Του Δημήτρη Τσαϊλά
Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ σοβαρές προκλήσεις στην εθνική της άμυνα, και την ασφάλεια της. Η εσωτερική πολιτική στη χώρα μας, είναι ανάγκη να το αναγνωρίσει αυτό άμεσα, καθώς δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου.
Εκτός από μια αποδυναμωμένη χώρα που είμαστε, αντιμετωπίζουμε μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους και ατλαντικούς συμμάχους μας ένα πλήθος προκλήσεων κατά μήκος της ανατολικής και νότιας μεθορίου μας. Έχουμε ήδη καθυστερήσει για έναν γόνιμο διάλογο σχετικά με την πολιτική εθνικής ασφαλείας και πώς πρέπει να αλλάξει σε αυτή τη νέα εποχή των γεωπολιτικών αναταραχών και ανακατατάξεων.
Ο Ελληνισμός χρειάζεται άμεσα ένα νέο δόγμα εθνικής ασφάλειας γύρω από το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί μια συναίνεση όχι μόνο των πολιτικών κομμάτων στο εσωτερικό, ώστε να αποκτηθεί στρατηγική κουλτούρα και πολιτική βούληση, αλλά και με όλους εκείνους που μοιράζονται τα κοινά συμφέροντα και τις αξίες μας στο εξωτερικό.
Εκτός από την τουρκική προκλητικότητα, τη βαλκανική αναταραχή, την τρομοκρατία, τις κυβερνοεπιθέσεις, την ενεργειακή ανασφάλεια, τις εκστρατείες λαϊκισμού και παραπληροφόρησης με στόχο την αποδυνάμωση της συνοχής των Ελλήνων αλλά και των Ευρωπαίων, έχουμε και την αβεβαιότητα της στάσης των Ευρωπαίων ηγετών, και συμμάχων. Το ζητούμενο είναι η θέσπιση μακροπρόθεσμων μηχανισμών για την προστασία του τρόπου ζωής, των κοινών αξιών, και της ασφάλειας μας.
Νέες ασύμμετρες απειλές έχουν συσσωρευτεί γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με πύλη εισόδου κυρίως την Ελλάδα. Έχουν, μάλιστα τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες στις διεθνείς σχέσεις μας. Οι Ευρωατλαντικοί σύμμαχοι και Ευρωπαίοι εταίροι δυστυχώς λόγω δικών μας αστοχιών δεν έχουν κοινή αντίληψη των απειλών.
Η επιθετικότητα της Τουρκίας οι εκστρατείες παραπληροφόρησης κατά της Ελλάδας, και η ανυπαρξία ενός αξιόπιστου σχεδίου αντιμετώπισης των ακανόνιστων ροών των μεταναστών μας κάνει ευάλωτους. Η μεταβαλλόμενη φύση των απειλών που αντιμετωπίζει η ΕΕ και η μετατόπιση απαιτήσεων στις προκλήσεις ασφαλείας για την αναμόρφωση των τρόπων αντίδρασης απαιτεί στρατηγική εστιασμένη σε μια νέα πολιτική εθνικής ασφαλείας.
Η ενίσχυση και εμβάθυνση της πολιτικής διάστασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ, λόγω των πολύπλοκων προκλήσεων στην πολιτική, την ασφάλεια μας, και τα δημοκρατικά συστήματα, όχι μόνο από την ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών και την τρομοκρατία από ακραίους ισλαμιστές, αλλά και από τις σκοτεινότερες πλευρές της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις, είτε είναι συμβατικές μέσα από τον κυβερνοχώρο ή υβριδικές, σε θέματα ασφαλείας προκαλούν ζημιές στους πολίτες αλλά και τις κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι σε θέση να ξαναχτίσουν τις κοινωνίες γρήγορα σε περίπτωση σοβαρών επιθέσεων που θα μπορούσαν να διαταράξουν την απαραίτητη υποδομή.
Η ανθεκτικότητα είναι απαραίτητη για την υπεράσπιση της Δυτικής φιλελεύθερης τάξης. Ο ρόλος του κράτους είναι ζωτικής σημασίας από την άποψη αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει και τις στρατιωτικές δυνατότητες να ανταποκριθεί γρήγορα στις επιθέσεις.
Αν πρόκειται να προχωρήσουμε σε αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον υπάρχουν δύο επιλογές, είτε να αγκαλιάσουμε το «status quoante» ή να αναζητήσουμε μια νέα συναίνεση. Και οι δύο επιλογές, έχουν μια κοινή αξία,που θα καθορίσει το μέλλον της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής μας. Κυρίως εκτιμάται ότι οι απαντήσεις σε έξι κρίσιμα ερωτήματα είναι θεμελιώδεις για την ελληνική πολιτική εθνικής ασφαλείας για τις επόμενες δεκαετίες:
- Πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να επιδιώκει την υπεροχή στα Βαλκάνια, να προσπαθεί να ελέγξει τα γεγονότα ή θα πρέπει να δεχτούμε ότι επειδή ο κόσμος γίνεται όλο και πιο πολυπολικόςνα επιδιώκουμενα κάνουμε το λιγότερο στον εγγύς χώρο των Βαλκανίων;
- Θα έπρεπε η Ελλάδα να συνεχίσει να βασίζεται στη σκληρή ισχύως μέσον αξιόπιστης αποτροπής ή θα έπρεπε να χρησιμοποιεί μη στρατιωτικά εργαλεία εξωτερικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της τουρκικής αδιαλλαξίας και των άλλων ζητημάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο;
- Πρέπει η Ελλάδα να ακολουθήσει μια πολιτική εθνικής ασφαλείας με στόχο τη διάδοση του Διεθνούς Δικαίου και των φιλελεύθερων αξιών, όπως είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία, ή μια τέτοια προσέγγιση είναι αντίθετη προς το ελληνικό εθνικό συμφέρον;
- Πρέπει η Ελλάδα να υιοθετήσει τον πολυμερισμό και να ενισχύσει τις συμμαχίες και τα διεθνή θεσμικά όργανα ή πρέπει να επιδιώξουμε μια πιο μονομερή εξωτερική και αμυντική πολιτική;
- Πρέπει η Ελλάδα να επιδιώξει να ενισχύσει και να διευρύνει το ενεργειακό σύστημα μεταφοράς απ’ όπου κι αν προέρχονται οι πόροι ή, αντίθετα, να ακολουθήσουμε μια μονομερή πολιτική;
- Πρέπει η Ελλάδα να συνεργαστεί με την ΕΕ και να αποδεχθεί μια αυξανόμενη ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής στην Πατρίδα μας ή πρέπει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει, να περιορίσει και να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή ισχύ;
Συμπεράσματα
Μάλλον δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα εκτός κι αν προκύψει μια νέα συναίνεση για την πολιτική εθνικής ασφαλείας. Μια σταδιακή εξέλιξη προς μια ελαφρώς αναθεωρημένη εκδοχή είναι πιθανότατα η σφυρηλάτηση ισχυρών πολιτικών δεσμών στην πατρίδα μας. Δεν υπάρχει χρόνος, αξία, ή ιδεολογικό πλεονέκτημα για κανένα ώστε να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Οι σχέσεις των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των πολιτικών πτυχών της αποτρεπτικής μας ικανότητας.
Το ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα μπορεί να αμυνθεί, αλλά τι πρέπει να κάνει για να είναι μια ανεξάρτητη και ανθεκτική δύναμη, λιγότερο εξαρτημένη από τις στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων και εταίρων. Ούτε το ΝΑΤΟ μήτε οι εταίροι μας στην ΕΕ, δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστούν τα συμφέροντά μας σε μια παραδοσιακή στρατιωτική επίθεση, καθώς μια τέτοια επίθεση δεν είναι πλέον απίθανη.
Βέβαια το πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι η συνέχιση του υβριδικού πολέμου, με πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό των χωρών, μια εκστρατεία παραπληροφόρησης, κυβερνοεπιθέσεις, και ακόμη εκδηλώσεις ασύμμετρων απειλών είτε προερχόμενες από την τρομοκρατία ή από την ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών.
Επομένως, είναι αδύνατο να υπάρχει διχασμός σχετικά με τη φύση της απειλής, ή ακόμα και για το πότε μια επίθεση απαιτεί μια απάντηση. Το οπλοστάσιο πρέπει να περιλαμβάνει μια ισχυρή αντιπολεμική εκστρατεία τώρα, ακόμη και με δυνάμεις πολιτικής άμυνας σε θέση να καταστείλουν και πιθανές εσωτερικές ταραχές μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο και να είναι σε θέση να διακρίνουν ποιος υποκινεί τέτοια γεγονότα, μια ισχυρή ικανότητα σε κυβερνοπόλεμο, και ενισχυμένη συνεργασία για την καταπολέμηση όλων των μορφών τρομοκρατίας.
Τέλος, η Ελλάδα σίγουρα χρειάζεται στρατιωτικούς πόρους, αλλά η πολιτική συνοχής είναι ακόμη πιο σημαντική.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου