περιεχομένου παρατηρήσεις (όρα Δημοκρατία, 30/10/2019) – προδήλως με την ελπίδα ότι αυτές θα ετύγχανον της δεούσης προσοχής της ελληνικής κυβερνήσεως.
Η κρατούσα, συμβατική αντίληψις στα ελληνικά, όπως και στα ευρωπαϊκά, ΜΜΕ είναι ότι η αντιπαράθεσις μεταξύ Δύσεως (διάβαζε: ΗΠΑ) και ηπειρωτικής Κίνας (mainland China) είναι, κατά κύριον λόγον, αν όχι αποκλειστικώς, οικονομικής φύσεως (ένα είδος Trade War).
Εν τούτοις, αυτή είναι μία μάλλον απλουστευτική πρόσληψις μιας συνθέτου πραγματικότητος. Κατ’ αρχάς, για να παραμείνουμε επί του «αμιγώς» οικονομικού πεδίου των σχέσεων οιασδήποτε χώρας του Δυτικού Κόσμου με την ηπειρωτική Κίνα, είναι γνωστόν, πλέον, ότι αυτό ουδόλως είναι «αμιγώς» οικονομικόν.
Οι επιλογές και κινήσεις του Πεκίνου εις άπαντα τα πεδία των εμπορικών, κατασκευαστικών, χρηματοπιστωτικών και εν γένει οικονομικών συναλλαγών και σχέσεων με άλλες χώρες σαφώς εντάσσονται στο πλαίσιον της Υψηλής Στρατηγικής (Grand Strategy) της Λ.Δ. της Κίνας (PRC), αποτελώντας αναπόσπαστον μέρος αυτής.
Εξ άλλου, οι συνήθεις υποσχέσεις του Πεκίνου για τα τεράστια οφέλη, τα οποία υποτίθεται ότι θα απολαμβάνουν οι εθνικές οικονομίες, οι τοπικές κοινωνίες και η αγορά εργασίας των διαφόρων χωρών, λόγω κατασκευής ή επεκτάσεως ζωτικών ή κρισίμων υποδομών (vital / critical infrastructure), λιμένων κ.λ.π., μετριάζονται κατά πολύ μόλις αναμετρώνται με την πραγματικότητα: τα πομπωδώς διαφημιζόμενα σινικά «αναπτυξιακά» προγράμματα τείνουν παγίως να αποκλείουν τον τοπικό και διεθνή ανταγωνισμό.
Είτε πρόκειται για τον κατασκευαστικό τομέα είτε για ποικίλους τομείς υπηρεσιών, οι (εν πολλοίς κρατικές ή, έστω, ημι-κρατικές) εταιρείες της ηπειρωτικής Κίνας είναι εις θέσιν να προσφέρουν λίαν δελεαστικές προσφορές, εκμεταλλευόμενες το πλεονέκτημα των χαμηλών μισθών και ημερομισθίων αλλά και την (δεδομένη) κάλυψη / υποστήριξη της κρατικής / κομματικής γραφειοκρατικής ελίτ.
Πράγματι, ποσοστόν 89% των εργολάβων που συμμετέχουν σε ανάλογα σινικά projects είναι αμιγώς σινικές εταιρείες. Αντιθέτως, η συμμετοχή επιτοπίων εταιρειών είναι εντυπωσιακώς μικρά (7,6%), ενώ πράγματι «ξένες» (μη σινικές) εταιρείες συμμετέχουν εις ποσοστόν μόλις 3,4% (όρα βάσιν δεδομένων CSIS Reconnecting Asia).
Αυτά ως προς τα «οικονομικά». Ομιλούντες με γεωπολιτικούς όρους, η πραγματικότης είναι ότι η Δύσις (ήτοι: οι ΗΠΑ) οφείλει να αντιμετωπίσει την ηπειρωτική Κίνα σήμερα – ή, άλλως, να αποδεχθεί από τούδε το γεγονός ότι η ηπειρωτική Κίνα θα έχει καταστεί Ηγεμονεύουσα Παγκόσμιος Δύναμις (Hegemonic Global Power) μέχρι τέλους της επομένης δεκαετίας.
Γεγονός οφειλόμενον τόσον εις αντικειμενικά αίτια (δημογραφική ευρωστία, δείκτης αναπτύξεως και εν γένει πραγματικές δυνατότητες της περί ης ο λόγος χώρας) όσον και εις υποκειμενικούς λόγους, δηλαδή την στρατηγική φιλοδοξία (strategic ambition) της Λ.Δ. της Κίνας όπως καταστεί Πλανητική Δύναμις.
Φιλοδοξία εκφραζομένη, συνάμα δε και εξυπηρετουμένη υπό του Προέδρου Xi Jinping. Ο οποίος κ. Xi συγκαταλέγεται, αναμφιβόλως, μεταξύ των σημαντικωτέρων ηγετών των ημερών μας, μαζί με τους κ.κ. Vladimir Putin, Recep Tayyip Erdoğan και Donald Trump (εάν, βεβαίως, ο τελευταίος κατορθώσει να επιβιώσει του πολέμου, που έχει εξαπολύσει εναντίον του το αμερικανικόν «Βαθύ Κράτος»).
Υπό την ηγεσία του κ. Xi, και για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ηπειρωτική Κίνα επιχειρεί να επεκταθεί εις ολόκληρον τον πλανήτη: Έχει ήδη κατακτήσει την Αφρική. Κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Ασία καθώς και στα γεωπολιτικά υποσυστήματα Άπω Ασίας – Βορείου Ειρηνικού και Άπω Ασίας – Νοτίου Ειρηνικού.
Κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχον σπουδαίων ευρωπαϊκών λιμένων στην Νότιο και Δυτική Ευρώπη (Ελλάς, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιον) καθώς και σαράντα (40) ακόμη λιμένων της Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Νοτίου και Νοτιοανατολικής Ασίας, Ωκεανίας και Αφρικής. Και επεκτείνει ήδη τις φιλοδοξίες της, μέχρις Αρκτικής και Ανταρκτικής!
Εντός του ως άνω γεωπολιτικού πλαισίου θεωρούμενον, το σχέδιον «One Belt, One Road» (γνωστόν και ως «Belt and Road Initiative») αποδεικνύεται κάτι πολύ περισσότερον μιας (κολοσσιαίας και θεαματικής, έστω) οικονομικής πρωτοβουλίας, που περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρασία, από της Άπω Ασίας μέχρι της Μέσης Ανατολής και εκείθεν, μέχρι της Βορείου και Δυτικής Ευρώπης. Πρόκειται περί ενός μεγαλεπήβολου εθνικού γεωοικονομικού σχεδίου με ορατές γεωστρατηγικές παραμέτρους και καταλήξεις.
Για να το θέσουμε με όρους ιστορικών αναλογιών, το περιλάλητον σχέδιον της «Γραμμής Βερολίνου-Βαγδάτης» (Berlin-Baghdad Bahn) του Β΄ Γερμανικού Ράϊχ (1914) – ένεκεν του οποίου σχεδίου οι Άγγλοι ιθύνοντες οδήγησαν, εν τέλει, την Ευρώπη και τον κόσμο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –, ήτο σχεδόν αμελητέον μέγεθος, συγκρινόμενον με το σημερινόν σχέδιον «One Belt, One Road».
Προσέτι, η εμπειρία των τελευταίων ετών δηλοί ότι ουκ ολίγες χώρες, οι οποίες υπέκυψαν στα θέλγητρα των σινικών εταιρειών και έσπευσαν να τους αναθέσουν την κατασκευή / επέκταση κρισίμων υποδομών (πρωτίστως λιμένων) ευρέθησαν, μίαν ημέραν των ημερών, εγκλωβισμένες στην σινική «παγίδα χρέους» (debt trap).
Έτι χειρότερον: «ανεκάλυψαν», αίφνης, ότι, επί του πεδίου της Διεθνούς Πολιτικής, είχαν καταστεί – ή εκινδύνευαν να καταστούν – «κράτη-πελάτες» (client states) της Λ.Δ. της Κίνας. Ή, όπως επισήμως αποκαλούνται στην γλώσσα της ιθυνούσης κρατικής / κομματικής γραφειοκρατικής ελίτ, «Κράτη Στρατηγικής Υποστηρίξεως» (Strategic Support States) της Λ.Δ. της Κίνας (όρα σχετικώς: «Κυανή Βίβλος Μη Παραδοσιακής Ασφαλείας»/ Blue Book of Non-Traditional Security 2014-2015).
Σε τέτοιο Κράτος Στρατηγικής Υποστηρίξεως της ηπειρωτικής Κίνας μετεβλήθη σταδιακώς η Ελλάς, αφ’ής στιγμής, προ ετών, η COSCO Shipping Corporation απέκτησε μερικώς τον έλεγχον του λιμένος του Πειραιώς. Με την σημερινή – κατ’ ουσίαν – πλήρη εκχώρησιν του λιμένος του Πειραιώς εις την απόλυτον διάθεσιν του Πεκίνου, το ελλαδικόν πολιτικόν σύστημα μεταβάλλει απροκαλύπτως την Ελλάδα εις Δούρειον Ίππον του Σινικού Δράκοντος.
Και το ερώτημα, όπερ αυτοδικαίως τίθεται εν προκειμένω, είναι απλούν – και δυνάμει αμείλικτον: Έχει αναλογισθεί το ελλαδικόν πολιτικόν σύστημα τις συνέπειες των πράξεών του – καθ’ όλον το εύρος των;
*Ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου