Του Μάριου Παναγιώτη Ευθυμιόπουλου (PhD)*
Όταν η νέο-οθωμανική πολιτική της Τουρκίας δεν περιλαμβάνει τους όρους «καλής γειτονίας» και δεν σέβεται, ούτε υπογράφει το «Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης» και συνεχίζει να φέρνει θέματα γκρίζων ζωνών και πολιτικών μειονοτήτων, τότε η αντίδραση της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι ενδεδειγμένη: άμεση και ουσιαστική, πολλαπλών επιλογών, πολυδιάστατων και ενορχηστρωμένων.
Οι κινήσεις της Τουρκίας είναι πλέον γνωστές, οι προσπάθειες τακτικών ελιγμών επίσης. Είτε αυτό αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο με τις συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου και θαλάσσιου χώρου τους. Παρόμοιες βέβαια συμπεριφορές, κατέχει και με άλλες γείτονες χώρες.
Με αυτές τις πολιτικές και τα επικοινωνιακά παιχνίδια του «ισχυρού», φαντάζει η Τουρκία στα μάτια του Πρωθυπουργού τους και πιθανώς και του Προέδρου τους, μια μεγάλη δύναμη. Θα πρέπει να τονίσουμε βεβαίως πως με τις παρούσες κινήσεις της θα μείνει μόνο περιφερειακή δύναμη. Όσο ασήμαντο και να είναι για την Τουρκία των 75 εκατομμυρίων με μεγάλη αγοραστική δύναμη, τόσο σημαντικό είναι για τα άλλα γείτονα κράτη, τα οποία τείνουν να δημιουργούνται νέες συμμαχίες. Δια μέσου των συμμαχιών ενισχύεται ο ρόλος, υποχρεώσεις και απαιτείται να υπάρξει σεβασμός και συνεργασία στα καθορισμένα ήδη πλαίσια. Έτσι δεν θα έπρεπε η Τουρκία να υποτιμά καμία συνεργασία και συμμαχία. Αντιθέτως θα έπρεπε να βλέπει αντί της νέο-οθωμανικής πολιτικής σε μια πολιτική 21ουαιώνα. Ειδάλλως υπάρχουν και άλλες παλαιότερες αυτοκρατορικές συμμαχίες, που θα μπορούσαν να βολέψουν εξίσου.
Στο ενεργειακό παιχνίδι το οποίο μας αφορά ξεχωριστά και μεμονωμένα τις σύμμαχες χώρες, πρέπει να τονίσουμε πως δεν πρόκειται ποτέ να γίνει η Τουρκία ενεργειακός κόμβος, χωρίς και την συγκατάθεση της Κύπρου, της Ελλάδος αλλά και του Ισραήλ μεταξύ άλλων.
Δεν θα μπορέσει η Τουρκία να αναλάβει την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών, στην νότιο-ανατολική Μεσόγειο χωρίς την Ελλάδα, κράτος μέλος του ΝΑΤΟ αλλά και άλλων περιφερειακών και συνεργατικών κρατών με το ΝΑΤΟ ή όποιο άλλο οργανισμό συμμαχίας όπως αυτόν της ΕΕ.
Ούτε της διεθνούς ασφάλειας στην περιοχή, εναντίον της τρομοκρατίας και της ναυτικής προστασίας των περιοχών, χωρίς την συγκατάθεση συμμάχου όπως η Ελλάδα και η Κύπρος αλλά ακόμα και το Ισραήλ. Καθώς οι περιφερειακοί παράγοντες πρακτικά στην παρούσα φάση να είναι χρήσιμοι στο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας και του Ισλαμικού χαλιφάτου. Εκτός και αν βολεύει εναλλακτική την οποία όμως οφείλει να ξεκαθαρίσει η Τουρκία.
Δεν θα μπορέσει η Τουρκία να γίνει από περιφερειακή δύναμη, παγκόσμια, επειδή απλά μόνο επιδιώκει να έχει καλή γειτονία με όπως τους ονομάζει ο πρόεδρος Ερντογάν, κατά τα άλλα «Τουρκογενή κράτη», όπως επικαλείται, αλλοιώνοντας συνεργασίες και συμμαχίες που δημιουργούνται. Αλλά γιατί να μην συνεχίσει, όταν τονίζει ότι Μουσουλμάνοι ανακάλυψαν την Αμερική, και η Κούβα να αποτελεί σύμμαχο αδελφό κράτος….;Βεβαίως την καλύτερη απάντηση την έδωσε η Κούβα στην παρούσα συγκυρία.
Δεν θα μπορέσει η Τουρκία ποτέ να γίνει διεθνής οικονομία με πόλεις παγκοσμίου εμβέλειας, χωρίς την συνεργασία των γειτόνων της, που σε αντίθεση με άλλα κράτη και πόλεις διεθνούς ισχύος, βρίσκεται ανάμεσα σε πλάκες ιστορικών συγκρούσεων αλλά κυρίως, ιστορικών αλλαγών. Η Πόλη είναι πόλη του φωτός και του πολιτισμού. Είναι πόλη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου και κυρίως Πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας μας. Και οφείλει να το προστατεύει. Γιατί οι θρησκευτικές ελευθερίες είναι επιλογή και στην Τουρκία.
Πιστεύω πως τα παραπάνω ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κ.Νταβούτογλου τα γνωρίζει πολύ καλά. Και θα πρέπει να αλλάξει πλεύση πολιτικής και να επιδιώξει το αυτονόητο.
Η ‘Άγκυρα, θα προσπαθήσει να ωθήσει τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα, βάζοντας στον πάγο ξανά την Κύπρο, ένα ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα επιδιώξει να ενισχύσει την πολιτική της άμεσης επένδυσης και ενίσχυσης διαπολιτισμικής συνεργασίας, έχοντας ωστόσο ως κρυφό χαρτί και ως δικλίδα προστασίας, την πιθανότητα της εμπλοκής εξαγοράς της ΔΕΣΦΑ στην Ελλάδα από την Soccar. Επίσης θα επιδιώξει να έχει άμεση συνομιλία για τα ενεργειακά της Κύπρου από την πλευρά της Ελλάδας όπου για ακόμα μια φορά υποτιμά την Κύπρο, δεν την αναγνωρίζει ως κράτος και έχει το πολιτικό σθένος και θα το κάνει και στην Ελλάδα αναφερόμενος στην πιθανότητα της «ιδέας», βάζοντας το καπέλο του ακαδημαϊκού.
Η αναγνώριση της Κύπρου ως χώρας και ως κράτος μέλος της ΕΕ και αναγνωρισμένη χώρα από τα Ηνωμένα Έθνη, δεν είναι θέμα επιστημονικής ιδέας όπως και οι πραγματικότητες της ενεργειακής ανάγκης για επάρκεια της κάθε χώρας στην ΑΟΖ αλλά και στα χωρικά και χερσαία και εναέρια μέρη. Είναι θέμα υποχρέωσης και σεβασμού αλλά και τιμής στον λαό της κάθε χώρας. Δεν είναι παιχνίδι.
Δεν αποτελεί προτέρημα να είσαι μεγάλη δύναμη, περιφερειακή επί τo πλείστον, και να συμπεριφέρεσαι ως υπερδύναμη, επειδή πιστεύεις ότι θα εκμεταλλευτείς την ανάγκη θωράκισης της Δύσης από το Ισλαμικό κράτος.
Αυτά είναι πρακτικές πολιτικές και πολιτισμικές υποχρεώσεις. Και όχι ιδέες. Αυτά είναι τα δεδομένα. Στα οποία ίσως πρέπει και έχει ήδη η ώρα έρθει να τονίσουμε την ανάγκη ένταξης σε ουσιαστικό επίπεδο σε διμερές αλλά ακόμα και πολυμερές, της αναγνώρισης της Καταστροφής της Σμύρνης. Να γίνει πλήρης και άμεση χρήση της Σχολής της Χάλκης από το Πατριαρχείο. Επίσης θα πρέπει να τονίσουμε, πως πρέπει να γίνει αναγνώριση της Ποντιακής Καταστροφής. Επιπλέον να γίνει επιτροπή διαλόγου για το μέλλον των στενών του Μαρμαρά και μαζί και το μέλλον των στενών του Βοσπόρου καθώς υπάρχουν ιστορικές θεματολογίες που πρέπει να επανακαθοριστούν.
Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να γίνει επίσης σαφές πως η συμμετοχή στην αναγνώριση του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης είναι άμεση. Έτσι αποφεύγεται η «παρερμηνεία» της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας με την ΑΟΖ που ήδη την χρησιμοποιούν οι Τούρκοι στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Θα πρέπει εξίσου, να τονίσουμε πως είναι δικαίωμα όλων των κρατών να κάνουν συμμαχίες μεταξύ τους. Έτσι καλό και σωστό, θα ήταν να γίνει σαφές πως η συμμετοχή σε συμμαχίες επί ίσων όρων είναι σημαντικό επίτευγμα για όλους ακόμα και για το συμφέρον της Τουρκίας.
Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να κλείσουμε δρόμους και σοκάκια, όπως θέλουν ορισμένοι ηγέτες σε παλαιές διαδρομές, καθόσον βρισκόντουσαν στις Ελληνικές μας πόλεις. Η Ελλάδα είναι ελεύθερη χώρα και ασφαλής. Εξίσου και όμορφη χώρα. Ο κόσμος διακατέχεται από την φιλοξενία και φιλικότητα σε φιλικές προς εμάς χώρες. Έτσι κάνουμε και στους Τούρκους τουρίστες. Τους σεβόμαστε και τιμούμε.
Έτσι, θα πρέπει να τονιστεί η συμμετοχή του τουριστικού κύματος από την Τουρκία ως σήμα και ζήτημα αλλαγής πολιτικής πλεύσης της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Η Τουρκική κοινωνία ψηφίζει Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα είναι άμεσος γείτονας και εξίσου περιφερειακός παράγοντας. Είναι φιλική χώρα. Και τουριστική χώρα. Ακόμα και σε αυτή την δυσμενή οικονομική περίοδο, που γνωρίζει καλά και η Τουρκία πως είναι στέκεται σοβαρή και προσφέρει σε παγκόσμια κλίμακα επίπεδα και υποδομές για όλους και όλες.
Έτσι σε επίπεδο διαπολιτισμικό και τουριστικό, πιστεύεται, ότι η αναφορά σε πιθανά στα προβλήματα των Τούρκων Τουριστών που χρειάζονται βίζα να έρθουν στην Ελλάδα θα λυθεί, στα πλαίσια καλής γειτονίας στο σύνολο ωστόσο και εφόσον τηρούνται όροι καλής γειτονίας από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Και οι κινήσεις εξαρτώνται από την Τουρκία εξ’ ολοκλήρου. Πιθανή ως συνήθως, αναφορά σε θέματα της Ανατολικής Ελλαδικής Θράκης, κάτι που μας έχει συνηθίσει και στο παρελθόν, δεν θα πρέπει να γίνουν ανεκτά και να υποτιμηθούν.
Τα θέματα συζήτησης και τα επερχόμενα γεγονότα συνεπώς, είναι λίγο πολύ αναμενόμενα. Γιατί η Τουρκική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει μια συνέπεια και ξεδιπλώνεται σταδιακά.
Έτσι σε όλα τα παραπάνω αναφερόμενα, η ατζέντα είναι λίγο πολύ αναμενόμενη. Και αυτό χωρίς να συμπεριλάβουμε ακόμα και την ατζέντα συνομιλιών σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής σε διμερές επίπεδο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αρχές Δεκεμβρίου.
Όσο αφορά τα Κυπριακά ζητήματα, τα ζητήματα της ενέργειας και της ασφάλειας αλλά και σταθερότητας, θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει σαφές προς την Τουρκία να υπαναχωρήσει και να επανεξετάσει τις αξιώσεις της, ώστε στα πλαίσια αυτά και μόνο να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό.
Όσο αφορά τα Ελληνικά θέματα, δεν τίθενται ζητήματα. Ειδάλλως, η πολιτική ατζέντα επιβάλει να φέρουμε ισχυρά θέματα και επιχειρήματα τα οποία η Τουρκία δεν τα λαμβάνει υπόψη. Αλλά δεν μπορεί να κινδυνολογεί πλέον η Τουρκία. Δεν μπορεί απλά έτσι να απορρίπτει Ευρωπαϊκές αποφάσεις για την Κύπρο. Σε διμερές επίπεδο ή συμμετέχεις εμπράκτως, ή απλά χρησιμοποιείς επικοινωνιακά την πολιτική συμμετοχή σου άνευ ουσίας, κινδυνεύοντας να μην φέρεις επιθυμητά αποτελέσματα στις εκατέρωθεν πλευρές.
Τα γεγονότα αυτά θα διαμορφώσουν εκ νέου, κάποιες πολιτικές επιλογές. Η στρατηγική επιλογή θα είναι συγκεκριμένη και για την Ελλάδα αλλά και για την Τουρκία. Προοπτική και σημασία για την επόμενη και μεθεπόμενη ημέρα έρχεται όταν πραγματικά το θέλουν και τα δύο μέρη.
Εν τέλει, η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Σε μια πολιτική ουσίας, μακράς χρονικής διάρκειας. Που να ορίζει στρατηγικούς ορίζοντες, πολιτικές και καινοτομίες. Πολιτικές με ευφυία που να διακρίνονται για την αμεσότητα και την απλότητα. Πολιτική που να ενισχύει τα πλάνα αναδόμησης των υποδομών της Ελλάδος και της Κύπρου σε πολλαπλό καινοτόμο πραγματικά επίπεδο, αλλά και να ενισχύει τα πλάνα επενδύσεων μακροχρόνια. Γιατί ένα στρατηγικό πλάνο αναμόρφωσης και αναδόμησης της πολιτικής, της εξωτερικής πολιτικής, την πολιτιστική διπλωματία, την πολιτική της ενέργειας, των νέων υποδομών σε αναπτυξιακούς τομείς, αλλά και των υποδομών άμυνας, θα προσδίδει σταθερότητα, άρα και ασφάλεια επενδύσεων που η Ελλάδα και η Κύπρος τόσο αναζητά, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
*Ειδικεύεται στην Στρατηγική και Επικοινωνιακή Πολιτική και Διαμεσολάβηση. Είναι επισκέπτης Καθηγητής στο ίδρυμα Harriman, Columbia University, New York. Είναι Πρόεδρος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Διεθνών Ευρωπαϊκών Ατλαντικών και Στρατηγικών Μελετών, Strategy International.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου