Εξαιρετικά αποκαλυπτικά είναι τα αριθμητικά δεδομένα που περιέχει το πρόσφατο αφιέρωμα στις αεροπορικές δυνάμεις του κόσμου, της έγκυρης αγγλικής εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Flight International». Με βάση τα αριθμητικά δεδομένα και τα στατιστικά που εξάγονται από αυτά η Τουρκία για το 2012-2013 αποτελεί μία από τις πρώτες δέκα αεροπορικές δυνάμεις παγκοσμίως.
Σαφώς τα αριθμητικά δεδομένα αποτελούν μόνο μία από τις παραμέτρους της εξίσωσης της αεροπορικής ισχύος, και συνεπώς η αναφορά και ο υπολογισμός τους συνιστά μονο-επίπεδη προσέγγιση. Θα υπενθυμίσουμε όμως τη ρήση ότι η ποσότητα έχει τη δικιά της ποιότητα.
Πιο συγκεκριμένα:
Η Τουρκία βρίσκεται στην 9η θέση παγκοσμίως στο συνολικό στρατιωτικό αεροπορικό στόλο διαθέτοντας 1.146 επανδρωμένα αεροσκάφη και ελικόπτερα, δηλαδή το 2% του παγκόσμιου στόλου. Μάλιστα προηγείται του Ηνωμένου Βασιλείου (1.063), ενώ βρίσκεται πολύ κοντά στη Γαλλία (1.191, 7η θέση) και την Αίγυπτο (1.156, 8η θέση).
Σε ότι αφορά τα μαχητικά η Τουρκία βρίσκεται στη 10η θέση παγκοσμίως με 331 που αντιστοιχούν στο 2% του παγκόσμιου στόλου, ενώ Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία βρίσκονται εκτός δεκάδας.
Στα αεροσκάφη μεταφορών και εναέριου ανεφοδιασμού, η Τουρκία βρίσκεται στην 8η θέση παγκοσμίως με 87 (αντιστοιχούν στο 2% του παγκόσμιου στόλου). Στα ελικόπτερα βρίσκεται στην 9η θέση παγκοσμίως με 391 (αντιστοιχούν στο 2% του παγκόσμιου στόλου), ενώ στα εκπαιδευτικά αεροσκάφη και ελικόπτερα στην 7η θέση με 329 ((αντιστοιχούν στο 3% του παγκόσμιου στόλου).
Στη μόνη κατηγορία που η Τουρκία βρίσκεται εκτός της παγκόσμιας πρώτης δεκάδας είναι τα αεροσκάφη ειδικών αποστολών (εναέριας έγκαιρης προειδοποίησης, ηλεκτρονικού πολέμου, αναγνώρισης και επιτήρησης).
Πολλοί βέβαια θα βιαστούν να απορρίψουν ή να υποβαθμίσουν τα αριθμητικά δεδομένα και τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία που προέρχονται από την επεξεργασία τους. Όμως αυτό θα αποτελέσει πράξη στρουθοκαμηλισμού αφού συνειδητά επιλέγουν να αγνοήσουν τη δυσάρεστη πραγματικότητα:
Ο ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΠΙΔΕΙΝΩΝΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΚΑΙ ΘΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ «ΔΥΣΑΡΕΣΤΟΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΠΕΡΙ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ.
Έχοντας αυτό ως δεδομένο, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αρχίζει να σχεδιάζει την αντιμετώπιση του προβλήματος ΑΜΕΣΑ, παρά την εξαιρετικά αρνητική οικονομική συγκυρία.
Ότι οικονομικοί πόροι για την προμήθεια νέων μαχητικών ή ακόμη και μεταχειρισμένων δεν υπάρχουν είναι, δυστυχώς, δεδομένο. Όμως το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι σε λίγα χρόνια θα υπάρχουν ελάχιστες ως ανύπαρκτες δυνατότητες επιλογής μεταχειρισμένων, ενώ σε ότι αφορά την προμήθεια νέων μαχητικών, τα σχετικά κόστη «τρομάζουν» ακόμη και τους λογιστές του Πενταγώνου!
Οι όποιοι οικονομικοί πόροι διατίθενται σήμερα (και το κυριότερο αποδεσμεύονται), αντί να συντηρούν εκτεταμένες και πολυδάπανες υποδομές και μαχητικά σε υπηρεσία που εδώ και πολύ καιρό έχουν ξεπεράσει το όριο επιχειρησιακής ζωής (A-7E Corsair II, RF-4E Phantom), θα πρέπει να ανακατευθυνθούν σε επενδύσεις που αφορούν το μέλλον.
Η Πολεμική Αεροπορία και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εκ των πραγμάτων πρέπει να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Όχι βέβαια για να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» (πολλές φορές ανόητες και αντικειμενικά αναποτελεσματικές) των δανειστών, αλλά για να διατηρήσουν ζωντανή την καρδιά, δηλαδή τις κύριες επιχειρησιακές ικανότητες που θα αποτελέσουν τη βάση για την εκ νέου ανάπτυξη της ελληνικής αεροπορικής ισχύος μόλις οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν.
Με αυτό το σκεπτικό ο άμεσος παροπλισμός απηρχαιωμένων μαχητικών και η «συρρίκνωση» της οργανωτικής δομής, μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσάρεστη και αντιπαθής, εν τούτοις αποτελεί μία, αν όχι τη μοναδική, διαθέσιμη επιλογή.
Διαφορετικά τόσο η Πολεμική Αεροπορία, όσο και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, κινδυνεύουν να πεθάνουν από τη συνεχή (οικονομική) «αιμορραγία» τη στιγμή μάλιστα που ούτε «διατρέφονται» (ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι) όπως θα έπρεπε.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, θα πρέπει να αρχίσει και η υλοποίηση του υφιστάμενου εδώ και πολλά χρόνια σχεδιασμού για την ανανέωση και αναβάθμιση του στόλου των μαχητικών αλλά και των λοιπών τύπων αεροσκαφών και ελικοπτέρων.
Η μη ύπαρξη οικονομικών πόρων δεν απαγορεύει την έκδοση προσκλήσεων ενδιαφέροντος (RFI), που εξ ορισμού δεν εμπεριέχουν νομική δέσμευση για τον εκδότη, προς τους κατασκευαστές μαχητικών και λοιπών κατηγοριών αεροσκαφών για τη συγκέντρωση επικαιροποιημένων πληροφοριών και δεδομένων. Ούτε ακόμη τη διεξαγωγή πτητικών δοκιμών για την επαλήθευση τους.
Όσο πιο καλά προετοιμαστούμε ως Αεροπορία αλλά και ως χώρα γενικότερα για τις δυνατότητες μελλοντικών επιλογών μας τόσο καλύτερες επιχειρησιακές, οικονομικές, βιομηχανικές ή και πολιτικές επιλογές θα κάνουμε.
Παράλληλα από τώρα θα πρέπει να καταγραφούν και να διερευνηθούν οι δυνατότητες και πιθανότητες πρόσκτησης (κυρίως) μαχητικών αεροσκαφών ως ενδιάμεση λύση. Με την πάροδο του χρόνου οι δυνατότητες συνεχώς θα μειώνονται απόρροια της γενικής συρρίκνωσης των στόλων των προηγμένων αεροπορικών δυνάμεων.
Αν σήμερα, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και η κυβέρνηση γενικότερα δεν λάβουν τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους («εδώ πεινάμε και αυτοί αγοράζουν όπλα»), ώστε να αρχίσει άμεσα ο σχεδιασμός της μελλοντικής ελληνικής αεροπορικής (και γενικότερα στρατιωτικής) ισχύος, σε λίγα χρόνια, όχι απλώς θα αντιμετωπίζουμε έναν «δυσάρεστο» συσχετισμό αλλά θα βρισκόμαστε και μπροστά σε ένα τοίχο!
πηγή
Δημοσίευση σχολίου