Για όσους αναρωτιούνται γιατί η Ευρώπη δυσκολεύτηκε τόσο να καταλήξει σε μια κοινή πολιτική για το εμπάργκο όπλων στη Συρία, μια μικρή κουκίδα στο χάρτη θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ένδειξη: οι γιγαντιαίες εγκαταστάσεις φυσικού αερίου South Pars / North Dome στον Κόλπο, οι οποίες είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες μεταξύ των υδάτων του Ιράν και του Κατάρ.
Η σύμμαχος της Δαμασκού, Τεχεράνη, σχεδιάζει να κατασκευάσει έναν αγωγό που θα διέρχεται από τη Συρία και θα φτάνει στις ακτές της Μεσογείου και την πλούσια ευρωπαϊκή αγορά. Η Ντόχα, ο κύριος χορηγός των ανταρτών, έχει ένα αντίπαλο σχέδιο, το οποίο θα διαπερνά τη μετα-Άσαντ Συρία και την Τουρκία για να φθάνει στον ίδιο προορισμό. Είναι αρκετά προφανές ότι η επιδείνωση της συριακής κρίσης στις αρχές του 2011 ήρθε λίγους μόνο μήνες μετά από τις διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πρόγραμμα που ξεκίνησε στα τέλη του 2010.
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω των εθνικών «πρωταθλητών» τους GDF και Shell, αποτελούν βασικό παράγοντα στη βιομηχανία φυσικού αερίου του Κατάρ. Η Ρωσία έχει μία συμφωνία χάλυβα με το Ιράν για να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες των σουνιτικών κρατών του Κόλπου και των δυτικών συμμάχων τους να παρακάμψουν το οιονεί μονοπώλιό της στις ευρωπαϊκές παροχές.
Η Γερμανία συνδέεται με τη Ρωσία με τον αγωγό Nord Stream, τον οποίον προώθησε ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ (ο οποίος ήταν και πρόεδρος της Επιτροπής Μετόχων του αγωγού), ενώ η ιταλική ΕΝΙ είναι βασικός εταίρος της Gazprom. Έτσι, δεν θα αποτελεί έκπληξη αν δούμε το Παρίσι και το Λονδίνο να διαφωνεί με το Βερολίνο και τη Ρώμη για το μέλλον της Συρίας.
Το συριακό τέλμα δεν είναι το μόνο θέμα σχετικά με την ενέργεια που έχει διχάσει την Ευρώπη τον τελευταίο καιρό. Η συζήτηση για το περιβάλλον και τους κινδύνους για την υγεία που συνεπάγεται η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών αποθεμάτων φυσικού αερίου σχιστόλιθου γίνεται όλο και περισσότερο όμηρος συγκρουόμενων εθνικών συμφερόντων, ενώ περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από παρεμβάσεις της ρωσικής πυρηνικής βιομηχανίας και την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας.
Πρόσφατα, το κύρος της ΕΕ στην εμπορική διαμάχη με την Κίνα σχετικά με τους ηλιακούς συλλέκτες κατέρρευσε από τη διαφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας για το αν θα φορολογηθούν οι φθηνές εισαγωγές των επιδοτούμενων από την Κίνα κρατικών βιομηχανιών.
Μετά την ανατροπή των παραδοσιακών θεωριών για την «ανώτατη εξόρυξη πετρελαίου», ο κόσμος φαίνεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης ενεργειακής επανάστασης όσον αφορά τις πηγές. Μια μεγάλη επένδυση στον τομέα του αερίου σχιστόλιθου και άλλων μη συμβατικών υδρογονανθράκων θα μπορούσε να κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτάρκεις έως το 2020, απαλλάσσοντάς τες από τις εισαγωγές πετρελαίου και τις τεράστιες γεωπολιτικές αποσκευές τους – όπως δείχνει ήδη το σπάνιο ενδιαφέρον τους για τη συριακή κρίση.
Εάν η πρόσφατη είδηση από την Ιαπωνία, ότι τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να είναι απεριόριστα, αποδειχθεί σωστή, η βιώσιμη αξιοποίηση του διαδεδομένου ένυδρου μεθανίου θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές της ενέργειας ακόμη περισσότερο – σε εκείνους που έχουν πρόσβαση.
Μέχρι τότε, η προσπάθεια της ΕΕ να μειώσει το CO2 θα έχει χάσει το σκοπό της. Η προστασία των βιομηχανιών που παλεύουν από τους ανταγωνιστές οι οποίοι πληρώνουν το μισό λογαριασμό για την ενέργεια θα αποδειχθεί όλο και πιο δύσκολη, ειδικά αν δεν βρεθεί ένας αποτελεσματικός τρόπος για το συνδυασμό «πράσινου» και «φθηνού». Αλλά πάνω απ’ όλα, η ενέργεια και η πολιτική θα γίνουν δυσδιάκριτες έννοιες. Η όλη συζήτηση για μια πολιτική ένωση θα υποτιμηθεί σε κάτι γελοίο, όπως συμβαίνει ήδη με την αδέξια προσπάθεια της ΕΕ στην κοινή διπλωματία.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι βιομηχανικοί εκπρόσωποι ενέργειάς τους πρέπει να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι και να προτείνουν ένα συντονισμένο όραμα. Αν δεν καταφέρουν να το κάνουν, δεν θα θρηνούν μόνο οι ευρωπαίοι φεντεραλιστές.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου