Του Δημήτρη Τσαϊλά*
‘Έχουμε διαβάσει περί ενδεχομένων θερμών επεισοδίων, περί χαμηλής εντάσεως κρίση, περί ολιγοημέρου πολέμου, και όλα αυτά χωρίς ανάλογη σοβαρή τεκμηρίωση, ακούμε μάλιστα επιθετικούς προσδιορισμούς για την κρίση, όπως σημειακή, που αποδίδονται ελαφρά τη καρδία. Επίσης διαβάζουμε πολλά άλλα περισπούδαστα σενάρια περί αμοιβαίας κατανόησης και ειρηνικού διαλόγου στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπνωτίζουν το λαό και να τελεί όλο το σύστημα αποτροπής εν υπνώσει.
Η Τουρκία επιμένει ότι θα προβεί σε υλοποίηση της απειλής της για πόλεμο με την Ελλάδα, όπου το αντικείμενο πέραν των αμφισβητήσεων των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων είναι και η καταπάτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, εφόσον αμφισβητεί και την κυριαρχία σε ένα πλήθος ελληνικών νήσων, με σκοπό να ελέγξει τους θαλασσίους διαδρόμους. Άρα δεν έχουμε καμία πραγματική διαφορά μεταξύ του περιορισμένου και του ολοκληρωτικού πολέμου. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους, για τη δική μας κατάσταση, είναι σε κάθε περίπτωση από αχνή έως αδιευκρίνιστη και δεν αποδίδει κανένα νόημα. Πρόκειται για μια διαφορά δυναμικού στη χρήση των στρατιωτικών μέσων και όχι κάποιου είδους ονομασίας κρούσεως ή κρίσεως.
Στην περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, θα είναι προς όφελος της τουρκικής πλευράς να επιδιώξει την κλιμάκωση το συντομότερο δυνατόν, προκειμένου να τερματίσει την κατάσταση της διαφοράς, εφόσον θεωρεί ότι διαθέτει υπέρτερες δυνάμεις. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει, κατά κανόνα, να αποφύγει ή να αναβάλει μια απόφαση κρούσης με την ελπίδα ότι θα είναι σε θέση με περιορισμένες επιχειρήσεις ή την ανάπτυξη μιας νέας δύναμης (είτε εθνικής ή συμμαχικής), να μετατρέψει την ισορροπία υπέρ της. Αυτή ήταν η γραμμή που η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια, μια τέτοια υπέρβαση όμως, μπορεί να αποθαρρύνει το στόλο της. Η ιστορική εμπειρία, μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αποδυνάμωση της άμυνας στη θάλασσα είναι ένα άκαμπτο κακό. Ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι ξένο στις θεμελιώδεις αρχές του πολέμου για ναυτικά κράτη. Είναι αδράνεια όταν γίνεται χρήση μιας στάσης αναμονής, διότι αφ’ εαυτής δεν μπορεί να οδηγήσει σε τελική επιτυχία και επειδή, χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολή, φοβάμαι ότι θα καταλήξει σε περεταίρω αποδυνάμωση και απώλεια θέλησης να επιτεθούμε. Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη φαίνεται ότι έχει προκύψει από την επιμονή στα μειονεκτήματα της χώρα μας να προετοιμάσουμε από τον καιρό της ειρήνης επαρκή ναυτική ισχύ για να δικαιολογήσουμε το δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα». Είναι καιρός να επανακαθορίσουμε τώρα τις θεμελιώδεις αρχές που αποτελούν τη βάση της ιδέας του θαλασσίου ελέγχου, απαιτείται εθνική συνοχή και συναίνεση για να σχεδιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρήσει ο στόλος μας, προκειμένου να καταγάγουμε νίκη.
Εξετάζοντας λοιπόν το αντικείμενο του αεροναυτικού πολέμου θα πούμε ότι είναι άμεσα ή έμμεσα είτε η εξασφάλιση του θαλασσίου ελέγχου είτε η παρεμπόδιση του εχθρού από την απόκτησή του. Απαιτείται να αποκλειστεί μια συνήθης απλοϊκή σκέψη, η οποία είναι μια από τις συχνότερες πηγές σφάλματος. Αυτό το λάθος είναι η πολύ γενική υπόθεση, ότι εάν ένας μαχητής χάσει τον θαλάσσιο έλεγχο περνάει αμέσως στον αντίπαλο. Μια σύντομη μελέτη της ναυτικής ιστορίας αρκεί για να αποκαλύψει κάποιος την ρωγμή μιας τέτοιας παραδοχής. Μας λέει ότι η πιο κοινή κατάσταση στον αεροναυτικό πόλεμο είναι ότι καμία πλευρά δεν αποκτά τον απόλυτο έλεγχο, σε ολόκληρο το θαλάσσιο πεδίο και για πάντα. Ο απλός ισχυρισμός, που κανείς δεν αρνείται, στο αντικείμενο του αεροναυτικού πολέμου είναι ότι η απόκτηση του θαλασσίου ελέγχου που σηματοδοτεί την πραγματικότητα είναι συνήθως μια αμφισβητούμενη πράξη.
Αυτή η αλήθεια είναι τόσο προφανής που δεν θα άξιζε να την αναφέρουμε αν δεν υπήρχε η συνεχής επανάληψη φράσεων όπως: “Αν η Τουρκία χάσει τον έλεγχο της θάλασσας, θα χαθεί μαζί του” ή “Όταν αρχίσει η εξάντληση των υποθαλασσίων πόρων της Μεσογείου θα επικρατήσει ειρήνη, λόγω συμφερόντων“. Η πλάνη της ιδέας είναι ότι αγνοούμε την ισχύ της στρατηγικής άμυνας. Σε αυτή την πλάνη έπεσε ο ελληνισμός και μετά τις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και Λήμνου το 1912-1913, όπου το Πολεμικό μας Ναυτικό κυριαρχούσε στο Αιγαίο και διατηρούσε το θαλάσσιο έλεγχο, στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να υποστούμε την μεγαλύτερη ήττα το 1922. Και όχι μόνο αυτή η υπόθεση είναι μια άρνηση της θεωρίας πολέμου, αλλά είναι μια άρνηση τόσο της πρακτικής εμπειρίας όσο και της εκφρασμένης γνώμης των μεγαλύτερων θεωρητικών του πολέμου. Εμείς οι ίδιοι έχουμε χρησιμοποιήσει την αμυντική στρατηγική στη θάλασσα με επιτυχία, όπως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για αυτό πιστεύω ότι η μόνη ασφαλής μέθοδος είναι να διερευνήσουμε τι μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας και τι μπορούμε να αρνηθούμε στον εχθρό με τον θαλάσσιο έλεγχο. Ο θαλάσσιος έλεγχος δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά τον έλεγχο των θαλάσσιων επικοινωνιών, είτε για εμπορικούς είτε για στρατιωτικούς σκοπούς, κάτι που θα μας απασχολεί συνεχώς στο εγγύς και απώτερο μέλλον. Το αντικείμενο του αεροναυτικού πολέμου είναι ο έλεγχος των επικοινωνιών-συγκοινωνιών και όχι, όπως στον κατά ξηρά πόλεμο, η κατάκτηση της επικράτειας του αντιπάλου. Η διαφορά είναι θεμελιώδης.
Η ναυτική στρατηγική, γράφει ο Corbett, αφορά τη διατήρηση και την ενίσχυση της «εθνικής ζωής» των ναυτικών κρατών. Κυρίως της οικονομικής τους ζωής. Σύμφωνα με τον Mahan δίδεται μια μεγαλειώδης άποψη της ισχύος της θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει βαθύτερα σε αυτό που μπορεί να κάνει μια κοινωνία κατάλληλη για να εξωτερικευτεί με μέσον την θάλασσα. Μεταφορικά, εννοούν ότι το Πολεμικό Ναυτικό, υπάρχει για να προστατεύει την αλυσίδα εφοδιασμού και των θαλάσσιων μεταφορών για εγχώρια προϊόντα, για μεταφορά ενέργειας, για εισαγωγές από το εξωτερικό, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την εθνική κυριαρχία μας. Οπότε η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται την ελεύθερη ναυτική πρόσβαση για να διευκολύνει τη διπλωματική πρόσβαση και χρειάζεται τη διπλωματική πρόσβαση για να διευκολύνει την εμπορική πρόσβαση. Δηλαδή η ελευθέρια μετακινήσεων είναι ο βασιλιάς και το Πολεμικό Ναυτικό είναι ο φύλακας του.
Επομένως, διαπιστώνουμε ότι στον αεροναυτικό πόλεμο, πρέπει να μπορούμε να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στην καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού μας ως άμεσου μέσου για την αποτροπή του. Θα ήταν ανόητο να παραμείνουμε με τα χέρια μας δεμένα όταν προκύψουν ευκαιρίες, διότι αυτόματα, θα υπονομεύσουμε την οικονομική μας θέση, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η συνεχής ισχύς των εν λόγω ενόπλων δυνάμεων. Έτσι, η απαγόρευση του θαλάσσιου ελέγχου στον εχθρό μας πρέπει να μας χαρακτηρίζει διότι είναι κατά κάποιο τρόπο πρωτογενής πράξη για την επιβίωση του έθνους.
Διάγουμε μια ειρηνική περίοδο, αλλά δαπανούμε τεράστια ποσά για τον αμυντικό προϋπολογισμό μας. Το αντιφατικό είναι ότι παρ’ όλες τις δαπάνες αυτό που δεν έχουμε είναι ένας προϋπολογισμός σύμφωνα με την απειλή που αντιμετωπίζουμε στον φυσικό μας χώρο για τη δομή δυνάμεων της ναυτικής και της αεροπορικής ισχύος μας που απαιτείται για μια αξιόπιστη αποτροπή. Επίσης, είμαστε αναγκασμένοι να διατηρούμε ενεργές τις στρατιωτικές δυνάμεις εδάφους προσανατολισμένες, αντίστοιχα με την απειλή που δεχόμαστε τόσο στην ηπειρωτική, όσο και στη νησιωτική Ελλάδα.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι για να φτάσουμε το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία μας, στην ισχύ που απαιτείται, πρέπει απλά να ζητήσουμε περισσότερα χρήματα για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ώστε να αυξηθεί και το κομμάτι της πίτας. Αυτό όμως δεν είναι ρεαλιστικό. Δεν θα υπάρξει υποστήριξη για να δαπανήσουμε περισσότερα χρήματα για την άμυνα. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο απίστευτης ισχνής οικονομίας όπου τα κρατικά έσοδα υποχωρούν, και συνολικά το έθνος μας δαπανά εκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ότι έχει διαθέσιμα, προξενώντας χρέη στις μελλοντικές γενιές ακόμα και τις αγέννητες.
Επομένως τα πράγματα είναι δύσκολα, διότι πρέπει να ορίσουμε τις συνθήκες για να αποκτήσουμε τους πόρους που θα χρειαστούμε για την ενίσχυση της αεροναυτικής μας ισχύος. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε ο ελληνισμός στο σύνολό του να καταλάβει γιατί χρειάζεται ισχυρές αεροναυτικές δυνάμεις με σκοπό να μεταδώσουμε την υποστήριξή μας και τις επιθυμίες μας σε όλους τους εμπλεκομένους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων.
Σε αυτά λοιπόν τα συμπεράσματα φθάνω στην προσπάθειά μου να αναλύσω την ιδέα του θαλασσίου ελέγχου και να προσδώσω την ακρίβεια για τον έλεγχο των θαλασσίων διαδρόμων. Η συγκεκριμένη αξία τους θα παρουσιαστεί όταν θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρουν οι αεροναυτικές επιχειρήσεις, όπως η αναζήτηση του στόλου του εχθρού, ο αποκλεισμός, η επίθεση, η υπεράσπιση του εμπορίου και των υδρογονανθράκων και η διασφάλιση συνδυασμένων αποστολών.
*Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου