Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Ο Κλαούζεβιτς, επισημαίνει πόσο δύσκολο είναι να γνωρίζουμε τον εχθρό ή ακόμα και τον εαυτό μας. Και έρχεται ο Thomas Schelling, να συμπληρώσει, ότι «η αποτροπή είναι η ισχύς για να βλάψεις ως διαπραγμάτευση και διαφυλάσσεται ως αποθεματικό κεφάλαιο». Η στρατηγική ψυχραιμία που ανέφερε ο νέος Υπουργός Αμύνης, ξέρουμε ότι επιλύει την αποτυχία της ευαισθητοποίησης, της ευελιξίας και της αποφασιστικότητας στις πολλαπλές προκλήσεις του αντιπάλου που αντιμετωπίζουμε καθημερινά.Οπότε δεν είναι αντιληπτό γιατί να βλέπουμε με κατευνασμό τους πολέμους από την οπτική γωνία του στρατιώτη που είναι παγιδευμένος στην τάφρο αντί να ενισχύσουμε την αποτρεπτική μας ικανότητα, με σκοπό την ειρήνη στην περιοχή μας.
Τα βασικά γνωρίσματα της αποτροπής,είναι η απαίτηση, από την πολιτική ηγεσία να είναι πρόθυμη και από τις ένοπλες δυνάμεις να είναι ικανές με τα κατάλληλα αμυντικά συστήματα να αναλάβουν σθεναρή και αποφασιστική δράση σε περίπτωση που απειληθούμε ή δεχθούμε επίθεση. Η διατήρηση αυτής της στάσης με αξιόπιστο τρόπο έχει γίνει δύσκολη σε εποχές όπου μια “μετα-ηρωική Ελλάδα”από την εποχή που γίναμε πλήρες μέλος της ΕΕ,έχει θεωρήσει όλο και περισσότερο, τα μερίσματα της ειρήνης ως δεδομένο.
Ενώ η μείωση των αμυντικών δαπανών είναι σίγουρα το πιο επιθυμητό αποτέλεσμα της πολιτικής ασφάλειας, η πρόσφατη δυναμική των συγκρούσεων στην νοτιοανατολική Μεσόγειο έχει αποδείξει ότι μόνο οι καλές προθέσειςκαι η ψυχραιμία δεν είναι ικανές για τη διατήρηση της ειρήνης. Αντίθετα η υποστήριξη των διαπραγματεύσεων με την προϋπόθεση προσαρμογής του δυναμικού αποτροπής του Ελληνισμού στις νέες πραγματικότητες είναι, απαραίτητα χαρακτηριστικά. Σημαντικά βήματα, αν και υποτονικά, έχουν ληφθεί στο συμμαχικό πεδίο, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης της ενισχυμένης προωθημένης παρουσίας και της κοινής επιχειρησιακής ομάδας υψηλής ανθεκτικότητας στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, με συμμετοχή από τους Ισραηλινούς και Αιγυπτίους.Παρ’ όλα αυτά, δίδονται πολλές λανθασμένες πολιτικές σηματοδοτήσεις.
Στην Ελλάδα έχουμε δείξει ότι είμαστε πάρα πολύ αργοί στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και δυσκίνητοι για να ανταποκριθούμε σε ένα σύγχρονο πόλεμο στη Μεσόγειο, κυρίως λόγω του αδύνατου θεσμικού πλαισίου (ανύπαρκτη πολιτική εθνικής ασφαλείας, αδυναμία ορισμού των εθνικών μας συμφερόντων, ασυντόνιστη εθνική στρατηγική). Η διεξαγωγή του πολέμου, εκτιμάται ότι θα γίνει αστραπιαία με τις νέες τεχνολογίες που εμφανίζονται, σε ένα θέατρο επιχειρήσεων που θα αναπτυχθεί στον αέρα, τη θάλασσα, το έδαφος, τον κυβερνοχώρο και το διάστημα, αξιοποιώντας τις πληροφορίες και τις αντιπληροφορίες. Οι αντίπαλοί μας, Τούρκοι, το καταλαβαίνουν αυτό και έχουν προσανατολιστεί στην κατασκευή μιας πολεμικής μηχανής αστραπιαίου πολέμου που θα εκμεταλλευόταν τη βραδύτητα των ημετέρων δυνάμεων και της στρατιωτικής κινητικότητάς μας στην περιοχή της Μεσογείου.
Η αποτροπή στην Ελλάδα υποφέρει κυρίως για δύο λόγους: την έλλειψη πολιτικής βούλησης και τη μείωση του στρατηγικού πολιτισμού, δηλαδή στην προθυμία των πολιτών να υποβληθούν σε θυσίες με σκοπό να υπερασπιστούν τα εθνικά και κυριαρχικά μας συμφέροντα. Λόγω του τελευταίου, το πρώτο χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Επίσης η στάση αποτροπής, στον δημόσιο διάλογο, στην πατρίδα μας στερείται τόσο ουσίας όσο και πεποίθησης. Το πρώτο από αυτά οφείλεται στα μειονεκτικά επίπεδα των αμυντικών δαπανών την τελευταία δεκαετία. Αυτό όμως μπορεί να διορθωθεί με μια αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών. Το δεύτερο είναι πιο σοβαρό και πιο διαρθρωτικό. Η αποτροπή στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται πολύ συχνά ως μια ανεπιθύμητη υπενθύμιση της αντιπαράθεσης του κακώς εννοούμενου εθνικισμού με τις δυνατότητες του δημοσίου για δωρεάν υπηρεσίες. Η αποτροπή υποφέρει από μια κρίση σκεπτικισμού, στην καλύτερη περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι η αποτροπή που εφαρμόζεται από πλευράς των ενόπλων δυνάμεών μας, στηρίζεται πλέον στην αυταπάρνηση και στον επαγγελματισμό των στελεχών του. Επιπλέον υπάρχουν ανησυχίες που προκαλούνται από την αδιαφορία των συμμάχων του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εγγύηση της αμοιβαίας άμυνας. Η αρχή των τριών σωματοφυλάκων που αναλύεται στο άρθρο 5 -ένας για όλους, και όλοι για έναν- εξακολουθεί να είναι αναξιόπιστη, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά. Επομένως σε οποιαδήποτε σύγκρουση θα είμαστε μόνοι μας.
Είναι αναγκαίο λοιπόν, να βελτιώσουμε το χρόνο ανταπόκρισης μας και να επικεντρωθούμε σε μια σειρά απειλών, από την αστάθεια στη Μεσόγειο έως την ασφάλεια του Αιγαίου, του κυβερνοχώρου και τις πληροφορίες, καθώς και το βασικό του καθήκον της εδαφικής άμυνας μας. Μια πιθανή κρίση που θα οδηγήσει σε ανάφλεξη θα αφήσει την νοτιοανατολική πτέρυγα ενδεχομένως πιο εκτεθειμένη στις τουρκικές προσπάθειες εξαναγκασμού. Ωστόσο, μια ενισχυμένη παρουσία των συμμάχων στη Μεσόγειο δεν σημαίνει ότι θα υποστηρίξει τις ελληνικές θέσεις, αλλά σίγουρα θα στηρίξει τη διεθνοποίηση οποιαδήποτε σύγκρουσης. Έτσι εκτιμάται ότι η Τουρκία δεν μπορεί ποτέ να υπολογίσει με ασφάλεια ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν θα χρησιμοποιούσαν σκληρή ισχύ ως απάντηση σε μια επίθεση της. Αυτό μάλλον αρκεί για να αποτρέψει κάθε λογικό ηγέτη της Τουρκίας.
Επίσης είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να επιδεικνύει μια αναζωογονημένη και πλήρως ολοκληρωμένη στάση αποτροπής και να εξηγήσει με πειστικό τρόπο στο κοινό ότι η αποτρεπτική ισχύς είναι ο κύριος σκοπός της υποσχόμενης αμυντικής θωράκισης. Μια αναζωογονημένη στάση αποτροπής δεν πρέπει να θεωρείται ως άλλη στρατηγική "αντιστάθμισης", η οποία θα αντισταθμίζει κάποια αμυντική ή πολιτική ανεπάρκεια. Η άμυνα και η αποτροπή λειτουργούν μαζί, όχι χωριστά.
Αντίθετα, η αποτροπή πρέπει να αποτελέσει το επίκεντρο μιας στρατηγικής "επαναφοράς", μια συντονισμένη προσπάθεια για να ανακαλυφθεί εκ νέου ο θεμελιώδης στόχος της αποτροπής, που είναι η διατήρηση της σταθερότητας, ακόμη και σε ένα αντιφατικό περιβάλλον.
Η αποτροπή αφορά τόσο στις ικανότητες όσο και την πρόθεση. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται αδύναμα σημεία και στα δύο αυτά θέματα. Η έλλειψη σταθερής ελληνικής αντίδρασης στη μη συμμόρφωση της Τουρκίας με όσα επιβάλλονται από το διεθνές δίκαιο δεν είναι συμπτωματική για μια περιοχή που αποτελεί σημαντικό γεωπολιτικό χώρο της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ αλλά και σημαντικών κρατών. Τον τελευταίο καιρό, υπάρχει μια συνειδητή αφύπνιση διότι βρίσκεται το διεθνές περιβάλλον πλέον σε μια ολοένα πιο επικίνδυνη κατάσταση, και αυτή η κλιμάκωση πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στρατιωτικού μας σχεδιασμού. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με πολύπλοκες πολιτικές και λήψη στρατηγικών αποφάσεων που περιπλέκονται ακόμη περισσότερο λόγω της αλληλεπίδρασης των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, των δυνάμεων που εμπλέκονται.
Συμπεράσματα
Η Ελλάδα, σαφώς και είναι ένα πολιτισμένο φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και είναι πιστό στις αρχές της ΕΕ του ΟΗΕ και στη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Γι' αυτό τον λόγο στις διεθνείς σχέσεις της, επιμένει στην αποχή από πράξεις που θα συνιστούσαν απειλή ή χρήση βίας. Οφείλουμε όμως να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, ακόμη και του λάθους. Έχουμε την υποχρέωση να είμαστε έτοιμοι να ασκήσουμε το φυσικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας σε κάθε περίπτωση όταν και όπου αυτό απαιτηθεί. Οι ενέργειες αυτές είναι δομικές πρακτικές και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με σύνεση. Επί πλέον οι προκλήσεις στον χώρο του Αιγαίου και της νοτιανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, θα εντείνονται ποιοτικά και ποσοτικά συνεχώς.
Για αυτό το λόγο πιστεύω ότι είναι απαραίτητη η προσπάθεια στρατηγικού προσανατολισμού για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου. Η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του σκοπού, είναι η πολιτική εθνικής ασφαλείας να παράσχει ένα αποτρεπτικό δόγμα με σύγχρονες αμυντικές υποδομές με σωστή τεχνογνωσία για τα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής.
Ειδικότερα, τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα και οι νέες αμυντικές επιχειρησιακές δομές και αντιλήψεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο, πώς να κάνουν τις ένοπλες δυνάμεις σύγχρονες και ικανές για την αποτελεσματική άμυνα της Ελλάδας. Μια διεξοδική αναθεώρηση της πολιτικής εθνικής ασφαλείας είναι πράγματι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή όπου η γειτονιά μας μοιάζει με ένα “δαχτυλίδι της φωτιάς” και όχι ένα “δαχτυλίδι γάμου”. Προς το εθνικό μας συμφέρον, είναι σημαντική μια αναθεώρηση που δεν θα διστάζει να παρουσιάζει τις απειλές, κατά τρόπο που να είναι διαφανείς και χωρίς αποκλεισμούς.
Παράλληλα, απαιτείται να κάνουμε είναι μια αξιολόγηση της εθνικής κατάστασης ασφαλείας. Μετά να επικεντρωθούμε σε βασικά ζητήματα που θα πρέπει να συζητηθούν από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς ιθύνοντες της Ελλάδος. Στη συνέχεια να εξετάσουμε τις πιθανές εχθρικές ενέργειες συμπεριλαμβάνοντας και τα ακραία σενάρια, με σημαντική στρατηγική στροφή, με επεισόδια που φαίνονται απίθανο να συμβούν, αλλά αν συμβούν, θα έχουν απόλυτη σημασία για την πολιτική και τη στρατιωτική κατάσταση της Ελλάδος. Προτείνεται η ελληνική κυβέρνηση να εξετάσει αυτά τα ακραία γεγονότα και τις δυνατότητές μας με τις επιπτώσεις στην Ελλάδα και να προετοιμαστούμε γι’ αυτά.
Επίλογος
Από τις παραπάνω διαπιστώσεις-συμπεράσματα και ανάλυση, πιστεύω ότι οι παρακάτω περιοχές εξακολουθούν να χρειάζονται βελτίωση, ώστε να γίνει η αποτροπή μας ισχυρή, αξιόπιστη και λειτουργική:
(1) Στρατιωτική κινητικότητα για να διασφαλιστεί ότι οι ημέτερες δυνάμεις μπορούν να κινούνται ταχέως ή ταχύτερα από τις τουρκικές δυνάμεις, αποδεικνύοντας ότι αυτό είναι απαραίτητο για την αποτροπή.
(2) Αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, με εξειδικευμένες επιχειρήσεις κατά την ανάπτυξη στο χώρο αντικειμενικού σκοπού.
(3) Διατήρηση σε υψηλά επίπεδα ετοιμότητας και ηθικού όλων των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων μας.
(4) Άμεση αναβάθμιση και βελτίωση της προστασίας του κυβερνοχώρου των θαλάσσιων λιμένων, των δικτύων μεταφορών και των πολιτικών δικτύων.
(5) Μια πιο ευέλικτη προσέγγιση στη ναυπηγοεπισκευαστική μας ικανότητα, η οποία να ενθαρρύνει και άλλα έθνη να επενδύσουν στις δυνατότητες μας.
(6) Η προσαρμογή μας σε ένα είδος αστραπιαίου πολέμου θα ενισχύσει την αποτρεπτική μας αξία επιταχύνοντας την ταχύτητα ανταπόκρισης των ημετέρων δυνάμεων και ενισχύοντας την βλαπτική μας ικανότητα.
* Ο Δημήτρης Τσαιλάς είναι Υποναύρχος ε.α. ΠΝ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου