Του Κώστα Ράπτη
Η κοινωνικο-πολιτική αναταραχή στην Τουρκία δεν μπορούσε να έρθει σε πιο ευαίσθητη συγκυρία σε ό,τι αφορά την κατάσταση της οικονομίας, καθώς ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, δηλ. από το ξέσπασμα των ταραχών, η γειτονική χώρα από το μαζικό sell-off που προκάλεσε στις αναδυόμενες αγορές η ανησυχία σε σταδιακή απόσυρση από την Fed των πολιτικών ποσοτικής διευκόλυνσης.
Οι εκροές κεφαλαίων είχαν φθάσει την Παρασκευή το 1 δισ. δολάρια σε διάστημα μιας εβδομάδας, επιβεβαιώνοντας την τάση της Τουρκίας να ξεπερνά τις λοιπές αναδυόμενες οικονομίες σε θετικές επιδόσεις κατά τις ευνοϊκές συγκυρίες, αλλά και σε αρνητικές επιδόσεις στους κακούς καιρούς.
Όπως σημειώνει και η Wall Street Journal, σε μία εποχή κατά την οποία οι αναδυόμενες οικονομίες πιθανότατα εισέρχονται σε φάση μεγαλύτερου αντατγωσνιμού για την εξεύρεση κεφαλαίων, δεν είναι η καταλληλότερη στιγμή για να δώσει κανείς στους επενδυτές την ευκαιρία να κοιτάξουν αλλού. Το παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής, όπου οι άγριες συγκρούσεις αστυνομίας και απεργών μεταλλωρύχων έχουν προκαλέσει φέτος τη μεγαλύτερη διεθνώς υποχώρηση του νομίσματος, είναι εύγλωττο.
Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν με αφορμή τη σχεδιαζόμενη ανάπλαση του Πάρκου Gezi έχουν ένα άμεσο κόστος το οποίο ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Muamer Guler υπολόγισε την Δευτέρα σε 20 εκατ. τουρκικές λίρες, ήτοι 10,5 δισ. δολάρια. Καταστράφηκαν 89 αστυνομικά οχήματα, 18 λεωφορεία, 42 Ι.Χ., 15 οχήματα Δ.Χ., 94 χώροι εργασίας και 4 κομματικά γραφεία.
Το μεσομακροπρόθεσμο κόστος την αναταραχής δεν πρόκειται ωστόσο να αποτυπωθεί, προτού ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ήδη πάντως τη Δευτέρα, το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, βυθισμένο και αυτό σε ένα νέφος δακρυγόνων, έκλεισε με πτώση του γενικού δείκτη κατά 10,47%, ήτοι τη μεγαλύτερη μετά από αυτές τοτυ Φεβρουαρίου 2001 (εποχή της τουρκικής οικονομικής κρίσης που σάρωσε το έως τότε πολιτικό σκηνικό) και της 3ης Μαρτίου (-12,49%), στον άμεσο απόηχο της αρνητικής ψήφου της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στην στάθμευση αμερικανικών δυνάμεων για την επικείμενη, τότε, εισβολή στο Ιράκ.
Η ισοτιμία της λίρας διαμορφώθηκε τη Δευτέρα στο 1,88 ανά δολάριο, υποχωρώντας κατά 1%, στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 μηνών (και αυτό χάρη στηον περιορισμό της ρευστότητας στον οποίο προχώρησε η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας από την Π¨εμτη) ενώ η απόδοση του διετούς ομολόγου αναφοράς κατέγραψε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξησή της από τον Ιούνιο του 2006 (41 μ.β.), φθάνοντας το 6,48%. Η απόδοση του δεκαετούς εκτινάχθηκε από το 6,84% στο 7,12%, ενώ το πενταετές CDS ενισχύθηκε κατά 143 μ.β., εξαλείφοντας την πτώση που είχε προκύψει μετά την απόφαση της Moody΄s να επαναφέρει το αξιόχρεο της Τουρκίας σε επενδυτικό επίπεδο (Βaa3).
Θα μπρορούσε κανείς να σχετικοποιήσει αυτές τις αντιδράσεις της αγοράς, σημειώξνοντας ότι συνολικά το το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κέρδισε 40% το τελευταίο 12μηνο. Όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο καθώς το υψηλό έλλειμμα στο τουρκικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, συνεπάγεται ανάγκες χρηματοδότησης που θα μπορούσαν να διαταραχθούν από οποιαδήποτε εξωτερική αλλαγή στο κλίμα εμπιστοσύνης.
Ιδιαίτερα ευάλωτο είναι το τραπεζικό σύστημα, καθώς ο λόγος χορηγήσεων προς καταθέσεις ξεπέρασε φέτος το 100%, ενώ το εξωτερικό χρέος των τουρκικών τραπεζών είχε φθάσει στα τέλη του 2012 το 14,3% του ΑΕΠ (έναντι 8% τις παραμονές της κατάρρευσης της Lehmann Brothers), ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών, σύμφωνα με την Capital Economics. Τα δύο τρίτα αυτού του χρέους θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν εντός 12μήνου. Καθώς ο βραχυπρόθεσμος εξωτερικός δανεισμός αυξηθηκε κατά 70% το πρώτο τρίμηνο του 2013, γίνεται κατανοητό ότι κάθε απότομος περιορισμός των εισροών κεφαλαίων θα συνιστούσε σοκ.
Σημειώνεται ότι η πιστωτική επέκταση δεκαπλασιάσθηκε από το 2006 και μόνο πέρσι αυξήθηκε κατά 40% (όταν το ονομαστικό εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 5%, έναντι πληθωρισμού 7%, υποδηλώνοντας ότι οι Τούρκοι καταναλωτές έχουν ήδη μπεί στη φάση του δανεισμού μόνο για αποπληρωμή παλαιότερων χρεών.
Επιπλέον η μείωση των τουρκικών εξαγωγών στο χαμηλότερο επίπεδο του εξαμήνου σημαίνει ότι η ανάπτυξη θα εξαρτηθεί περισσότερο από την εσωτερική ζήτηση, άρα από το αίσθημα εμπιστοσύνης – όπως και ο τουρισμός που ανακουφίζει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου