Του Κώστα Ράπτη
Στα ορόσημα που σημάδεψαν την έλευση του Νέου Έτους λίγα δυτικά μέσα ενημέρωσης μπήκαν στον κόπο να συμπεριλάβουν την επίσημη ίδρυση από 1ης Ιανουαρίου της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που συνασπίζει τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Καζαχστάν και την Αρμενία. Ωστόσο, η Ευρασιατική Ένωση φρόντισε η ίδια να καταστήσει εμφανή από νωρίς την παρουσία της, απευθύνοντας στην Ε.Ε. πρόταση έναρξης συγκροτημένου διαλόγου των δύο μορφωμάτων.
Όπως δήλωσε στην ιστοσελίδα Euobserver ο Ρώσος πρέσβυς παρά τη Ε.Ε. Vladimir Chizov “η ιδέα μας είναι να ξεκινήσει ο διάλογος αυτό το συντομότερο δυνατό”, με τη συμμετοχή και όλων των χωρών της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης της Ε.Ε. (Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν) και με στόχο την δημιουργία ενός χώρου ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ενδιαφερομένων στην Ευρασία.
Η πρόταση αυτή, υπενθυμίζει ο Chizov, έχει ήδη συζητηθεί με την καγκελάριο Merkel και η υλοποίησή της δεν προσκρούει στις κυρώσεις της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας. Πράγματι, η γερμανική διπλωματία διακινεί εδώ και αρκετές εβδομάδες την ιδέα να παρακαμφθεί το υφιστάμενο αδιέξοδο στις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας μέσω του διαλόγου με την Ευρασιατική Ένωση.
Ο Chizov μάλιστα με σαφήνεια αναφέρει σε τί αντιπαρατίθεται η πρόταση για έναν τέτοιο διάλογο: “είναι σοφό να ξοδεύετε τόση πολιτική ενέργεια για τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου συναλλαγών με τις ΗΠΑ όταν έχετε πιο “φυσικούς” εταίρους πολύ πιο κοντά σας;”. “Εμείς πάντως δεν χλωριώνουμε τα κοτόπουλά μας” πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας ένα από τα πιο γνωστά σημεία τριβής μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. ως προς τις υγειονομικές προδιαγραφές που θα υπερισχύσουν σε έναν διατλαντικό χώρο ελεύθερου εμπορίου.
Η ιδέα της δημιουργίας, όπως το έχει θέσει ο Vladimir Putin, ενός ενιαίου χώρου “από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τη Λισαβώνα” αποτελεί από καιρό κεντρικό στοιχείο της ρητορικής, αν όχι της πολιτικής, της Μόσχας (τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη αποφασιστική σύσφιξη των σχέσεων με την Κίνα), χωρίς πάντως να βρίσκει ανταπόκριση.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η άποψη που διατύπωσε η Hillary Clinton, όταν ακόμη ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ότι σχέδια του τύπου της Ευρασιατικής Ένωσης αποτελούν απόπειρα “επανασοβιετοποίησης της περιοχής”, την οποία η Ουάσιγκτον “εξετάζει τρόπους να επιβραδύνει ή και παρεμποδίσει”. Ή όπως το έθεσε κομψότερα ο αναλυτής Ariel Cohen του Heritage Foundation, πρόκειται για τον “πυρήνα μιας μεγαλύτερης διεθνικής ενότητας” - και “οι ΗΠΑ θα πρέπει να εργασθούν με τους συμμάχους και φίλους τους στην Ευρώπη και την Ασία, ώστε να εξισορροπήσουν την Ρωσική γεωπολιτική προώθηση και να υπερασπισθούν τα δυτικά συμφέροντα”.
Οι διαπραγματεύσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ για την Διατλαντική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών και Επενδύσεων (TTIP), το αποκαλούμενο δημοσιογραφικά και “οικονομικό ΝΑΤΟ”, αποτελούν έναν από αυτούς τους “τρόπους”. Η πυροδότηση, παράταση και επιδείνωση της ουκρανικής κρίσης (με αφορμή ακριβώς το ερώτημα της σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ε.Ε.) αποτέλεσε έναν άλλον – πολύ αποτελεσματικότερο.
Όμως, η Ευρασιατική Ένωση δεν συναντά μόνον έξωθεν αντιστάσεις – αλλά δοκιμάζεται και από εσωτερικές τριβές, για τις οποίες η Μόσχα δεν συνηθίζει να μιλά συχνά.
Σε πρώτη ανάγνωση, η νέα οικονομική συμμαχία (στην οποία θα προστεθεί τον Απρίλιο και η Κιργιζία) διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα. Συνασπίζει χώρες με συνολικό αριθμό 171 εκατομμυρίων ανθρώπων, που συγκεντρώνουν το 20% των παγκόσμιων κοιτασμάτων αερίου και το 15% των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου. Ο όγκος των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών φθάνει τα 66 δισ. δολάρια – έχοντας αυξηθεί κατά 50% την προηγούμενη τριετία, οπότε λειτούργησε το πρόδρομο σχήμα της Τελωνειακής Ένωσης – ενώ το ΑΕΠ τους υπολογίζεται ότι θα φθάσει αθροιστικά το 2015 τα 3 τρισ. δολάρια. Οι ηγέτες των συμμετεχουσών χωρών δεν φείδονται φιλοδοξιών.
Κατά την τελετή υπογραφής της ίδρυσης της Ευρασιατικής Ένωσης την Πέμπτη ο μεν πρόεδρος του Καζαχστάν Nursultan Nazarbayev έκανε λόγο για την ανάδυση μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας τον 21ο αιώνα, ο δε πρόεδρος της Λευκορωσίας Alexander Lukashenko για τη “θεμελίωση μιας μελλοντικής πολιτικής, στρατιωτικής και ανθρωπιστικής ενότητας”, ενώ ο Vladimir Putin χαρακτήρισε τη συμφωνία “ιστορική”, υποστηρίζοντας ότι η γεωγραφική θέση της Ευρασιατικής Ένωσης της επιτρέπει να ανοίξει οδούς υποδομών με πλανητική και όχι μόνο περιφερειακή σημασία.
Πολύ χαρακτηριστικά, η υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης ακολουθήθηκε από επίσκεψη των ξένων επισήμων στο νέο μεγάλο κέντρο επιχειρήσεων των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
Ωστόσο, η περιδίνηση στην οποία έχει βρεθεί η ρωσική οικονομία την έχει μετατρέψει στο αντίθετο της αναπτυξιακής “ατμομηχανής” που θα έσερνε όλη την Ευρασιατική Ένωση, ενώ η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία έχει γεννήσει πολιτική καχυποψία στους εταίρους.
Ο Nazarbayev, που πιστώνεται με την αρχική σύλληψη του ευρασιατικού σχεδίου, διαμαρτύρεται ότι το σχήμα που προκύπτει κάθε άλλο παρά μοιάζει με “ένωση ίσων”, ενώ φρόντισε να μετονομάσει τη χώρα του σε “Καζάχ Ελί” (Πατρίδα των Καζάχων) για να τονίσει την εθνική της διακριτότητα – μολονότι το 40% των κατοίκων της είναι Ρώσοι.
Επιπλέον, επιχείρησε να θέσει βέτο στην προσχώρηση της Αρμενίας, ζητώντας να αντιμετωπίζονται ως εξωτερικά σύνορα της Ευρασιατικής Ένωσης τα σύνορα με το de facto προσαρτημένο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ο Lukashenko, πάλι, δηλώνει ότι δεν θα τον σταματήσει “ούτε ο Putin”, στον αγώνα του να μην εκχωρήσει εθνική κυριαρχία – με τη δημιουργία λ.χ. ενός Ευρασιατικού Κοινοβουλίου, σε αντιγραφή αυτού της Ε.Ε. Προς το παρόν η χώρα του προσπαθεί να ξεφύγει από τις επιπτώσεις του πρόσφατου ρωσικού “μίνι-κραχ”:επέβαλε κατά 30% επιπλέον χρεώσεις σε όλες τις συναλλαγματικές συναλλαγές , ενώ στις 27 Δεκεμβρίου, ο Lukashenko απέλυσε τον πρωθυπουργό και επικεφαλής τής Κεντρικής Τράπεζας
Ευρύτερα, η υποτίμηση του ρουβλίου πιέζει ιδιαίτερα τις κεντρασιατικές δημοκρατίες που οφείλουν το 30% του εθνικού τους εισοδήματος στα εμβάσματα των πολιτών τους που έχουν μεταναστεύσει στη Ρωσία, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η συμμετοχή στην Τελωνειακή Ένωση καθήλωσε στο Καζαχστάν τους πραγματικούς μισθούς κατά 0,5% και την απόδοση κεφαλαίου κατά 0,6%. Ο Ρώσος υφυπουργός Οικονομικών Sergei Shatalov, εκτιμά ότι θα χρειασθούν ρωσικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ύψους 30 δισ. δολαρίων (ήτοι πενταπλάσιες του σημερινού επιπέδου) για να αντέξουν οι εταίροι μια πλήρη απελευθέρωση των συναλλαγών.
Προς το παρόν, η Ευρασιατική Ένωση καλύπτει την μετακίνηση εργαζομένων και τους τομείς του τουρισμού, των κατασκευών και της λιανικής – με στόχο την απελευθέρωση άλλων 40 τομέων (αρχής γενομένης από τον φαρμακευτικό το 2016), την εναρμόνιση των νομοθεσιών και την δημιουργία Ευρασιατικής “Κομισιόν”, Συμβουλίου, Δικαστηρίου και Ενιαίας Χρηματοπιστωτικής Εποπτικής Αρχής μέχρι το 2020.
Αν κάτι, πάντως, εξακολουθεί να πείθει τους δύστροπους εταίρους του Putin να επιμείνουν στο εγχείρημα, αυτό δεν είναι τόσο τα οικονομικά πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην Ευρασιατική Ένωση, αλλά η επίγνωση ότι αποτελούν κορυφαίους υποψήφιους για δυτικής εμπνεύσεως εγχειρήματα “αλλαγής καθεστώτος”...
πηγή
Δημοσίευση σχολίου