Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Προκαλεί μεγάλο προβληματισμό η αμερικανική πολιτική έναντι της χώρας μας σε συσχετισμό με τα προβλήματα, τις προκλήσεις και τις πιέσεις που θα αντιμετωπίζει στα εθνικά της θέματα.
Το πρώτο και κυριότερο παράδειγμα είναι οι τουρκικές προκλήσεις στην Κύπρο και την Ελλάδα. Απροκάλυπτα, η Άγκυρα εισέβαλε στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Πως τόλμησε και έκανε αυτό το βήμα η Άγκυρα, παραβιάζοντας ωμά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και στρεφόμενη εναντίον μίας χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν είναι ακόμα υπόλογη για τη συνεχιζόμενη κατοχή στη Βόρεια Κύπρο;
Η Άγκυρα έκανε, προφανώς, μία εκτίμηση των διεθνών αντιδράσεων πριν αποπειραθεί να δημιουργήσει ένα τετελεσμένο γεγονός. Εκτίμησε, συγκεκριμένα, ότι δεν θα υπάρξουν έντονες αμερικανικές και βρετανικές αντιδράσεις, που έχουν παρουσία και επιρροή στην περιοχή. Αντιθέτως θα υπάρξει στο παρασκήνιο, σχεδόν συμπαιγνία.
Πάνω σε ποια στοιχεία βασίσθηκε μία τέτοια εκτίμηση; Προφανώς, πάνω σε δημόσιες δηλώσεις αμερικανών επισήμων και ενδεχομένως σε εμπιστευτικές διαβεβαιώσεις τους προς την Άγκυρα ότι πρέπει η τελευταία να έχει «συμμετοχή» στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου! Εάν αναλύσει κανείς στον χάρτη τις αμερικανικές δηλώσεις, η συστηνόμενη τουρκική «συμμετοχή» αφορά την ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Γιατί οι ΗΠΑ ακολουθούν μια τέτοια πολιτική που στρέφεται κατάφωρα κατά της Ελλάδας και της Κύπρου; Οι εκτιμώμενοι λόγοι είναι:
Πρώτον, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας και το άγχος των ΗΠΑ να κρατήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, ως να είχε η Άγκυρα και άλλες πραγματικές επιλογές.
Δεύτερον, η εξασφάλιση στην Άγκυρα εναλλακτικών πηγών ενέργειας, ώστε η Άγκυρα να δεχθεί να περιορίσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία και να συμβάλει στον επιδιωκόμενο, σε στρατηγικό επίπεδο, περιορισμό των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη και στις χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ.
Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος λόγος, που αφορά τις πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλουν, με πιέσεις, εκβιασμούς και πολιτική χειραγώγηση, μια τέτοια πολιτική στην Ελλάδα και την Κύπρο χωρίς να δημιουργηθούν μεγάλα προβλήματα και ρήξεις σχέσεων. Πιστεύουν, με άλλα λόγια, ότι μπορούν να πειθαναγκάσουν τις ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας να αποδεχτούν, με διαδοχικές υποχωρήσεις, τις τουρκικές αξιώσεις, με επισειόμενη πάντα την απειλή χειρότερων εξελίξεων, τη μονομερή δηλαδή τουρκική στρατιωτική δράση, στην περίπτωση που η Ελληνική πλευρά δεν ενδώσει και δεν επιδείξει την επιθυμητή ανταπόκριση και υποχωρητικότητα.
Η απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας χρησιμοποιείται ως υπέρτατος διπλωματικός εκβιασμός για τη σταδιακή απόσπαση υποχωρήσεων.
Η αμερικανική αυτή πολιτική αποκαλύπτεται και εκδηλώνεται στην περίπτωση της Κύπρου με τις εξής συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις:
Α. Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την εισβολή του «Barbaros» στην Κυπριακή ΑΟΖ είναι εντελώς προσχηματική και ανεπαρκής. Στο πρώτο σημείο διακηρύσσει την αυτονόητη αρχή ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να αξιοποιήσει τους φυσικούς πόρους στη δική της ΑΟΖ. Στο δεύτερο όμως σημείο κάνει αναφορά «στην ακριβοδίκαιη διανομή των εσόδων από το φυσικό αέριο στις δύο κοινότητες». Αντιμετωπίζει δηλαδή το φυσικό αέριο της Κύπρου μέσα από το πρίσμα των δύο κοινοτήτων και όχι του κυριαρχικού δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλεύεται τη δική της ΑΟΖ.
Η αμερικανική άποψη «λησμονεί» και «παραγράφει» ουσιαστικά την τουρκική εισβολή και το υπάρχον πρόβλημα και μιλά «για ακριβοδίκαιη κατανομή του φυσικού αερίου» της ελεύθερης Κύπρου μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Πολύ ακριβοδίκαια, δηλαδή, κατέχει η Άγκυρα τη Βόρεια Κύπρο και πρέπει τώρα το ψευδοκράτος να έχει επιπλέον «ακριβοδίκαιη» συμμετοχή και στο φυσικό αέριο της ελεύθερης Κύπρου.
Β. Η άποψη αυτή μεταφέρθηκε και υπό μορφή προτάσεως από τον αμερικανό πρέσβυ στη Λευκωσία προς τον Κύπριο Πρόεδρο. Ο αμερικανός πρέσβυς πρότεινε συγκεκριμένα να δημιουργηθεί ένα Ταμείο στο οποίο να κατατίθενται τα έσοδα από την αξιοποίηση του φυσικού αερίου για να χρησιμοποιηθούν υπέρ και των δύο κοινοτήτων. Για να καλυφθεί, δηλαδή, το κόστος της επιδιωκόμενης «λύσεως» και για να διανεμηθούν μεταξύ των δύο κοινοτήτων, με βάση τη συμφωνία που θα επιτευχθεί μεταξύ τους, στο πλαίσιο της «λύσεως».
Η πρότασή του απερρίφθη από τον Κύπριο Πρόεδρο αλλά είναι ενδεικτική των προθέσεων και των επιδιώξεων της αμερικανικής πολιτικής.
Γ. Ο νέος ειδικός αντιπρόσωπος του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, Νορβηγός, Έσπεν Μπαρθ Άιντα, υπέβαλε στον Κύπριο Πρόεδρο, έπειτα από διαδοχική επίσκεψη στην Άγκυρα και την Αθήνα, πρόταση για τη δημιουργία, στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών, Τεχνικής Διακοινοτικής Επιτροπής, η οποία να συζητήσει, σε «ισότιμη» βάση, τη διαχείριση του θέματος του φυσικού αερίου ως δήθεν διακοινοτικού θέματος.
Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα, επιβεβαίωσε, με την πρόταση αυτή, από πού πραγματικά εμπορεύονται οι οδηγίες που λαμβάνει και τι ρόλο ακριβώς παίζει, υπό την παραπλανητική σημαία του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν. Ο τελευταίος, όπως και ο προκάτοχός του Κόφι Ανάν, ελέγχεται, δυστυχώς, πολιτικά, όπως και η Γραμματεία της οποίας προΐσταται, από τον αμερικανικό και τον βρετανικό παράγοντα.
Αποδοχή μίας τέτοιας προτάσεως θα σήμαινε:
- Υποβιβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ισότιμο μέρος του ψευδοκράτους, όπως ακριβώς είχε ζητήσει και ο τότε τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στο έγγραφο που είχε υποβάλει στην Ε.Ε., τον Μάιο, επί Ελληνικής Προεδρίας, χαρακτηρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία ως δήθεν «εκλιπούσα».
- Παραίτηση της Κύπρου από κάθε αξιοποίηση της ΑΟΖ και αποδοχή ότι το φυσικό αέριο της ελεύθερης Κύπρου είναι δήθεν συνιδιοκτησία με το «ισότιμο» ψευδοκράτος.
Όλες οι συμφωνίες που έγιναν από την Κυπριακή Δημοκρατία για οριοθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ και για την εκμετάλλευσή της, θα έμεναν μετέωρες και θα έπρεπε να επανεξετασθούν μέσα από το πρίσμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο «ισότιμων» μερών.
Η πρόταση του Έσπεν Μπαρθ Άιντα απερρίφθη από τον Κύπριο Πρόεδρο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν εγκαταλειφθεί οι προσπάθειες του αμερικανικού και του βρετανικού παράγοντα να προωθήσουν διαμεσολάβηση, πάνω σε αυτή τη βάση, για να επιτύχουν δήθεν αποχώρηση του «Barbaros» από την Κυπριακή ΑΟΖ.
Δ. Μία άλλη αμερικανική παρασπονδία απεκαλύφθη, πριν από λίγες ημέρες, από τον γνωστό Σόλωνα Κασίνη, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ανεύρεση και προώθηση της αξιοποιήσεως των ενεργειακών κοιτασμάτων στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Ο Σόλων Κασίνης αποκάλυψε στον Κυπριακό Τύπο ότι παραιτήθη από τη θέση του Αντιπροέδρου της Κυπριακής εταιρείας Υδρογονανθράκων ΚΡΕΤΥΚ, γιατί η εταιρεία και η Κυπριακή κυβέρνηση υπεχώρησαν σε αμερικανικές πιέσεις για την εγκατάλειψη του στρατηγικού στόχου που είχαν θέσει για τη δημιουργία στο Βασιλικό, κοντά στη Λάρνακα, Τερματικού Υγροποιήσεως Φυσικού Αερίου, το οποίο θα καθιστούσε την Κύπρο ενεργειακό περιφερειακό Κέντρο.
Προεβλήθη, για την εγκατάλειψη, ως λόγος, η ανεπάρκεια της ήδη διαπιστωμένης ποσότητας φυσικού αερίου. Ο λόγος αυτός, κατά τον Σόλωνα Κασίνη, είναι προσχηματικός. Εάν συνυπολογισθούν και οι ποσότητες των άλλων οικοπέδων, εκτός από το 12 της «Αφροδίτης», και η συνεργασία με το Ισραήλ, το Τερματικό Κέντρο είναι πλήρως βιώσιμο.
Ο πραγματικός λόγος της αμερικανικής παρεμβολής και των αμερικανικών πιέσεων είναι για να παραμείνει ανοικτή η προοπτική κατασκευής αγωγού για την εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου στην Ευρώπη, μέσω Τουρκίας, στο πλαίσιο μίας «λύσεως» του Κυπριακού.
Υπάρχουν και πολλές άλλες ενδείξεις μιάς απαράδεκτης για την Ελλάδα και την Κύπρο αμερικανικής πολιτικής:
- Η συμμετοχή σε άσκηση της Τουρκίας, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου ενώ βρίσκεται το «Barbaros» στην Κυπριακή ΑΟΖ
- Η ανοχή της προκλητικής πολιτικής της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και οι πιέσεις στην τελευταία για να συνεχίσει την πολιτική του κατευνασμού και της «φιλίας» ενώ κλιμακώνονται οι τουρκικές προκλήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα, στις 29 Νοεμβρίου και η σύγκληση του Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας στην Αθήνα, λίγες ημέρες μετά την Τριμερή Διακήρυξη του Καΐρου και ενώ το «Barbaros» συνεχίζει να παραβιάζει την Κυπριακή ΑΟΖ.
Είναι επίσης η εξίσου απαράδεκτη στάση των ΗΠΑ στο θέμα των Σκοπίων.
Η σημερινή ηγεσία της χώρας συνεχίζει, δυστυχώς, μία απαράδεκτη πολιτική που είναι συμπληρωματική της στρατηγικής των αντιπάλων. Είναι καιρός να προβληματισθεί η χώρα για μία άλλη πολιτική και να στείλει σαφές μήνυμα προς τους υποτιθέμενους «φίλους» και «συμμάχους».
Πηγή εφημ. «Το Παρόν»
πηγή
Δημοσίευση σχολίου