Για τέταρτη συνεχή χρονιά, η Ελλάδα κυβερνάται σε μείζονες στιγμές με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δηλαδή, επί της ουσίας με διατάγματα που παρακάμπτουν ευθέως τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική διαδικασία. Όπως και σε πλήθος άλλες περιπτώσεις μέχρι σήμερα, έτσι και τώρα, η κυβέρνηση επικαλείται «την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κατεπείγοντος θέματος», προκειμένου να προχωρήσει στο κλείσιμο των δημοσίων οργανισμών που, εν προκειμένω, αφορά την ΕΡΤ.
Ας αφήσουμε προς στιγμή το θλιβερό γεγονός ότι μιλάμε για την πλήρη απόδειξη ανικανότητας αναδιάρθρωσης της δημόσιας διοίκησης. Τι κάνουν; Δεν βρήκαν τρόπο να διώξουν συντεταγμένα και στη βάση μίας λογικής 2.000 από το δημόσιο και θεωρούν ότι είναι λύση το να «φάνε» έναν ολόκληρο οργανισμό μέσα σε ένα βράδυ, έστω και με όλα τα πλήθος στρευλά που πράγματι κουβαλάει.
Είναι λοιπόν σε αδυναμία να κάνουν κάτι πραγματικά ορθό και έτσι θέλουν να κλείσουν την ΕΡΤ; Ας της κόψουν το ανταποδοτικό τέλος. Ας την αντιμετωπίσουν ως εταιρεία που υποτίθεται ότι είναι, στέλνοντάς την στο άρθρο 99. Ας κάνουν, αν χρειάζεται, κανονικό νόμο κι ας τον φέρουν στη Βουλή. Ας αντιμετωπίσουν τέλος πάντων την υπόθεση με ευθύτητα κι όχι κρυμμένοι πίσω από τη συνεχή κατάχρηση άρθρων του συντάγματος τα οποία κάθε άλλο παρά γι αυτό το σκοπό υπάρχουν. Γιατί έτσι που το έχουν καταντήσει, ούτε λειτουργεί, ούτε θα μπορούν να το επικαλεστούν όταν χρειαστεί πραγματικά – και ζούμε σε μέρες που φαίνεται ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί πραγματικά. Με αυτό τον τρόπο, σταδιακά αλλά σταθερά, η Δημοκρατία γίνεται «δημοκρατία».
Ανεξάρτητα λοιπόν από την άποψη που έχει καθένας για την ΕΡΤ ή για όποιον άλλο οργανισμό και για το αν αυτός πρέπει να αναδιαρθρωθεί, να κλείσει ή να μην κλείσει, ανεξάρτητα ακόμα και από το μεγάλο ζήτημα του πόσο είναι ή δεν είναι απαραίτητη μία δημόσια τηλεόραση, εδώ υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο κρίσιμο, το οποίο οφείλουν πλέον να αντιληφθούν οι κυβερνώντες: σε μία ευρωπαική δημοκρατία, που υποτίθεται ότι είναι η Ελλάδα, δεν μπορείς να κυβερνάς συνεχώς με διατάγματα. Δεν μπορείς να επικαλείσαι κατά σύστημα το «εξαιρετικό», το «απρόβλεπτο» και το «κατεπείγον» για να παρακάμψεις ουσιαστικά τις κανονικές διαδικασίες. Γιατί, τότε, δεν έχεις πλέον δημοκρατία. Τότε, δεν είσαι πια κομμάτι του ευρωπαικού χώρου, ως φορέας του κεκτημένου του. Εχεις αρχίσει και διολισθαίνεις επικίνδυνα. Αυτό οφείλουν να το κατανοήσουν στην κυβέρνηση. Αν θέλουν να κάνουν τομές, ας παλέψουν να τις κάνουν. Αλλά ας τις κάνουν μέσα στα όρια της συνταγματικής λειτουργίας, η οποία προδήλως έχει καταστεί διάτρητη από την πρωτοφανή κατάχρηση των εκτάκτων μέσων.
Μία κυβέρνηση που λέει ότι δίνει μάχη δεν μπορεί να τη δίνει διαστέλλοντας το πολίτευμα το οποίο έχει καταντήσει κυριολεκτικώς πατσαβούρα. Ας τη δώσει μέσα στα πλαίσιά του. Ας συγκρουστεί ευθέως γι αυτό που πιστεύει. Οχι παρακάμπτοντας τη δημοκρατική λειτουργία με δεκάδες τέτοιες «εξαιρέσεις» που διαρκώς πολλαπλασιάζονται. Το κουρέλιασμα της δημοκρατίας δεν είναι λύση. Τα συνεχή διατάγματα δεν οδηγούν πουθενά. Όπως δεν οδηγούν και οι ρητορείες περί success stories για τις οποίες πρώτοι οι εμπνευστές τους γνωρίζουν ότι κινούνται στο χώρο της φαντασίας.
Η κυβέρνηση – κι αυτό αφορά και τα τρία κόμματα που την απαρτίζουν – έκανε εδώ και ένα χρόνο τη στρατηγική επιλογή να υποκύψει πλήρως και χωρίς αντίσταση σε αυτά που απαιτεί το Βερολίνο, το οποίο, όμως, δεν έχει κάνει ούτε χιλιοστό πίσω. Την πολιτική αυτή τη βάφτισε «αλλαγή του κλίματος» και «ελληνική επιτυχία». Δεν ήταν τίποτε από τα δύο: ήταν απλώς η πλήρης εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας να γίνει αυτό που οι ίδιοι άνθρωποι είχαν σημαία επί δύο χρόνια και μέχρι την προηγουμένη των εκλογών: να γίνει μία νέα διαπραγμάτευση για το ελληνικό πρόγραμμα και το χρέος της χώρας. Με αυτή τη σημαία εξελέγησαν.
Η πολιτική αυτή ξεχάστηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου το ίδιο εκείνο βράδυ των εκλογών. Όμως, όσο κι αν δεν θέλει να δει την πραγματικότητα η κυβέρνηση, αυτό που της έχει επιβληθεί να γίνει, απλώς δεν γίνεται. Γι αυτό και δεν έχει άλλη λύση από τα διατάγματα, που, όμως, δεν είναι λύση. Όπως λύση δεν είναι και η ύφεση που βαθαίνει, ή η ανεργία που μεγαλώνει, χωρίς μάλιστα να λύνεται και το πρόβλημα ούτε του χρέους, ούτε να αντιμετωπίζεται το χρηματοδοτικό κενό.
Ο πρωθυπουργός πρέπει να βρει το κουράγιο και να επιστρέψει από εκεί που ξεκίνησε για να γίνει πρωθυπουργός. Με τα όσα συμβαίνουν μετά και από την έκθεση του ΔΝΤ, με την ευρύτατη αμφισβήτηση πλέον της πολιτικής που ασκείται στην Ελλάδα αλλά και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, με το σύνολο των γεωπολιτικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα, η Ελλάδα μπορεί να θέσει εκ νέου το ζήτημα. Αυτό που γίνεται δεν οδηγεί πουθενά. Και το γνωρίζουν όλοι. Πρέπει επιτέλους να πάει να και διεκδικήσει τα αυτονόητα, όταν ακόμα και ο Γιούγκερ έρχεται και λέει ρητά, μόλις χθες, στην Αθήνα ότι οι Γερμανοί έχουν κερδίσει από την ελληνική κρίση. Ε, ας μην κερδίσουν άλλο!
πηγή
Δημοσίευση σχολίου